Τα καλύτερα βιβλία που διαβάσαμε το 2025
Η φετινή μας ανασκόπηση κεντράρει στα αγαπημένα βιβλία της φετινής χρονιάς, ξεχωρίζοντας όλους τους τίτλους που μίλησαν στη διαβαστερή καρδούλα μας.
Η φετινή μας ανασκόπηση κεντράρει στα αγαπημένα βιβλία της φετινής χρονιάς, ξεχωρίζοντας όλους τους τίτλους που μίλησαν στη διαβαστερή καρδούλα μας.
Τελειώνει το 2025 και όπως συμβαίνει κάθε χρόνο τέτοια περίοδο οι λίστες και οι ανασκοπήσεις με τα καλύτερα του έτους παίρνουν φωτιά. Σα σωστοί βιβλιόφιλοι δεν γίνεται να λείψουμε από τον χορό, για αυτό και ετοιμάσαμε σούπερ διαβαστερή λίστα με τα καλύτερα αναγνώσματα της φετινής χρονιάς και την ελπίδα να βρεθούν άπασες οι επιλογές μας στη βιβλιοθήκη σου.

Στην Τριλογία του Τόκιο, ο Πις ξεδιπλώνει μεθοδικά τη μεταπολεμική Ιαπωνία: πρώτα με το Τόκιο έτος μηδέν, έπειτα με την Κατεχόμενη πόλη και τέλος με το Τόκιο, η επιστροφή. Στο τελευταίο αυτό μέρος, η αφήγηση κορυφώνεται, οδηγώντας τον αναγνώστη σε μια ζοφερή κατάδυση στην «καρδιά του σκότους» μιας χώρας που προσπαθεί να σταθεί όρθια πάνω στα ερείπια του πολέμου. Ο συγγραφέας, με την ένταση και τον ρυθμό που τον χαρακτηρίζουν, μας παρασύρει σε ένα από τα μεγάλα άλυτα μυστήρια της Ιαπωνίας, μετατρέποντας την ιστορία σε εφιάλτη αλλά και σε συναρπαστική αναγνωστική εμπειρία. Με το Τόκιο, η επιστροφή, ο Ντέιβιντ Πις, πιστός στη σκοτεινή του πυξίδα, μας αφήνει με την αίσθηση ότι η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ, απλώς επιστρέφει, ζητώντας κάποια στιγμή λογαριασμό.
Περίληψη εδώ

Στον Αυτοκράτορα της Χαράς, ο πολυβραβευμένος συγγραφέας, που μας συγκλόνισε με το Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, επιστρέφει σε μια αφήγηση που μοιάζει περισσότερο με εξομολόγηση παρά με μυθιστόρημα. Είναι μια ιστορία για τις σκιές που αρνούνται να σβήσουν, για τα φαντάσματα που κουβαλάμε στις τσέπες μας όταν η μνήμη γίνεται πιο πεισματάρα από το παρόν.
Γεννημένος στο Βιετνάμ και μεγαλωμένος στην Αμερική, ο Vuong ξέρει πώς είναι να ζεις στο περιθώριο, να ανήκεις ταυτόχρονα σε δύο κόσμους που σε θεωρούν ξένο. Η γραφή του είναι βαθιά ποιητική, γεμάτη αναπνοές που μοιάζουν να σταματούν πριν ολοκληρώσουν τη φράση τους. Κι όμως, μέσα σε αυτή την εύθραυστη γλώσσα βρίσκει τη δύναμη να μιλήσει για εκείνους που επιλέγουμε να γίνουν η οικογένειά μας, για τις σχέσεις που πλάθονται κόντρα στον χρόνο και στο τραύμα.
Περίληψη εδώ

Μέσα από διετή έρευνα και ταξίδια σε πέντε ηπείρους, ο Clapp συνομιλεί με εργάτες σε σκουπιδότοπους της Γκάνας, αποσυναρμολογητές πλοίων στο Αιγαίο, μέλη μειονοτικών κοινοτήτων στη Γουατεμάλα και ανθρώπους που αλωνίζουν τους σκουπιδοτόπους της Τανζανίας, για να φωτίσει όσα σκεπάζουμε πίσω από τους μπλε κάδους των αστικών κέντρων.
Ο Πόλεμος των σκουπιδιών είναι ένα συναρπαστικό, συγκλονιστικό ανάγνωσμα και ταυτόχρονα ένα ηχηρό ξύπνημα για όλους μας, προτρέποντάς μας να σκεφτούμε πέρα από τον σωρό των απορριμμάτων στην αυλή μας προς τις ζωές που καταστρέφονται μακριά, για χάρη της «ευκολίας» μας. Από τις πλέον λογοτεχνικές προσπάθειες παρουσίασης ενός τόσο δημοσιογραφικού και ντοκιμαντερίστικου θέματος, το βιβλίο δεν χωλαίνει πουθενά κρατώντας σε υψηλούς αναγνωστικούς ρυθμούς.
Περίληψη εδώ

Η γλώσσα του διαθέτει μια σχεδόν βιβλική βαρύτητα χωρίς ποτέ να γίνεται στόμφος. Το ύφος του είναι πλούσιο, ρέει αναγνωστικά αποκαλύπτοντας μυστικά βουτηγμένα στη λάσπη και ήρωες τσακισμένους από τη ρώμη του χρόνου. Οι λέξεις του είναι ποτισμένες με χώμα και ιδρώτα, με αίμα και ηθικά διλήμματα, με τον ήχο των τρένων που φεύγουν τη νύχτα και δεν επιστρέφουν ποτέ συμπαρασύροντας μαζί του κάθε έναν που διαβάζει τα βιβλία του. Όλα αυτά πλαισιώνονται από μια βαθιά αγάπη για τον Νότο των ΗΠΑ, όχι ιδεαλιστική αλλά φορτισμένη με όλες του τις αντιφάσεις. Ο Γουόρεν δεν χαρίζεται στους ήρωές του. Αντίθετα τους αφήνει να σκάψουν μέχρι να βρουν το φως ή να χαθούν μέσα στο ίδιο τους το σκοτάδι κι αυτή είναι η μεγαλύτερη λογοτεχνική αρετή του. Και ο αναγνώστης δεν μπορεί φυσικά να αντισταθεί αφού στέκει εκεί, μάρτυρας και συνένοχος, καθηλωμένος από τη δύναμη μιας λογοτεχνίας που μοιάζει με μια παλιά και άγρια προσευχή που μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά.
Περίληψη εδώ

Το κάθε διήγημα του Colin Barrett χτίζεται με ανατριχιαστική αυτοπεποίθηση, υπονοώντας συνεχώς πως κάτω από την επιφάνεια –κάτω από τους καβγάδες στα μπαρ, τις αποτυχημένες σχέσεις, τις νύχτες δίχως νόημα– υπάρχει κάτι πιο βαθύ, πιο ανθρώπινο, πιο οικείο. Η γλώσσα του σκληρή και το μαύρο χιούμορ του αιχμηρό και ακριβές, γίνονται τα ιδανικά λογοτεχνικά εργαλεία για να απογυμνωθεί το συναίσθημα. Θρασύ, τεταμένο, οξυδερκές κι άκρως ρεαλιστικό το βιβλίο του Barrett μάς μεταλαμπαδεύει την ωμή αλήθεια του και ξεχωρίζει από παρόμοιες αφηγηματικές προσπάθειες.
Περίληψη εδώ

Ο Peter Flamm δεν ενδιαφέρεται να αφηγηθεί μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Αντίθετα, βυθίζεται κατευθείαν στο εσωτερικό τοπίο ενός μυαλού που στροβιλίζεται – και μας παίρνει μαζί του. Στο μυθιστόρημά του Εγώ;, η λογική ακολουθία παραχωρεί τη θέση της στον ξέφρενο εσωτερικό μονόλογο, όπου κάθε σκέψη, φόβος και ανάμνηση ξεσπά σαν ηλεκτρική εκκένωση.
Το Εγώ; είναι ένα σύντομο, αλλά συνταρακτικό ανάγνωσμα. Μια εκ νέου ανακάλυψη με τεράστια αξία για την εποχή μας, που καλείται ξανά και ξανά να μετρήσει τα ψυχικά της τραύματα, συχνά χωρίς καν να τα κατονομάζει. Ο Flamm τα ονομάζει όλα. Με θυμό, με απόγνωση, με ποιητική ακρίβεια.
Περίληψη εδώ

«Πρόσφυγας, εξόριστος, μετανάστης – όποιο είδος εκτοπισμένου κι αν ήμαστε, δεν ζούσαμε απλώς σε δύο πολιτισμούς, σε δύο κουλτούρες, όπως φαντάζονταν οι εγκωμιαστές του μεγάλου αμερικανικού χωνευτηρίου. Οι εκτοπισμένοι ζούσαν συνάμα σε δύο ζώνες χρόνου, ζουν στο εδώ και στο εκεί, στο παρόν και στο παρελθόν, είναι διστακτικοί ταξιδιώτες του χρόνου. Αλλά ενώ η επιστημονική φαντασία φαντάστηκε τους χρονοταξιδιώτες που πηγαίνουν μπροστά ή πίσω στον χρόνο, αυτό εδώ το ρολόι στον τοίχο παρουσίαζε μια αλλιώτικη χρονομέτρηση. Το ανοιχτό μυστικό του ρολογιού αυτού, ένα μυστικό σε κοινή θέα, ήταν ότι εμείς άλλο δεν κάναμε από το να κινούμαστε σε κύκλους».
Βιβλίο για τον πόλεμο του Βιετνάμ που δεν μοιάζει με κανένα άλλο από τα τόσα πολλά που έχουν γραφτεί για το θέμα. Μέσα από την ιστορία ενός πράκτορα των Βιετκόνγκ, ο οποίος, έχοντας παρεισφρήσει στο Νότιο Βιετνάμ ως ορντινάντσα ενός υψηλόβαθμου στρατιωτικού, βρίσκεται πρόσφυγας στην Αμερική μαζί με την οικογένεια του αφεντικού του, ο συγγραφέας θέτει με αμείλικτο τρόπο και με κατάμαυρο χιούμορ τα αγωνιώδη διλήμματα του ανθρώπου του οποίου τα προσωπικά πιστεύω συγκρούονται σφοδρά με τις επιταγές των πολιτικών του πεποιθήσεων. Ο μυθιστορηματικός ήρωας και ο συγγραφέας μοιράζονται πολλά στοιχεία και τραυματικές εμπειρίες, αφού ο Nguyen Viet-Than γεννήθηκε το 1971 στο Νότιο Βιετνάμ από πρόσφυγες Βορειοβιετναμέζους γονείς και στη συνέχεια, μετά από την πτώση της Σαϊγκόν, η οικογένεια κατέφυγε στις Η.Π.Α. Εθνική συνείδηση και ταυτότητα, συλλογική και ατομική ιστορική μνήμη, προδοσία και χαμένες πατρίδες, διατρέχουν το μοναδικό αυτό μυθιστόρημα που παρόλο τον ουκ ευκαταφρόνητο αριθμό των σελίδων του, διαβάζεται σχεδόν με μια ανάσα.
Περίληψη εδώ

«Τους οδήγησαν όλους στην παραλία. Εκεί φέρανε και τα κασόνια με τις αγριόγατες που μάζεψαν στο βουνό. Έβαλαν τον καθένα σ’ ένα σακί και ρίξανε μέσα του και μια γάτα. Δέσανε σφιχτά το σακί με χοντρό σκοινί κι άρχισαν να χτυπούν τη γάτα. Ύστερα βούτηξαν το σακί στη θάλασσα. Το τράβηξαν. Το βουτούσαν και το ξανατραβούσαν πολλές φορές».
Ολοκληρωτισμός, καταπίεση, σκληρότητα, επιβολή, είναι μόνο λίγες από τις λέξεις που περιγράφουν τον εφιάλτη της ζωής σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που ναι μεν δεν κατονομάζεται, πλην όμως όλα μαρτυρούν πως πρόκειται για τη Μακρόνησο, αφού ο συγγραφέας ήταν εξόριστος εκεί για δύο χρόνια, από το 1950 έως το 1952. Κι όπως δεν προσδιορίζονται ο τόπος και ο χρόνος, έτσι ούτε και οι ήρωες του μυθιστορήματος έχουν όνομα και παρελθόν, είτε πρόκειται για τους εξόριστους είτε για τους δεσμοφύλακες. Βιβλίο αλληγορικό, διαχρονικό, βιβλίο-μαρτυρία, και, πάνω απ’ όλα, βιβλίο που λειτουργεί ως τρομαχτική υπενθύμιση πως το έρεβος παραμονεύει στη γωνία για να μας καταπιεί.
Περίληψη εδώ

«Το δέρμα μας, ετούτο το καταραμένο τομάρι. Εσάς ούτε που σας περνάει από τον νου για πόσα είναι ικανός ένας άνθρωπος, για τι ηρωισμούς και για τι ατιμίες είναι ικανός, προκειμένου να σώσει το τομάρι του. Ετούτο, ετούτο το σιχαμερό πετσί, βλέπετε;».
Άγρια περιγραφή της σκληρότητας του πολέμου, των καταστροφικών συνεπειών του και της αγωνίας για την επιβίωση στη Νάπολη, που το 1943 είχε μόλις είχε απελευθερωθεί από τους Συμμάχους, πρώτη από όλες τις πόλεις της Ιταλίας. Τραγικότητα και κωμικότητα μαζί, ωμότητα, φρίκη και ψήγματα τρυφεράδας, αθωότητα και ενοχή, μπλέκουν σε ένα συγκλονιστικά ζοφερό βιβλίο που ενώ γράφτηκε το 1949, είναι σήμερα απόλυτα επίκαιρο και γι’ αυτό ακόμα πιο σημαντικό.
Περίληψη εδώ

«Η θάλασσα φάνταζε απειλητική στη γαλήνη της, μια θάλασσα λάδι, γυαλί, στιλπνή, γαλανή. Μετά άρχισαν κάτι βουβές αναλαμπές, εκπληκτικές αστραπές ψηλά και σ’ όλο το μήκος του ορίζοντα, σαν θεόρατα μακρινά πυροτεχνήματα ή σαν κάποιο αλλόκοτο πείραμα ατομικής ενέργειας. Ούτε ένα σύννεφο, ούτε ένας ήχος από βροντή, μονάχα αυτό το σιωπηλό τρεχάτο ασπροκίτρινο φως στην αχανή του πορεία».
Ο αντιπαθής, εγωκεντρικός, εμμονικός, χειριστικός μα και γοητευτικός συγχρόνως κεντρικός ήρωας αυτού του θαυμάσιου μυθιστορήματος μιας από τις πλέον αναγνωρισμένες αγγλόφωνες συγγραφείς του 20ου αιώνα, θέτει βασικά ζητήματα που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της ζωής μας που τα αντιμετωπίζουμε πότε κοιτώντας τα θαρραλέα κατάματα, πότε αποφεύγοντας την αλήθεια κατασκευάζοντας φανταστικούς εχθρούς σαν το φανταστικό τέρας που εμφανίζεται στον ήρωα μέσα από τη θάλασσα‧ αυτή τη θάλασσα που κυριαρχεί στο βιβλίο και που από στοιχείο της φύσης γίνεται μυθιστορηματικός χαρακτήρας, «κλέβοντας» ακόμα και τον πρωταγωνιστικό ρόλο από τον ήρωα. Βιβλίο πολύπλοκο, πληθωρικό, με εξαιρετικά λεπτομερείς περιγραφές τόπων και συναισθημάτων, βιβλίο συναρπαστικά ευφυές.
Περιλήψη εδώ

«Μέσα στο σκάφος είναι Τρίτη πρωί, τέσσερις και τέταρτο, αρχές Οκτωβρίου. Εκεί έξω είναι η Αργεντινή, είναι ο Νότιος Ατλαντικός, είναι το Κέιπ Τάουν, είναι η Ζιμπάμπουε. Στη δεξιά πλευρά, ο πλανήτης ψιθυρίζει την αυγή – μια λεπτή χυτή σχισμή φωτός. Γλιστρούν μέσα στις ζώνες ώρας σιωπηρά».
Μέσα από τις ελάχιστες σε αριθμό σελίδες του βιβλίου, σε σύγκριση με τον πλούτο και την ομορφιά των εικόνων του κόσμου που περνούν δεκαέξι φορές, κατά τη διάρκεια ενός εικοσιτετραώρου, μπροστά από τα μάτια έξι αστροναυτών, και των σκέψεων που αυτές οι εικόνες τούς γεννούν, η συγγραφέας γράφει «ένα γράμμα αγάπης προς την ανθρωπότητα και τον πλανήτη μας, αλλά κι ένα βιβλίο που αναγνωρίζει, με βαθιά συγκινητικό τρόπο, την αξία κάθε ανθρώπινης ζωής», όπως έγραψαν τα μέλη της επιτροπής του βραβείου Booker που απένειμαν στη Βρεττανή Samantha Harvey το βραβείο για το 2024.
Περίληψη εδώ

«Ο Γκαριμπάλντι έκανε μια δραματική χειρονομία προς τα Μαρτίνι, που στεκόντουσαν στοιχισμένα μπροστά στον Κίφερ σαν τιμητική φρουρά. «Ο κόσμος είναι γεμάτος δειλούς ανθρώπους. Το θάρρος είναι το μόνο που μπορεί ακόμη να εντυπωσιάσει έναν γέρο σαν κι εμένα. Αλλά αυτό πρέπει να μου το αποδείξετε πρώτα. Κάθε μαρτίνι αξίζει μια ερώτηση. Οι απαντήσεις μου θα είναι σύντομες, αλλά αληθινές…
Ο Κίφερ ένιωσε τον ιδρώτα να κυλάει στην πλάτη του.
…Με ποιο αντάλλαγμα;
… Οι ελιές στα Μαρτίνι είναι γεμιστές, με ψητή πιπεριά. Μία απ’ αυτές περιέχει επιπλέον και δηλητήριο, Αρκετό για να θερίσει έναν κοτζάμ άνδρα σαν κι εσάς μέσα σε δευτερόλεπτα. Πράγμα που στενεύει τα όρια της περιέργειάς σας. Λοιπόν;».
Ο Γερμανός δημοσιογράφος και συγγραφέας γράφει ένα απολύτως διασκεδαστικό, σφιχτοδεμένο αστυνομικό και… γαστρονομικό (!) μυθιστόρημα στο οποίο ο ήρωας, Ξαβιέ Κίφερ, είναι Λουξεμβουργιανός σεφ, που εκτός από μάγειρας και γευσιγνώστης είναι και δαιμόνιος ντετέκτιβ. Στις Φονικές Ελιές καλείται να λύσει το μυστήριο της εξαφάνισης του Ιταλού φίλου του, εμπόρου ελαιόλαδου και οίνου, ο οποίος έμπλεξε στα δίχτυα της απάτης νόθευσης ελαιόλαδου. Ιταλοί μαφιόζοι, γευσιγνώστες, κριτικοί γαστρονομίας κι εξειδικευμένοι κριτικοί ελαιόλαδου, Αμερικανο-Ιταλοί μεγιστάνες, Ευρωπαίοι τεχνοκράτες κι ένα σωρό άλλοι χαρακτήρες, μπλέκονται αριστοτεχνικά με διάσημα και λιγότερο διάσημα εδέσματα και τοπικές σπεσιαλιτέ της Ιταλίας, της Γαλλίας, του Λουξεμβούργου, της Ελβετίας, προκαλώντας στον αναγνώστη από τη μια μεριά αγωνία για την τύχη του δύσμοιρου θύματος και για τους κινδύνους που διατρέχει ο ήρωας προκειμένου να λύσει το μυστήριο, κι από την άλλη μεριά, παρέα και ταυτόχρονα, ακατάσχετη σιελόρροια!
Περίληψη εδώ

«Αν στήσεις αυτή, θα την ακούσεις.
Την πόλη, τραγουδάει.
Αν σταθείς ήσυχα, στην άκρη του κήπου, στη μέση του δρόμου, στη στέγη του σπιτιού.
Πιο καθαρά ακούγεται τη νύχτα, τότε ο ήχος, πιο ατόφιος, τέμνει την επιφάνεια των πραγμάτων, τότε το τραγούδι φτάνει μέχρι μέσα σου.
Είναι ένα τραγούδι στο μεγαλύτερο μέρος του χωρίς λόγια, πάντως είναι τραγούδι κι όποιος το ακούει, δεν αναρωτιέται τι είναι αυτό που τραγουδάει. Και το τραγούδι γίνεται ακόμη πιο δυνατό, όταν την κάθε νότα την πιάνεις χωριστά.»
Έτσι ξεκινά το αγαπημένο μου βιβλίο για φέτος. Δεν είναι καινούριο, δεν βγήκε φέτος, δεν έκανε πάταγο τότε που κυκλοφόρησε –αν και θα έπρεπε. Απλώς φέτος το ανακάλυψα, κι αυτόν και τον συγγραφέα του (που δεν είναι ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, κι ας μοιάζει το όνομα) και την απολαυστικά ποιητική γραφή του που, χωρίς στιγμή να ρέπει προς τη βαρύγδουπη λυρικότητα, διαβάζεται σαν βροχούλα που χτυπά απροσδόκητα το τζάμι ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι, σαν ζαχαρωτό που κάπως μαγικά κατορθώνει να μην σε λιγώσει. Η ιστορία του, με ήρωες τους κατοίκους ενός δρόμου κάποιας βρετανικής πόλης, εστιάζει σε ένα συγκεκριμένο απόγευμα, λίγο προτού συμβεί μια καταστροφή. Αυτό που βλέπεις είναι στιγμιότυπα της καθημερινότητάς τους, σαν να είσαι κι εσύ γείτονας και τους χαζεύεις από το παράθυρο ένα αυγουστιάτικο απόγευμα που δεν είχες τίποτα καλύτερο να κάνεις. Ξέρεις, εκείνη τη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι τα μικρά, τετριμμένα, ασήμαντα, καθημερινά είναι αυτά του τίτλου, τα σπουδαία πράγματα.
Περίληψη εδώ