Ληρ εναντίον Ληρ: Ποια από τις δύο παραστάσεις να δεις και γιατί

Περάσαμε 8 ώρες με τους δύο Ληρ της Αθήνας και επιζήσαμε για να σε διαφωτίσουμε: Να πας στον Ληρ του Λιβαθινού, ή του Χουβαρδά;

Ληρ εναντίον Ληρ: Ποια από τις δύο παραστάσεις να δεις και γιατί

Πριν από λίγες μέρες, ο βρετανικός θεατρικός κόσμος κλονίστηκε συθέμελα από την κατά τα λεγόμενα «επική γκάφα» δύο μεγάλων θεάτρων του Λονδίνου να ανακοινώσουν σχεδόν ταυτόχρονα, με διαφορά μισής ώρας μεταξύ τους, δύο ανεβάσματα του Οιδίποδα. Ο Guardian, μάλιστα, έβγαλε την είδηση με το επικό λογοπαίγνιο “mother of all messes” στον τίτλο, παρά το γεγονός ότι οι δύο παραστάσεις δεν θα ανέβουν καν την ίδια χρονιά: Το Old Vic ανακοίνωσε την επερχόμενη παραγωγή για το 2025, ενώ το Wyndham είχε πει μισή ώρα νωρίτερα πως η δική του παράσταση, σε σκηνοθεσία του Robert Icke, που είχε αναβληθεί το 2020 λόγω της πανδημίας, θα παιχτεί τελικά φέτος.

Δεν θα πούμε ψέματα, διασκεδάσαμε ιδιαιτέρως με το σοκ των Βρετανών διαβάζοντας την είδηση καθισμένοι αναπαυτικά στο φουαγιέ ενός θεάτρου της Αθήνας. Μιας πόλης στην οποία μόνο φέτος ανεβαίνουν τρεις διαφορετικοί τσεχωφικοί Γλάροι και δύο Ληρ –που γίνονται επίσης τρεις, αν συνυπολογίσεις και μια παράσταση χορού, η οποία συνεχιζόταν από πέρυσι και μόλις κατέβηκε.

Πέρα όμως από το αστείο του πράγματος, γεγονός είναι ότι δεν υπάρχουν δύο παραστάσεις που να μοιάζουν μεταξύ τους. Ακόμα και πανομοιότυπο να ήταν το κείμενο (που σε περιπτώσεις όπως των αρχαίων τραγωδιών ή του Σαίξπηρ δεν είναι, η κάθε μετάφραση φτιάχνει ένα δικό της, ολόκληρο σύμπαν) η ραχοκοκαλιά μιας παράστασης δεν είναι το κείμενο. Η σκηνοθεσία είναι. Για να μην το πάμε ακόμα πιο μακριά, και πούμε πως λίγοι ενήλικες άνθρωποι βλέπουν τον Ληρ ή τον Οιδίποδα για την πλοκή –ακόμα και ελάχιστη επαφή με το θέατρο να έχεις, οι ιστορίες και των δυο τους είναι εγγεγραμμένες στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας.

Με αυτά κατά νου, κλείσαμε ένα γεμάτο 8ωρο βλέποντας τις δύο παραστάσεις, στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας όπου ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί την Μπέτυ Αρβανίτη ως Βασιλιά Ληρ, και στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού, όπου ο Γιάννης Χουβαρδάς στήνει έναν δικό του ληρ-ικό κόσμο (συγνώμη για το λογοπαίγνιο, δεν κρατηθήκαμε). Αν δεν σου βγαίνουν τα μαθηματικά, να βοηθήσουμε: Δύο ώρες η πρώτη παράσταση, τρεις η δεύτερη, την οποία όμως είδαμε δύο φορές, γιατί όπως σίγουρα πήρε το αυτί σου, άλλαξε πρωταγωνιστή μετά την αιφνίδια αποχώρηση του Λεωνίδα Κακούρη.

Και όλα αυτά για να σου φτιάξουμε αυτόν τον μικρό αλλά κατατοπιστικό οδηγό, με όλα όσα χρειάζεται να ξέρεις για την καθεμία, και να διαλέξεις ποια θα δεις ανάλογα με τα γούστα σου –εντάξει, και για να μη μείνεις έξω από τις θεατρο-συζητήσεις που θα λένε μια δεκαετία μετά για «εκείνη τη χρονιά που ανέβαιναν ταυτόχρονα δύο Ληρ στην Αθήνα».

Ο Βασιλιάς Ληρ στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας…

- Είναι η διασκευή του Στρατή Πασχάλη, από την οποία λείπουν εντελώς κάποια πρόσωπα του έργου –συγκεκριμένα οι δύο γαμπροί του Ληρ, δούκας του Όλμπανι και δούκας της Κορνουάλης– και άλλα έχουν συμπτυχθεί σε ένα: ο Κεντ, αντί για Κάιο, μεταμφιέζεται σε Τρελό.

- Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι από το έργο λείπουν κάποιες σημαντικές σκηνές, πράγμα που μειώνει τη διάρκεια της παράστασης από τρεις περίπου ώρες που είναι κανονικά, σε κάτι λιγότερο από δύο. Σημαίνει επίσης ότι, αν δεν έχεις ξαναδεί Ληρ, το νόημα του έργου δεν θα σου είναι πολύ ξεκάθαρο.

- Έχει, ωστόσο, μία δυνατή ερμηνεία από την Μπέτυ Αρβανίτη, που φέρνει τον Βασιλιά Ληρ σε ένα συγκινητικά ανθρώπινο επίπεδο, περισσότερο αντιμέτωπο με την φθορά του χρόνου και τον τρόμο των γηρατειών απ’ ό,τι συνήθως.

- Προτείνει μια συγκεκριμένη ανάγνωση, βασισμένη πάνω σε αυτή την ερμηνευτική προσέγγιση, που είναι σίγουρα ενδιαφέρουσα –ειδικά αν συνυπολογίσεις το γεγονός ότι υπάρχουν σχεδόν τόσες πιθανές αναγνώσεις του Ληρ όσοι και σκηνοθέτες ανά τους αιώνες.

- Είναι εν πολλοίς παραδοσιακό θέατρο, χωρίς πολλά τεχνικά ή σκηνοθετικά τεχνάσματα, που επικεντρώνεται στις (καλές) ερμηνείες των ηθοποιών και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις επί σκηνής.

- Είναι παράσταση μεστή, με ρυθμό που δεν θα σε αφήσει να λοξοκοιτάξεις στιγμή, παρά το γεγονός ότι η κατά κανόνα πληθωρική σκηνοθετική ματιά του Στάθη Λιβαθινού μοιάζει να στριμώχνεται και να ασφυκτιά σε χώρους σχετικά μικρούς, όπως αυτός του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας.

Ο Βασιλιάς Ληρ στο Εθνικό Θέατρο…

- Ανεβαίνει στη μετάφραση του Διονύση Καψάλη, έχει όλα τα πρόσωπα του έργου επί σκηνής, και δεν του λείπουν σκηνές.

- Προτείνει επίσης μία πολύ συγκεκριμένη, πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά και πολύ ρηξικέλευθη ανάγνωση του έργου, η οποία τελικά βγάζει τον ίδιο τον Ληρ από το προσκήνιο και εστιάζει στον κόσμο που τον έπλασε. Μιλά για την πατριαρχία, το οργανωμένο έγκλημα, τις σχέσεις συνεξάρτησης, και φωτίζει το σαιξπηρικό κείμενο με μια ματιά σχεδόν ανθρωπολογικά ψυχαναλυτική, με την οποία μπορεί να συμφωνήσεις ενθουσιωδώς, ή να διαφωνήσεις όσο θέλεις. Αδιάφορο/η, πάντως, πολύ δύσκολα θα σε αφήσει.

- Επικρίνεται ιδιαίτερα, τόσο για το παραπάνω, όσο και για την έντονη χρήση της κάμερας που εστιάζει στα πρόσωπα των ηθοποιών προβάλλοντας λεπτομέρειες στον τοίχο πίσω από τη σκηνή, και επιχειρώντας να διερευνήσει –όπως έχει δηλώσει ο σκηνοθέτης, Γιάννης Χουβαρδάς– τα όρια μεταξύ θεάτρου και κινηματογράφου.

- Όρια τα οποία σε σημεία εξαφανίζονται, καθώς μέρος της δράσης εκτυλίσσεται στα παρασκήνια του θεάτρου, και εμείς το παρακολουθούμε στην οθόνη. Αυτό, σε συνδυασμό με τις αναφορές στην βρετανική μουσική σκηνή του 20ου αιώνα και τους θρύλους της (συγκεκριμένα, τον Freddie Mercury, τον Bono και τον David Bowie) ανοίγει έναν πολύ γόνιμο διάλογο που διατρέχει τρεις διαφορετικές τέχνες και τέσσερις αιώνες.

- Έχει πρωτότυπη, ζωντανή μουσική επί σκηνής, ρυθμό καταιγιστικό και ερμηνείες που λειτουργούν σαν ensemble, εξυπηρετώντας την σκηνοθετική προσέγγιση που λέγαμε παραπάνω. Ξεχωρίζει, ωστόσο, ο Μίνως Θεοχάρης στην πιο μπριόζικα απολαυστική εκδοχή του Τρελού που είδε ποτέ το ελληνικό θέατρο.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v