«Η εξουσία δεν με βρήκε ποτέ στην παρέα της»

Μια μέρα σαν κι αυτή, το 2017, φεύγει πλήρης ημερών ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους του ελληνικού κινηματογράφου, ο μεγάλος Νίκος Κούνδουρος. 

«Η εξουσία δεν με βρήκε ποτέ στην παρέα της»

Όλοι νομίζουν πως γεννήθηκα στην Κρήτη. Η αλήθεια είναι πως γεννήθηκα στην Αθήνα, σε κάποια από τις κλινικές της εποχής, αλλά ο πατέρας και η μάνα μου, από ατελείωτες γενιές Κρητικοί, δεν ανέχονταν να πολιτογραφηθώ Αθηναίος. Με πήραν τυλιγμένο σε μία πάνα, με πήγαν στην Κρήτη και είμαι γραμμένος στα δημοτολόγια του Δήμου Αγίου Νικολάου με αύξοντα αριθμό 6 του έτους 1926. Έτσι σφραγίστηκε η παρουσία μου σ’ αυτόν τον κόσμο με ένα πλαστογραφημένο πιστοποιητικό Κρητικού. Κατά κάποιο τρόπο έζησα ένα μέρος της ζωής μου μέσα σε προνόμιο. Υπήρξα γόνος μιας μεγαλοαστικής οικογένειας και μεγάλωσα ως χαϊδεμένο παιδί, ακόμα και στην Κατοχή.

Όταν η Ελλάδα θρηνούσε χιλιάδες νεκρούς από πείνα, εμείς ως εύπορη Κρητική οικογένεια τα είχαμε όλα. Τελευταία χρονιά του πολέμου άλλαξε η ζωή μου, όταν εντάχθηκα σε μια αριστερή οργάνωση και με τη συμμετοχή μου στον ένοπλο αγώνα που ονομάστηκε Αντίσταση. Τραυματίστηκα με τρεις σφαίρες στο πόδι. Γλίτωσα από την εκτέλεση γιατί με πέρασαν για Άγγλο, έτσι όπως ήμουν ξανθός με γαλανά μάτια…

Στη Μακρόνησο έκανα 4 χρόνια. Εκεί έμαθα για το θέατρο και για τη δύναμη του λόγου. Η ζωγραφική έχει τη δική της δύναμη, η γλυπτική το ίδιο. Ωστόσο, ο λόγος είναι λόγος. Όταν οι πολιτικές ανατροπές με γύρισαν πάλι στην «κανονική» ζωή, – που δεν ήταν κανονική στην πραγματικότητα γιατί, της δεξιάς αρχούσης, εμείς ήμασταν πάντοτε τα σκουπίδια της κοινωνίας, οι παράσιτοι, οι επικίνδυνοι κτλ., έχοντας αποκτήσει πια θεατρική αγωγή και έχοντας ανακαλύψει τη δύναμη του λόγου, σκέφτηκα «Θα κάνω κινηματογράφο», και έκανα.

Σινεμά δεν είχα σπουδάσει, δεν είχα καν ιδέα πού μπαίνει η μηχανή λήψης. Με συντρόφια από το Μακρονήσι έγινε η πρώτη μου ταινία, η «Μαγική Πόλη», που σίγουρα ήξεραν από κινηματογράφο παραπάνω από μένα. Κοντά τους έμαθα κι εγώ το σινεμά.

Η χαρά μου όταν ξεκινάω μια ταινία είναι ατέλειωτη, κανείς δεν μπορεί να την φανταστεί. Θα πεταχτώ από το κρεβάτι στις πέντε το πρωί, θα είμαι από τους πρώτους στα πλατό, και θα τρέχω ενθουσιασμένος στην Ευρώπη για να βρω τα σημεία όπου θα γίνουν τα γυρίσματα! Όταν κάνω μια ταινία είναι τέτοια η αφοσίωση που δεν υπάρχει πλέον τίποτα για μένα ούτε μάνα ούτε πατέρας ούτε γκόμενα. Κάθε ταινία μου είναι σαν ένα τάμα.

Αγάπησα τον «Δράκο» γιατί έκανε 50 ολόκληρα χρόνια να βγει στο φως, κάποιος δηλαδή θυμήθηκε την ταινία, και ξαφνικά άρεσε. Δεν ξεχνάω όμως πως όταν είχε πρωτοβγεί ο “Δράκος” στις αίθουσες, οι θεατές φώναζαν «αίσχος, να επέμβει ο εισαγγελέας, δώστε τα λεφτά μας πίσω». Όλα αυτά τα αντιμετώπισα τότε στωικά. Όταν όμως με κάλεσαν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για να μου αφιερώσουν εκείνη την χρονιά είπα στον κόσμο που με χειροκροτούσε ενθουσιασμένος:  «Αυτό το χειροκρότημα όταν το χρειαζόμουν μου το αρνηθήκατε, τώρα πλέον δεν μου λέει τίποτα, μου είναι άχρηστο σας το χαρίζω.

Με τον Φίνο είχα μια περίεργη αγάπη, μου είχε μια αφύσικη συμπάθεια. Διέθεσε τα εργαστήριά του, τα υλικά του, το χρήμα. Οι δικές μου ταινίες είναι έργο του Φίνου. Θυμάμαι, τον ρώταγα “γιατί Φίνο με αγαπάς;”. Έτσι, με αγαπούσε! Αν και δεν είχα καμία σχέση με το εμπορικό κύκλωμα, οφείλω να πω πως ο εμπορικός κινηματογράφος ήταν πίσω από τη σημαντική πρόοδο της τεχνολογίας. Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη προς τους σκηνοθέτες του, διότι συντήρησαν το στούντιο και το κοινό, τα είχαν προετοιμάσει εκείνοι. Εγώ έπαιξα στην ουρά των πραγμάτων, το βρήκα έτοιμο το τεχνικό στάτους. Ο ελληνικός κινηματογράφος είναι ταυτόσημος με αυτούς. Βέβαια, ήταν επιπολαιότητα αυτό που γράφτηκε ότι ο Φώσκολος ήταν ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης. Από πού κι ως πού; Όμως, ήταν εξαιρετικοί κι αυτός και ο Δαλιανίδης. Δεν έχω να τους προσάψω τίποτα. Εκείνοι ίσως θα είχαν να μου προσάψουν. Δεν υπήρχαν κοινά σημεία με αυτούς τους σκηνοθέτες – το μόνο που μας ένωνε ήταν τα εργαστήρια του Φίνου. Δεν έκαναν κακό όμως, λαϊκός κινηματογράφος ήταν. Αυτός ο λαϊκός κινηματογράφος μού προκαλούσε μια περίεργη μελαγχολία. Παρόλα αυτά, τον Βέγγο εγώ τον έφτιαξα. Εγώ τον έφερα από τη Μακρόνησο, στον “Δράκο”, κι έπειτα τον εγκατέλειψα στη μοίρα του, η οποία ήταν γνωστή. Δεν υπήρξε περίπτωση να συνεργαστώ με Αλίκη ή Καρέζη. Είναι άλλο είδος, άλλος κόσμος, τον οποίο όμως σέβομαι. Ήξερα τη Λαμπέτη, τον Χορν, τους αγαπούσα και μ’ αγαπούσαν. Είναι περίεργο που μου φέρθηκαν με συμπάθεια, επειδή ήμουν ένα σκάνδαλο μέσα στην περιπέτεια του κινηματογράφου – ήμουν “άλλος”. Είχα τα δικά μου κριτήρια, αλλά αυτό δεν με εμπόδιζε να διαπιστώσω π.χ. ότι η Βουγιουκλάκη ήταν μια εθνική ηρωίδα.

Ακούγεται κοινοτοπία να λες «ο άνθρωπος της ζωής μου ήταν ο τάδε», αλλά για μένα, ναι, ο άνθρωπος της ζωής μου ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Η μάνα του ήταν φίλη με τη μάνα μου, πίνανε τα καφεδάκια τους. Μια μέρα, λέει η κυρία Αλίκη: «Να σου γνωρίσω τον γιο μου». Κι έτσι γνώρισα τον Μάνο. Άκου τώρα ιστορία: ήμουν απ' τους ανθρώπους που κράταγαν το φέρετρο του Χατζιδάκι. Το διανοείσαι; Είναι πολύ σκληρό, έπειτα από μια κοινή πορεία τόσων χρόνων...

Όταν ήμουν μικρός δήλωνα αντιεξουσιαστής και το δηλώνω και τώρα. Η εξουσία δεν με βρήκε ποτέ στην παρέα της. Τα τελευταία χρόνια, ζούμε την ελευθερία της συμπεριφοράς του πολίτη. Φωνάζεις ό,τι θέλεις, τραγουδάς ό,τι θέλεις. Έχουμε μια ελευθερία, κάνουμε ό,τι θέλουμε. Εγώ κάνω την ταινία που θα μου καπνίσει και κανείς δεν μιλάει. Εγώ νομίζω ότι όλοι είμαστε αντιεξουσιαστές. Ο κόσμος που κατεβαίνει στους δρόμους τι είναι νομίζεις; Εξουσία ασκούν οι πολλοί, συγκεκριμένοι, επώνυμοι μάγκες. Ούτε καν οι 300 βουλευτές. Οι 50 ασκούν εξουσία.

Οι ωραιότεροι Έλληνες ζουν αυτή τη στιγμή στα υπόγεια των σπιτιών τους. Δεν ξέρουμε ποιοι είναι. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι η Ελλάδα εξαντλείται στα 300 ύποπτα, εξ ορισμού ύποπτα, πρόσωπα της Βουλής και στους συνδικαλιστές. Ποιοι είναι αυτοί που κάνουν φασαρία; Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι ένας πολιτικός και κοινωνικός πολτός.

Έχω μίσος για την Χρυσή Αυγή. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι μίσος έχω, τυφλό. Αφού θα την πατήσω κάποια ώρα και θα με βρουν στο πεζοδρόμιο και εμένα. Έχω μίσος για τον φασισμό. Τι εκπροσωπεί η Χρυσή Αυγή; Το μίσος μου για την Χρυσή Αυγή προέρχεται από εκατό αιτίες. Η βασικότερη αίτια είναι οι πρακτικές της, η βία που σέρνει μαζί της. Η Χρυσή Αυγή είναι μία συμμορία αλητών που με την ευλογία και την ψήφο του ελληνικού λαού μπήκε στη Βουλή.

Σιχάθηκα τους Ρωμιούς. Ξέρω ότι αυτό ήταν αντίδραση… Όμως, δεν φοβάμαι τη Χρυσή Αυγή, λυπάμαι τους άλλους. Λυπάμαι τους αγανακτισμένους που τους έστειλαν μέσα στη Βουλή. Στην Ισπανία οι αγανακτισμένοι αυτοχαρακτηρίστηκαν αγανακτισμένοι, αλλά κανείς δεν μίλησε για φασισμό.

Σπάνια βλέπω γύρω μου ευτυχισμένα ζευγάρια. Την σχέση αρσενικού-θηλυκού, μπορεί να την συζητάμε διακόσια χρόνια! Πρόκειται για μια ευλογία θεού που ταυτόχρονα όμως μπορεί να γίνει και το μεγαλύτερο μαρτύριο, μια αληθινή κόλαση. Όσον αφορά στον γάμο, πιστεύω πως η αίσθηση της δέσμευσης δημιουργεί το μεγαλύτερο κακό. Το αίτημα άλλωστε για ελευθερία των λαών, ξεκινάει από το αίτημα για ελευθερία των ανθρώπων.

Αποσπάσματα από συνεντεύξεις του στην Κατερίνα Παπαγεωργίου, την Εύα Κακλειδάκη, τον Φιλελεύθερο της Κύπρου και τη Lifo 

 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v