Η ελληνική λογοτεχνία μας ταξιδεύει στο 1940

Η 28η Οκτωβρίου δε σημαίνει μόνο μνήμες εθνικές, αλλά και λογοτεχνικές. Μια αναδρομή στις μέρες του '40 μέσα από την πένα των σημαντικότερων Ελλήνων λογοτεχνών, και τις αντίστοιχες εκδόσεις.
Η ελληνική λογοτεχνία μας ταξιδεύει στο 1940
Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν/ κακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός/ μόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες». Οδυσσέας Ελύτης

Η 28η Οκτωβρίου 1940 αποτελεί ένα κορυφαίο ιστορικό γεγονός για την Ελλάδα, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο, μιας και εντάσσεται και στο σκηνικό του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Κατ’ ουσίαν αποτέλεσε την πρώτη ήττα του «Άξονα» προκαλώντας τους προβληματισμούς των αντιπάλων και τις ελπίδες των υποταγμένων.

Συνήθως η αρθρογραφία όταν αναφέρεται σε αυτό το γεγονός περιλαμβάνει το έπος του 40, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Όλο αυτό το υλικό δεν μπορεί να συνοψίζεται σε ένα άρθρο λόγω του τεράστιου υλικού το οποίο υπάρχει. Στο παρόν κείμενο θα γίνει αναφορά μόνο στην εποποιία της Αλβανίας, μέσα από το βλέμμα και την πένα των Ελλήνων Λογοτεχνών.

Ξεκινώντας από την πρώτη ημέρα του πολέμου 28 Οκτωβρίου 1940 συναντούμε το βιβλίο «Γιώργος Σεφέρης Μέρες Γ’ 16 Απρίλη 1934-14 Δεκέμβρη 1940» (Εκδ, ΙΚΑΡΟΣ). Εκεί ο Σεφέρης, ο οποίος ως γνωστόν υπήρξε στέλεχος του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, θα γράψει: «Δευτέρα 28. Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «έχουμε πόλεμο». Τίποτα άλλο. Ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, πουλίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω απ’ τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι». Στη συνέχεια αναφέρει πως έφτασε στο Υπουργείο Εξωτερικών και πως συνέταξαν το διάγγελμα του βασιλιά.

Στις 10 Νοεμβρίου 1940 δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Νέα Ελλάς» η διαμαρτυρία των Ελλήνων διανοουμένων: «Είναι δύο εβδομάδες τώρα, που ένα τελεσίγραφο μοναδικό στα διπλωματικά χρονικά των Αθηνών για το περιεχόμενον, την ώρα και τον τρόπο που το παρουσίασεν η Ιταλία κάλεσε την Ελλάδα να της παραδώση τα εδάφη της, να αρνηθή την ελευθερία της και να κατασπιλώση την τιμήν της. Οι Έλληνες δώσαμε στην ιταμή αυτή αξίωση της φασιστικής βίας, την απάντησι που επέβαλαν τριών χιλιάδων ετών παραδόσεις, χαραγμένες βαθιά στην ψυχή μας, αλλά και γραμμένες στην τελευταία γωνιά της ιερής γης, με το αίμα των μεγαλυτέρων ηρώων της ανθρώπινης ιστορίας.

"Και αυτή τη στιγμή κοντά στο ρεύμα του Θυάμιδος και στις χιονισμένες πλαγιές της Πίνδου και των Μακεδονικών βουνών πολεμούμε, τις περισσότερες φορές με τη λόγχη, αποφασισμένοι να νικήσουμε ή να αποθάνουμε μέχρις ενός. Σ’ αυτό τον άνισο σκληρότατο αλλά πεισματώδη αγώνα, που κάνει τον λυσσασμένο επιδρομέα να ξεσπάζη κατά των γυναικών, των γερόντων και των παιδιών, να καίη, να σκοτώνη, να ακρωτηριάζη, να διαμελίζη τους πληθυσμούς στις ανοχύρωτες και άμαχες πόλεις μας και στα ειρηνικά χωριά μας, έχουμε το αίσθημα ότι δεν υπερασπιζόμαστε δική μας μόνον υπόθεση: Ότι αγωνιζόμεθα για την σωτηρία όλων εκείνων των Υψηλών αξιών που αποτελούν τον πνευματικό και ηθικό πολιτισμό, την πολύτιμη παρακαταθήκη που κληροδότησαν στην ανθρωπότητα οι δοξασμένοι πρόγονοι και που σήμερα βλέπουμε να απειλούνται από το κύμα της βαρβαρότητος και της βίας.

"Ακριβώς αυτό το αίσθημα εμπνέει το θάρρος σε μας τους Έλληνες διανοουμένους, τους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης, ν’ απευθυνθούμε στους αδελφούς μας όλου του Κόσμου και να ζητήσουμε όχι την υλική αλλά την ηθική βοήθεια τους. Ζητούμε την εισφορά των ψυχών, την επανάστασι των συνειδήσεων, το κήρυγμα, την άμεση επίδρασι, παντού όπου είναι δυνατόν, την άγρυπνη παρακολούθησι και την ενέργεια για ένα καινούργιο πνευματικό Μαραθώνα που θα απαλλάξει τα δυναστευόμενα Έθνη από τη φοβέρα της πιο μαύρης σκλαβιάς που γνώρισε ως τώρα ο κόσμος.

Κωστής Παλαμάς, Σπύρος Μελάς, Άγγελος Σικελιανός, Γεώργιος Δροσίνης, Σωτήρης Σκίπης, Δημήτριος Μητρόπουλος, Κ. Δημητριάδης, Νικόλαος Βέης, Κ. Παρθένης, Ιωάννης Γρυπάρης, Γιάννης Βλαχογιάννης, Στρατής Μυριβήλης, Κώστας Ουράνης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, Αρίστος Καμπάνης.»

Στις 15 Νοεμβρίου 1940 δημοσιεύεται άρθρο του Στρατή Μυριβήλη «Η ώρα της Ιστορίας» στο περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 334. Εκεί ο Μυριβήλης ανάμεσα στα άλλα θα γράψει: «...Αυτή η ομοθυμία των δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων, με την οποία αντίκρυσαν το φοβερό γεγονός του πολέμου, είναι θαρρώ το πιο σπουδαίο φαινόμενο στην ιστορία του έθνους μας ολόλκληρη. Η Ελλάδα σύσσωμη, σύψυχη, στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό βιβλίο της Μοίρας και υπαγορεύει το νέο κεφάλαιο της ιστορίας της (...) Αυτό το θάμα δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται μέσα στην ιστορία της φυλής. Δε θα ‘ναι και η στερνή. Γιατί η Ελλάδα, μέσα στο προνομιούχο κύτταρο της , είναι ένας αιώνια νέος και ολοζώντανος οργανισμός. Είναι η ίδια η έννοια της νιότης, ενσαρκωμένη σε μια ράτσα εύστροφη, ευφάνταστη, γεμάτη πείσμα και γοητευική τρέλα. Απ’ την άλλη μεριά των συνόρων μας χτυπά ένας λαός 45 εκατομμυρίων. Τον νικούμε γιατί είμαστε μια φυλή αρσενική και λεύτερη, κι είναι μια φυλή από 45 εκατομμύρια σκλάβους. Είναι ένας αγώνας άνισος αυτός και οι λαοί του κόσμου, οχτροί και φίλοι και αδιάφοροι, τον παρακολουθούν με κατάπληξη. Ποιο θα ‘ναι το τελος του; Ελάχιστα ενδιαφέρει αυτό το τέλος. Ολάκερη η δικαίωσή μας στέκεται στην αρχή...»

Η ποίηση έχει ίσως την αφάνταστη δυνατότητα να συλλαμβάνει τα γεγονότα με ιδιαίτερο τρόπο και να συνοψίζει νοήματα και μηνύματα που προέρχονται από μια βαθιά ενόραση και έμπνευση των ποιητών. Έτσι λοιπόν και το έπος του 40 αποδώθηκε, θα τολμούσαμε να πούμε, μέσα από την γραφή των ποιητών, χωρίς βέβαια να υποτιμάται η μεγάλη ιστορική βιβλιογραφία πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.

Ο Κωστής Παλαμάς θα γράψει το ποίημα Στη νεολαία μας: «Αυτό κρατάει ανάλαφρο μες στην ανεμοζάλη/ το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι/ αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα:/ Μεθύστε με τα’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα».

Ο Άγγελος Σικελιανός θα δημοσιεύσει στις 15 Νοεμβρίου 1940 στη Νέα Εστία το ποίημα «Εικοσιοχτώ του Οχτώβρη 1940». «…Κανείς δεν θα ξεφύγει τη γενιά του!/το βάρος της θα σπάσει ως τη στιγμή/ που βγαίνοντας από τη λησμονιά του/ στο φως που πια δεν στέκουν δισταγμοί/ Ελέγαμε: Ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε: Μια Σαλαμίνα ακόμα! Ελέγαμε:/ Ακόμα ένα εικοσιένα! Κι ήρτες τέλος συ, Μητέρα-Μέρα, όπου αγκάλιασες κι ανύψωσες ολόκληρα τα περασμένα στον ανώτατο λυτρωτικό σκοπό τους, στον υπέρτατο τους ηθικόν Ιστορικό Ρυθμό!/ Ω δικαίωση όλων των ελληνικών αγώνων! Ω ύψιστη ηθική στροφή μέσα στο χάος ολόκληρου του Κόσμου! Και μαζί, ω γιγάντια πλέρια ιστορική καταβολή, από την οποία,..Νικητές, οι Έλληνες, θα ξεκινήσουμε αύριο, πρωτοπόροι της ανάπλασης ολόκληρης της γης!...»

Ο Τίμος Μωραϊτίνης θα γράψει το ποίημα «Ελληνίδες»: «Μερόνυχτα σκυμμένη στέκει/ και ξενυχτάει δουλεύοντας για την Πατρίδα/ κι ενώ σκυμμένη πλέκει/ έχει ψηλά το μέτωπο η Ελληνίδα./ Και τα βελόνια γίνονται σπαθιά/ που βγαίνουν απ’ τη χρυσή τους θήκη/ ν’ αγωνιστούνε με το νιο πολεμιστή./ Και πλέκουν ως τη νύχτα τη βαθιά/ κι είναι άσωστη κι ατέλειωτη η κλωστή, όσο κι η Νίκη».

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος θα γράψει το ποίημα «Μάνα και γιος»: «Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε/ κι η μάνακράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της/ μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος/ σαν να ‘χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν/ τραγούδια κι αναπήδιαγαν τα έλατα και χόρευαν/ οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: Ίτε παίδες Ελλήνων/ Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταυρώναν στον ορίζοντα/ ποτάμια πισωδρόμιζαν/ τάφοι μετακινιόνταν…».

Έχει λεχθεί ότι τον πόλεμο της Αλβανίας τον κέρδισαν οι έφεδροι ανθυπολοχαγοί, προφανώς λόγω του βαθμού τους που απαιτούσε να είναι μπροστάρηδες στη μάχη και να δίνουν πρώτοι αυτοί το παράδειγμα της ανδρείας και του ηρωϊσμού. Ο Οδυσσέας Ελύτης πολέμησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στην Αλβανία, ήρθε αντιμέτωπος με το θάνατο, αλλά είναι αυτός ο ποιητής που μέσα από την ποίηση του έκανε πραγματικό έπος τον πόλεμο στην Αλβανία. Πρώτα τίμησε τον έφεδρο ανθυπολοχαγό στη συλλογή του «Άσμα Ηρωίκό και πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (Εκδ. ΙΚΑΡΟΣ) «Τώρα κείτεται απάνω στην στουρουφλισμένη χλαίνη/ μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά/ μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί/ μοιάζει μπαξές που του ‘φυγαν άξαφνα τα πουλιά/ μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά/ μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε/ μόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα/ κι η απορία μαρμάρωσε»

Από την ίδια συλλογή στην ενότητα ΣΤ : «...Ήταν γενναίο παιδί/ μετα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του/ με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά/ και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι/ (φτάσανε τόσο εύκολα μεσς στο μυαλό/ που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)/ με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά/-Φωτια στην άνομη φωτιά!-/ με το αίμα πάνω από τα φρύδια/ τα βουνά της Αλβανίας βοντήξανε/ ύστερα λυώσαν το χιόνι να ξεπλύνουν/ το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής/ και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο/και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας/ Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας/ δεν έκλαψαν/ γιατί να κλάψουν/ ήταν γενναίο παιδί!». Αλήθεια, ποια ιστορική μελέτη ή δοκίμιο μπορεί να αποτυπώσει αυτά που αποτυπώνονται στα αποσπάσματα των ποιημάτων αυτών χωρίς να χρειάζονται εκτενείς αναλύσεις, αλλά μόνο τη δύναμη των λέξεων και της ψυχής του ποιητή.

Σον τομέα της πεζογραφίας εμφανίζονται έργα που έχουν κυρίως χαρακτήρα ιστορικό ή αποτύπωσης μαρτυρίας εμποτισμένα όμως από το δυναμικό ταλέντο των συγγραφέων. Έτσι ο Άγγελος Τερζάκης θα γράψει το χρονικό του πολέμου με τίτλο «Ελληνική Εποποία 1940-1941» το 1964 έπειτα από παράκληση του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Η παράκληση αυτή δεν είναι τυχαία, αλλλά αφορά και εδώ έναν λογοτέχνη που βρέθηκε στο μέτωπο μέχρι τη λήξη του πολέμου και έτσι καθίσταται αυτόπτης μάρτυς στα γεγονότα.

Στον πρόλογο του συγγραφέα από την πρώτη έκδοση τονίζονται τα εξής: «Το βιβλίο αυτό δεν είναι σύνθεση επιστημονική, γραμμένο εξ άλλου από άνθρωπο που είχε την τύχη ν’ αναπνεύσει τον τραγικό αέρα του μετώπου, αποκρούει με περιφρόνηση κάθε βέβηλη φαντασία, κάθε αδιάκριτη ανάμιξη του μυθιστορηματικού. Η εκστρατία του 1940-41 είναι από μόνη της πολύ πλούσια σε περιεχόμενο για να χρειάζεατι συμπλήρωση της σκηνοθεσίας. Δεν ισχυρίζομαι πως μπόρεσα να αιχμαλωτίσω ή ν’ ανακαλέσω το έρωμα της μεγάλης για την πατρίδα μας στιγμής που σημειώθηκε ξαφνικά το φθινόπωρο του 1940. Έκαμα μόνον ό,τι μοπρούσα για να μάθουν τα παιδιά των Ελλήνων, οι ερχόμενες γενιές, πως η ελευθερία είναι πόθος ιερός και πως για άλλη μια φορά, καταμεσής στον εικοστό αιώνα, έδωσε τη μάχη της σ’ αυτό εδώ το χώμα, που μας έχει θρέψει». Ωστόσο οι επιρροές από την εμπειρία του 40-41 θα εμφανισθούν σε δύο μυθιστορήματυα του Άγγελου Τερζάκη, το «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ» (Εκδ. ΕΣΤΙΑ) όπου εμφανίζονται η υπεράσπιση της τιμής και της ελευθερίας από διάφρους επιδρομείς μέσα από ένα πόλεμο σκληρό και στο «Λυκόφως των Ανθρώπων» (Εκδ. ΕΣΤΙΑ).

Ο Γιάννης Μπεράτης θα βρεθεί και αυτός στο μέτωπο για να χρησιμοποιηθεί, λόγω της γλωσσομάθειάς του, σε αποστολές μετάδοσης μηνυμάτων προς τους αντιπάλους. Εκεί βέβαια θα ζήσει κάθε στιγμή του πολέμου μέχρι την πρώτη γραμμή. Το βιβλίο του «Το Πλατύ Ποτάμι» (Εκδ. Ερμής), θα αποτυπώσει όλες αυτά τα βιώματα με τρόπο καταλυτικό και απόλυτο. Ο Κ.Θ. Δημαράς στον πρόλογο του στην πρώτη έκδοση του βιβλίου τονίζει «…Μα υπάρχει και ο άλλος ηρωισμός, ο συνειδητός, αυτός που είναι καμωμένος από λόγο και από θέληση. Αυτόν θα μπορούσαμε να τον ορίσουμε απλά σαν επιβολή της προσταγής του καθήκοντος πάνω στη σάρκα. Σ’ αυτόν απαντούμε τη θέληση της θυσίας του ατόμου για την ομάδα, της ύλης για την ιδέα. Εκδηλώνεται μόνο σε έργα πολέμου, αλλά και σε έργα ειρήνης, και στις πιο καθημερινές ασχολίες. Αυτός είναι ο πραγματικός ηρωισμός, αυτός είναι ο ελληνικός ηρωισμός, κι αυτόν απαντούμε στη μορφή του Γιάννη Μπεράτη….»

Ο Γιώργος Θεοτοκάς στα «Τετράδια Ημερολογίου 1939-1953» (Εκδ ΕΣΤΙΑ) καταγράφει τα γεγονότα χωρίς προηγούμενη αναδρομή, δηλαδή κινείται με συγχρονική γραφή. Έτσι καταγράφονται ο παλμός της εποχής, οι αντιδράσεις των απλών ανθρώπων στην κύρηξη του πολέμου, στην εισβολή των γερμανών και στην κατοχή. Το καλοκαίρι του 1941 θα σταματήσει να γράφει το ημερολόγιο του διακόπτοντας, όπως σημειώνει «να χαρτογραφεί τις διακυμάνσεις της ομαδικής ψυχολογίας της Αθήνας κάτω από την επίδραση των γεγονότων».

Στις 27 Απριλίου 1941, ημέρα κατάληψης της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα , η Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτονεί παίρνοντας δηλητήριο. Εξέπνευσε στις 2 Μαϊου 1941. Πάνω στον τάφο της γράφεται η λέξη «ΣΙΩΠΗ».

Θα ακολουθήσει λίγο αργότερα μια νέα γενιά λογοτεχνών, η οποία περνά την εφηβεία της στην κατοχή και ανδρώνεται στον εμφύλιο.

Νίκος Δανιήλ
Nikosdaniil.blogspot.com 
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v