Δικαιώματα του Παιδιού 2025: Πώς στηρίζουν οι Έλληνες γονείς τη νέα γενιά
Η σύγχρονη ελληνική οικογένεια παραμένει θεμέλιο της κοινωνίας, ενώ οι γονείς στηρίζουν τη νέα γενιά μέσα σε ολοένα πιο απαιτητικές συνθήκες.
Η σύγχρονη ελληνική οικογένεια παραμένει θεμέλιο της κοινωνίας, ενώ οι γονείς στηρίζουν τη νέα γενιά μέσα σε ολοένα πιο απαιτητικές συνθήκες.
Η σύγχρονη ελληνική οικογένεια εξακολουθεί να αποτελεί τον πιο σταθερό και ανθεκτικό θεσμό της κοινωνίας μας, ακόμη κι αν λειτουργεί πια μέσα σε ένα πλαίσιο ριζικά διαφορετικό από εκείνο των προηγούμενων δεκαετιών. Οι σημερινοί γονείς συνεχίζουν να προσφέρουν ένα υψηλό επίπεδο ψυχοκοινωνικής ασφάλειας: συναισθηματική διαθεσιμότητα, αποδοχή, σταθερότητα στις σχέσεις και καλλιέργεια ενός ασφαλούς δεσμού, ο οποίος αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την ψυχική ανθεκτικότητα των παιδιών.
Ωστόσο, αυτή η ασφάλεια οικοδομείται πλέον μέσα σε ένα περιβάλλον διαρκούς πίεσης. Επισφάλεια στην αγορά εργασίας, μειωμένη κρατική στήριξη και ιδιαίτερα απαιτητικοί ρυθμοί ζωής δημιουργούν ένα μόνιμο υπόβαθρο άγχους για τις οικογένειες.
Σε αντίθεση με παρελθόντες χρόνους, οι σημερινοί γονείς δεν αντιμετωπίζουν μόνο τις κλασικές προκλήσεις της ανατροφής, αλλά και το συνεχή αγώνα επαγγελματικής επιβίωσης. Πολλοί εργάζονται σε εξαντλητικά ωράρια, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να παραμένουν συναισθηματικά διαθέσιμοι, να φροντίζουν τα παιδιά, να ανταποκρίνονται σε εκπαιδευτικές και καθημερινές ανάγκες και να διατηρούν τη λειτουργικότητα του οικογενειακού συστήματος. Η υπερκόπωση —ιδίως των μητέρων— αποτελεί πια κυρίαρχη καθημερινότητα. Μια ψυχοφθόρα συνθήκη που υπονομεύει την ισορροπία ανάμεσα στην εργασία και την οικογένεια.
Παρά τις δυσκολίες, η οικογένεια εξακολουθεί να λειτουργεί, ως ο πρωταρχικός χώρος κοινωνικοποίησης. Οι γονείς μεταδίδουν αξίες, όπως σεβασμός, αλληλεγγύη και υπευθυνότητα, ενώ καλλιεργούν δεξιότητες αυτονομίας, ανθεκτικότητας και διαχείρισης της ματαίωσης. Οι δεξιότητες αυτές αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία, καθώς η ενήλικη ζωή των σημερινών παιδιών προμηνύεται πιο απαιτητική και λιγότερο προβλέψιμη σε σχέση με το παρελθόν.
Το βαθιά ριζωμένο μοντέλο διαγενεακής στήριξης συνεχίζει επίσης να αποτελεί χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας. Παππούδες και γιαγιάδες εξακολουθούν να στηρίζουν ενεργά τα νεότερα μέλη μέσα από οικονομική συνεισφορά, φροντίδα εγγονιών και συχνά μέσω συγκατοίκησης. Αυτή η αλληλεγγύη, λειτουργεί ως κρίσιμο δίχτυ ασφαλείας σε μια περίοδο, που οι δημόσιες δομές αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Ωστόσο, η συσσωρευμένη ευθύνη οδηγεί συχνά σε κόπωση, αποκαλύπτοντας τα όρια ενός συστήματος που βασίζεται δυσανάλογα σε άτυπα οικογενειακά δίκτυα.
Συνολικά, η σύγχρονη ελληνική οικογένεια παραμένει σταθερή και βαθιά αφοσιωμένη, αλλά επιχειρεί να ανταποκριθεί σε συνθήκες αυξανόμενης πίεσης. Εξακολουθεί να αποτελεί τον πυρήνα της ανατροφής των παιδιών, αλλά η αντοχή της δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη, δίχως ουσιαστική κοινωνική και κρατική στήριξη.
Και κάπου εδώ προκύπτει η μεγάλη αντίφαση της εποχής μας: όσο ενισχύεται ο δημόσιος λόγος γύρω από τα δικαιώματα του παιδιού, τα ίδια τα παιδιά λιγοστεύουν. Η υπογεννητικότητα συνιστά σήμερα μία από τις σοβαρότερες απειλές για τη βιωσιμότητα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και για την ουσιαστική άσκηση των δικαιωμάτων των παιδιών. Η συνεχής μείωση των γεννήσεων, η καθυστέρηση της τεκνοποίησης, η οικονομική επισφάλεια και οι δυσκολίες πρόσβασης σε σταθερή εργασία και κατοικία μετατρέπουν τη δημιουργία οικογένειας από φυσική εξέλιξη σε υπαρξιακό ρίσκο.
Το φαινόμενο αυτό δεν επιδρά μόνο στην πληθυσμιακή διάρθρωση. Διαβρώνει σταδιακά τις ίδιες τις δομές που στηρίζουν τα παιδιά: σχολεία που συγχωνεύονται, κοινότητες που αδειάζουν, μειωμένες ευκαιρίες κοινωνικοποίησης και μελλοντικές εντάσεις στα συστήματα υγείας, πρόνοιας και συντάξεων. Με άλλα λόγια, η υπογεννητικότητα δεν είναι απλώς δημογραφικό ζήτημα. Είναι ζήτημα δικαιωμάτων. Γιατί τα δικαιώματα χρειάζονται φορείς. Και για να εφαρμόζονται ουσιαστικά, πρέπει πρώτα να υπάρχουν παιδιά.
Το συμπέρασμα είναι σαφές. Η προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού και η αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας δεν αποτελούν δύο ξεχωριστές συζητήσεις, αλλά δύο αλληλένδετες πλευρές της ίδιας πραγματικότητας. Δεν μπορούμε να υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα της νέας γενιάς, τη στιγμή που η ίδια η νέα γενιά συρρικνώνεται. Η πραγματική κατοχύρωση των δικαιωμάτων των παιδιών ξεκινά από τη διασφάλιση ότι θα υπάρχουν παιδιά για να τα διεκδικούν. Και αυτό προϋποθέτει μια συλλογική, πολιτική και κοινωνική δέσμευση απέναντι στη γονεϊκότητα, τη σταθερότητα των νέων και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας.