Διαβάσαμε το "Ο Τόπος" της Αννί Ερνώ

“Καθώς γράφω, προσπαθώ να βρω μια μέση οδό ανάμεσα στην αποκατάσταση ενός τρόπου ζωής που εν γένει θεωρούνταν υποδεέστερος και την καταγγελία περί αποξένωσης που τον συνοδεύει.”
Διαβάσαμε το Ο Τόπος της Αννί Ερνώ
Βραβείο Renaudot 1984. Μικρό βιβλιαράκι. Γαλλική λογοτεχνία. Όλα αυτά έκαναν το χέρι να απλωθεί, να το βάλει στο καλάθι και έτσι να βρεθεί στο κομοδίνο μου. Αυτοβιογραφική κατάθεση με συγκίνηση και προβληματισμό: έμφαση στο πόσο πολλά χωρίζουν την αφηγήτρια από τον πατέρα και τη γενιά του, πόσο η ταξική κινητικότητα έφερε τους μεταπολεμικούς Γάλλους μακριά από τον κόσμο των προπολεμικών.

>Η Αννί Ερνώ γεννήθηκε στη Γαλλία (Lillebonne) το 1940. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ρουέν και εργάστηκε σαν καθηγήτρια στο Centre National d' Enseignement par Correspondence. Τα σύντομα, αυτοβιογραφικά της αφηγήματα -τα οποία δεν ξεπερνούν, συνήθως, τις εκατό σελίδες- ασχολούνται με θέματα της παιδικής της ηλικίας, των σχέσεων με τους γονείς της και με τους ερωτικούς της συντρόφους, χωρίς να χάνουν τη ζωντάνια, τη δύναμη και την οξυδέρκειά τους: "Les armoires vides", 1974, "Cequ' ils disent ou rien", 1977, "Laplace", 1984 (ελλ. "Η θέση", εκδ. Χατζηνικολή) "Une femme", 1987, "Passions imple", 1991 (ελλ. "Πάθος", εκδ. Χατζηνικολή), "Journal du de hors", 1993, "La honte", 1997 (ελλ. "Ντροπή", εκδ. Χατζηνικολή), "Je ne suis pas sortie de ma nuit", 1999 (ελλ. "Δεν βγήκα από το σκοτάδι μου", εκδ. Χατζηνικολή), "L' evenement", 2000, "La vie exterieure", 2000, "Se perdre", 2001 (ελλ. "Χάνομαι", εκδ. Χατζηνικολή), "L' occupation", 2002, "L' ecriture comme un couteau"- συνεντεύξεις με τον Frederic-Yves Jeannet, 2003. Σε ένα τηλεοπτικό πορτραίτο που ετοίμασε για λογαριασμό του Υπουργείου Πολιτισμού o Timothy Miller, το 2000, η Αννί Ερνώ ισχυρίζεται ότι δύο είναι τα στοιχεία που κυριαρχούν στη γραφή της: αυτό της κοινωνικής ανισότητας, της τομής ανάμεσα στον οικογενειακό κοινωνικό της χώρο και στον κόσμο των γραμμάτων που διάλεξε ν' ακολουθήσει η ίδια, αφενός, και αφετέρου το στοιχείο της ανδρικής κυριαρχίας στον κόσμο. Μακριά από οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι προϊόν της φαντασίας, αναζητά την πραγματικότητα μέσα από τις αναμνήσεις, τις αισθήσεις και τα συναισθήματά της, είτε πρόκειται για συναισθήματα -κοινωνικής- ντροπής, είτε πάθους. "Δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου", λέει, "δημιουργική εργασία ή εργασία γύρω από θέματα μορφής που να μην έχει αφετηρία της την πραγματικότητα". Το 2001 δημοσίευσε το προσωπικό της ημερολόγιο με τίτλο "Se perdre" ("Χάνομαι"). Τα έργα της διδάσκονται στο γαλλικό σχολείο ως σύγχρονη κλασική λογοτεχνία. Το 1984, το αυτοβιογραφικού περιεχομένου έργο της "Η θέση" (La place) τιμήθηκε με το βραβείο Renaudot. Το βιβλίο της τα "Τα χρόνια" (Εditions Gallimard, 2008) τιμήθηκε με τα βραβεία Marguerite Duras (2008) και Francois Mauriac (2008).

Το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό. Ρητά αυτοβιογραφικό. Η αφηγήτρια σε πρώτο πρόσωπο αναφέρεται στον παππού της κι έπειτα στον πατέρα της. Ο παππούς, αναλφάβητος Νορμανδός του μεσοπολέμου, ήταν καραγωγέας σε ένα αγρόκτημα. Η επόμενη γενιά, αυτή του πατέρα, έζησε τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, ανέβηκε λίγο κοινωνική τάξη, καθώς ο πατέρας άνοιξε με την μητέρα παντοπωλείο στην πόλη. Από την ασημαντότητα της γαλλικής επαρχίας και τη φτώχια σε μια πιο αξιοπρεπή αλλά πάλι περιορισμένη, οικονομικά και πολιτισμικά, ζωή στην πόλη.

Η εξιστόρηση από γενιά σε γενιά αναδεικνύει την κινητικότητα προς τα πάνω τόσο σε ατομικό-οικογενειακό επίπεδο όσο και σε κοινωνικό. Είναι η πορεία της Γαλλίας, αλλά και της Ελλάδας θα λέγαμε, από την επαρχιακή υποβαθμισμένη ζωή στην αστική πρόοδο, που προχώρησε αργά από τον μεσοπόλεμο στη μεταπολεμική περίοδο και φυσικά στη μετέπειτα εποχή μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, όταν γράφει η Ernaux. Η αυτοπροσωπογραφία είναι το όχημα μιας συλλογικής αυτοβιογραφίας. Το α΄ ενικό πρόσωπο γίνεται α΄ πληθυντικό, ο παππούς, ο πατέρας κι η ίδια γίνονται τα τρία πρόσωπα της εθνικής εξέλιξης.

Αυτή η παλιά ζωή σκιαγραφείται αρκετά εύγλωττα. Το γραφικό, το παλαιικό, το ανόθευτο είναι νοσταλγικά ιδωμένο από έναν σύγχρονο αναγνώστη, όσο κι αν προβληματίζει την αφηγήτρια που σε πολλά σημεία σχολιάζει τη γραφή της. Πώςαυτή αναπαριστά το βιωμένο, πώς κείται απέναντι στο παλιό το οποίο συνήθως εξωραΐζεται;
“Καθώς γράφω, προσπαθώ να βρω μια μέση οδό ανάμεσα στην αποκατάσταση ενός τρόπου ζωής που εν γένει θεωρούνταν υποδεέστερος και την καταγγελία περί αποξένωσης που τον συνοδεύει.”

Τι αποκομίζω διαβάζοντας για τη σχέση της αφηγήτριας με τον πατέρα της, για τη σχέση της συγγραφέως με τον πατέρα της; Αισθάνομαι ότι σκιαγραφεί το χάσμα γενεών, ένα χάσμα μεταξύ μιας γενιάς αμόρφωτης και “επαρχιώτικης” και μιας άλλης μορφωμένης και αστικής, που μόχθησε πνευματικά και “εκπολιτίστηκε”. Κι ενώ αυτό το τονίζει συνεχώς, δεν παύει να αυτοσαρκάζεται, ή μόνο να προβληματίζεται έστω, πως αυτό το παλαιικό που τότε το απεχθανόταν και όλη η κοινωνία ήθελε να το αφήσει πίσω είναι (με την οπτική του τώρα) πιο γνήσιο και πιο ουσιαστικό. Θέλουμε να απομακρυνθούμε από το παρελθόν, να το αφήσουμε πίσω, και συνάμα το νοσταλγούμε σαν την αντίκα που στολίζει το σύγχρονο σαλόνι μας.

Πάπισσα Ιωάννα


Annie Ernaux
“Ο τόπος”
μετ. Ρ. Κολαΐτη
εκδόσεις Μεταίχμιο
2020
σελ. 112
τιμή: 11,00
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v