Κλειστή πόρτα: 11 σκληρές ιστορίες απομόνωσης

Το δεύτερο βιβλίο της Μπογιάνου περιλαμβάνει έντεκα μικρές ιστορίες, που σαν ταινίες μικρού μήκους επιχειρούν να περιγράψουν στιγμιότυπα της ελληνικής κρίσης. Τα καταφέρνουν, παρά τον μονοφωνικό τους χαρακτήρα.
Το σίγουρο είναι ότι έρχεται ένας βομβαρδισμός βιβλίων που θα μιλάνε για την κρίση, που θα τη χρησιμοποιούν ως πλαίσιο ή που θα την προσεγγίζουν με διάθεση να την καταλάβουν. Κι όσο η οικονομική ύφεση θα αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς τής ελληνικής ζωής, όλο και περισσότεροι συγγραφείς θα επηρεάζονται από αυτήν, ενώ μερικοί δεν θα διστάσουν να την καπηλευτούν, ώστε να μπουν κι αυτοί στο κάδρο της μόδας, να πιάσουν τον σφυγμό της αλλά και τον σφυγμό του αναγνώστη που θα θελήσει να εντοπίσει χαρακτήρες σαν κι αυτόν να βιώνουν το πρόβλημα και να υφίστανται τις παρενέργειές του.

Το ζήτημα όμως δεν είναι να παραχθεί μια λογοτεχνία που θα συμπορεύεται με την κρίση, ούτε που να την παρατηρεί και να την περιγράφει. Αυτό θα ήταν ένα επιφανειακό αναμάσημα, μια λεκτική αποτύπωση της τηλεοπτικής λαίλαπας, μια νέα εικονοποιία με λογοτεχνικούς όρους. Αυτό που θα ζητήσουμε από τη λογοτεχνία είναι η δυναμική αντιπαράθεση με την κρίση στο πεδίο των ιδεών και των αναλύσεων. Με άλλα λόγια η λογοτεχνία μπορεί να αναχθεί σε οδηγό μέσα στο χάος, αν καταφέρει να καταδείξει αφανείς πλευρές της ύφεσης, να στοχεύσει στα βαθύτερα αίτια, να αναζητήσει χρόνια πίσω το σαθρό υπόβαθρο της σημερινής κατάρρευσης ή να διεισδύσει στο πολιτισμικό έλλειμμα που δημιούργησε μια μεταπολίτευση του προσωπικού βολέματος και του ευδαιμονιστικού ατομικισμού.

Η σαραντατετράχρονη Ευγ. Μπογιάνου αναδύεται από την κρίση αυτή, γράφοντας μια σειρά από διηγήματα που αφορούν τους καθημερινούς ανθρώπους οι οποίοι περπατάνε δίπλα μας και καταρρέουν ψυχικά από το βάρος των χρεών, από την αποξένωση και την έλλειψη κατανόησης, από το σκληρό πρόσωπο της αναίμακτα μακελάρισσας καθημερινότητας, μέσα στην οποία αφήνονται πλέον να βουλιάξουν. Αν η συγγραφέας το ονόμαζε “μυθιστόρημα”, δεν θα έκανε λάθος, αφού πρόκειται για ένα σπονδυλωτό αφήγημα, όπου ο δευτερεύων χαρακτήρας της μιας ιστορίας αναγορεύεται ακριβώς μετά σε πρωταγωνιστικό ρόλο κι έτσι, εκεί που ήταν μια αφανής φιγούρα ιδωμένη με εξωτερική οπτική γωνία, γίνεται κατόπιν αφηγητής που αποκαλύπτει με τη σειρά του τα εσωτερικά βάρη του. Μ’ αυτόν τον τρόπο παρουσιάζεται ένας κοινωνικός ιστός από ανθρώπους της διπλανής πόρτας, καθένας από τους οποίους βλέπει τους άλλους σαν φόντο ή μουτζούρα της άχρωμης ζωής του, αλλά, όταν η κάμερα μετακινηθεί δίπλα, βλέπουμε μια άλλη σκηνή του ίδιου μουντού και βαρύθυμου έργου.

Από τον μεσήλικα που χρωστά στην τράπεζα και πίνει, μέχρι την κόρη του που κάνει αποποίηση κληρονομιάς για να αποφύγει τα χρέη κι από την προϊσταμένη της εφορείας που βλέπει του οφειλέτες στεγνά υπηρεσιακά έως τον νεαρό γείτονά της που συλλαμβάνεται για χρέη προς το ταμείο του. Από τη Γεωργιανή μετανάστιδα που αφήνεται στον βιασμό, γιατί δεν πρόκειται να πάθει κάτι χειρότερο απ’ όσα βιώνει, ως τον σύζυγο που δουλεύει πρωί βράδυ για να ξεπληρώσει το δάνειο και να ικανοποιήσει την αδηφάγα γυναίκα του• κι από τον ζωγράφο που αγκομαχά από το βάρος της ακίνητης μάνας του μέχρι την ίδια που νεκρή πια αναγνωρίζει πόσο δυσβάσταχτη είχε γίνει για τον γιο της…

Η Μπογιάνου επιχειρεί να γυρίσει έντεκα ταινίες μικρού μήκους με την κάμερα εστιασμένη στη ζωή ενός προσώπου που βιώνει την οικονομική μα πρώτιστα την κοινωνική κρίση. Κι εκτός από το άνοιγμα της βεντάλιας σε ποικίλα χωράφια της καθημερινότητας, πετυχαίνει να δείξει ότι πολλές φορές ο άνθρωπος φτάνει στα όριά του και σκέφτεται να τα υπερβεί, σκέφτεται να απαλλαγεί από το βάρος με μια απεγνωσμένη κίνηση ή να υποταχθεί στο μοιραίο, στο απρόβλεπτο, στο ακραίο, γιατί τίποτα δεν μοιάζει χειρότερο από το βουβό δράμα που ζει. Ειδικά τα πρώτα διηγήματα ήταν πολυεπίπεδα κείμενα με διπλές παράλληλες πορείες και διαστίξεις που έφερναν σε αντίθεση συμπεριφορές και νοοτροπίες.

Τελικά, δεν ξέρω αν οι μικρές ιστορίες περιγράφουν μόνο στιγμιότυπα της ελληνικής κρίσης ή ακραγγίζουν και τα αίτιά της. Απλώς χαρτογραφούν περιπτώσεις νεκρωμένων ζωών ή επιπλέον τέμνουν την ορατή επιφάνεια για να δείξουν το νοσηρό εσωτερικό της. Από την άλλη, ο λόγος των έντεκα προσώπων φαίνεται τόσο ίδιος, που εξομοιώνει τις ξεχωριστές φωνές των αφηγητών, άρα και τον ιδιαίτερο τόνο με τον οποίο προσεγγίζουν την τραγωδιακή πραγματικότητα. Κάτι τέτοιο φαίνεται εξόφθαλμα μονοφωνικό, εκτός κι αν υποκρύπτει μια σκοπιμότητα: να δείξει την ισοπεδωμένη ζωή διαφορετικών ανθρώπινων τύπων οι οποίοι ωστόσο βρίσκονται στην ίδια κινούμενη άμμο. Προσωπικά δεν με πείθει αυτή η οπτική γωνία, γιατί αναγκάζει τον αναγνώστη να βλέπει συνέχεια το ίδιο κοφτό ύφος με τις μικρές κύριες προτάσεις, χωρίς ο λόγος να σημαίνει αυτόματα και τον τρόπο με τον οποίο κάθε αντιήρωας βρέθηκε και βίωσε αυτό το στατικό, μίζερο, απονεκρωμένο δωμάτιο χωρίς διέξοδο.

Ο blogger Πατριάρχης Φώτιος
«Κλειστή πόρτα»
ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ
Εκδόσεις: «Πόλις»
Σελίδες: 167
Τιμή: 12 ευρώ
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v