Συνεπιμέλεια δύο χρόνια μετά: Άλλαξε κάτι τελικά;

Έλυσε τα προβλήματα των χωρισμένων γονιών ο νόμος του 2021; Ποια είναι τα τρωτά του σημεία και εν τέλει, πώς μπορούν να ωφεληθούν πραγματικά τα παιδιά;

Συνεπιμέλεια δύο χρόνια μετά: Άλλαξε κάτι τελικά;

Δύο χρόνια μετά την ψήφιση του επίμαχου νόμου 4800/2021 ή νόμου «για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια» και αφού έχει – κάπως – κοπάσει η σκόνη από τις αντιδράσεις, αρχίζει και αχνοφαίνεται η κατάσταση όσον αφορά τις αντιδικίες των γονέων.

Η νέα νομοθεσία παρέχει και στους δύο γονείς τη δυνατότητα να συμμετέχουν εξίσου στη ζωή του παιδιού, να έχουν δηλαδή την άσκηση της επιμέλειας από κοινού, κάτι που εκ πρώτης όψης μπορεί να φαίνεται δίκαιο και ακριβές, όμως στην πράξη είναι αρκετά πολύπλοκο.

Θέλοντας να ξεδιαλύνουμε το τοπίο, μιλήσαμε με την δικηγόρο Ιωάννα Στεντούμη, εξειδικευμένη σε ζητήματα οικογενειακού δικαίου, η οποία περιέγραψε με βάση την εμπειρία της τη μέχρι τώρα κατάσταση.

«Με τον νέο νόμο εισήχθη με οριζόντιο τρόπο ο κανόνας της από κοινού και εξίσου επιμέλειας χωρίς ειδικότερη διάκριση. Οποιοσδήποτε έχει την ελάχιστη κοινωνική εμπειρία αντιλαμβάνεται πως αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει για την κάθε οικογένεια και κάθε παιδί, καθώς κάθε σχεσιακότητα εν γένει είναι διαφορετική και πρέπει να αξιολογείται ατομικά. Είμαι βέβαιη ότι πάρα πολλά άτομα γύρω μας έχουν δει γονείς βίαιους ή απλά αδιάφορους για τα παιδιά τους», αναφέρει χαρακτηριστικά, συγκρίνοντας την κατάσταση με την προ νόμου εποχή.

Όπως λέει, προηγουμένως είχε πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα ο δικαστής να αναθέσει την αποκλειστική επιμέλεια στον πιο κατάλληλο γονέα, όμως τώρα η νομική υποχρέωση είναι η από κοινού επιμέλεια, ακόμα και αν υπάρχει γονέας που είναι εντελώς ακατάλληλος ή και βίαιος, ή ακόμα και εάν το παιδί λόγω πχ αναπηρίας/ πάθησης, πρέπει για το συμφέρον του να παραμένει με ένα πρόσωπο φροντίδας, διότι οι εναλλαγές θα του προκαλέσουν ψυχοσυναισθηματική επιβάρυνση.

Το δικαστήριο μπορεί βέβαια να παρακάμψει την υποχρεωτικότητα, με βάση την υπέρτερη αρχή του συμφέροντος του παιδιού και με βάση αυτή βγαίνουν γενναίες αποφάσεις που κατανέμουν την επιμέλεια στο γονέα που είναι πιο κατάλληλος, ανάλογα και τις ειδικότερες συνθήκες ζωής του ανηλίκου.

«Δυστυχώς όμως υπάρχουν πάρα πολλές αποφάσεις που βασίζονται στο γράμμα του νόμου για από κοινού και εξίσου επιμέλεια και δεν αξιολογούν ειδικότερα την κάθε περίπτωση, με τραυματικές συνέπειες για τα παιδιά», τονίζει.

Τα «γκρίζα» σημεία του νόμου

Λόγω των παραπάνω χαρακτηριστικών, σε συνδυασμό με το ότι δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη και προστασία για θύματα βίας (η οριστική απόφαση που απαιτεί ο νόμος τα αφήνει εκτεθειμένα για περίπου μία πενταετία), υποχρεούνται πολύ συχνά μητέρες αλλά και παιδιά που έχουν υποστεί βία, να βρίσκονται σε καθημερινή επαφή με τον κακοποιητή τους.

«Γονείς βίαιοι, παραμελητικοί ή απλά πικρόχολοι για το χωρισμό, εργαλειοποιούν τα παιδιά τους μέσω των νέων διατάξεων της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, ώστε να εκδικηθούν την άλλη πλευρά, με αποτέλεσμα αφενός συνεχείς τριβές που προφανώς πληγώνουν τα παιδιά και αφετέρου να καταλήγουν στα δικαστήρια ακόμα και για να οριστεί ο/η παιδίατρος ή οι δραστηριότητες», επισημαίνει η κ. Στεντούμη και προσθέτει:

«Αυτό βέβαια μπορεί να το κάνει ο πιο ισχυρός γονέας κοινωνικά και οικονομικά, που παγκοσμίως αλλά ιδίως στη χώρα μας, είναι ο πατέρας. Η γυναίκα με βάση όλες τις έρευνες για το θέμα, είναι αυτή που θα αφήσει τη δουλειά της ή θα τη μειώσει, προκειμένου να μεγαλώσει τα παιδιά, αλλά και αυτή που κατά συντριπτικά ποσοστά ασχολείται με το νοικοκυριό και τη φροντίδα του. Επομένως είναι η πιο ευάλωτη και εκβιάζεται πολύ πιο εύκολα προκειμένου να παραιτηθεί πχ από δικαιώματα διατροφής, ώστε να γλυτώσει τις συνεχείς διαμάχες και τα δικαστήρια».

Με βάση την εμπειρία της, η ίδια έχει αντιμετωπίσει δεκάδες τέτοιες περιπτώσεις στις αίθουσες των δικαστηρίων. Τα βασικά προβλήματα από αυτήν την κατάσταση, όπως λέει, είναι η έλλειψη προστασίας των θυμάτων βίας, στα οποία ο έλεγχος και η βία συνεχίζεται μέσω των παιδιών, καθώς και η δυσλειτουργικότητα που προκύπτει, όταν το κράτος υποχρεώνει δυο ανθρώπους που αδυνατούν να συνεννοηθούν στα βασικά, να συναποφασίζουν τα πάντα και μάλιστα για ένα ανήλικο παιδί.

Συνεπιμέλεια: Δύο χρόνια μετά

Ο νόμος εφαρμόζεται ήδη δυο χρόνια και οι αποφάσεις συχνά διχάζονται. Η ίδια έχει δει να δίνεται υποχρεωτικά συνεπιμέλεια σε θηλάζοντα βρέφη που ξαφνικά αποχωρίζονται τη μητέρα τους για ολόκληρες μέρες, αλλά και εξαιρετική στάθμιση των συμφερόντων των μικρών παιδιών και σταδιακή αύξηση της επικοινωνίας του πατέρα ώστε να υπάρχει ομαλή προσαρμογή για το παιδί, κάτι που θα έπρεπε να είναι και ο στόχος.

Έχει δει σε ανήλικη που καταγγέλλει σεξουαλική κακοποίηση από τον πατέρα της, να αγνοείται η κατάθεσή της καθώς δεν υπάρχει οριστική απόφαση και να ορίζεται από κοινού επιμέλεια με τη μητέρα, αλλά και σε αντίστοιχη, άλλη περίπτωση να απαγορεύεται η επικοινωνία για να προστατευθεί το παιδί.

Εν ολίγοις, υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις και αντιφάσεις στη νομολογία και για αυτό, σύμφωνα με την ίδια, ευθύνεται ο νόμος που επιτρέπει να εισέρχονται και άλλα κριτήρια, πέραν του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού.

«Ο νόμος δεν είναι παιδοκεντρικός πια, αλλά γονεοκεντρικός», λέει χαρακτηριστικά. «Η εικόνα δεν είναι ζοφερή καθώς υπάρχουν αρκετές/οί δικαστές που γνωρίζουν να προστατεύσουν τα παιδιά, ωστόσο αποφάσεις που αμφισβητούν τον λόγο του παιδιού και κλείνουν τα μάτια στην κακοποίηση ή την αδιαφορία του ενός γονέα, είναι αρκετά απογοητευτικές».

Υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις;

Υπό ποιες προϋποθέσεις άραγε ή και διορθώσεις θα μπορούσε άραγε ο νόμος να λειτουργήσει προς όφελος των παιδιών και τον γονέων; Τι αλλαγές θα έπρεπε να γίνουν στο οικογενειακό δίκαιο για να λειτουργεί ομαλά;

«Το οικογενειακό δίκαιο όπως είναι τώρα, χρειάζεται πλήρη αναμόρφωση», απαντά σχετικά η κ. Στεντούμη. «Είναι ένας νόμος που εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους για τα παιδιά και πληθώρα επιστημονικών φορέων, ιδίως όσοι ασχολούνται με τη βία, το είχαν εντοπίσει αρκετά νωρίς, ωστόσο ο υπουργός κώφευσε. Από την εμπειρία μου σας λέω ότι χρειάζονται οικογενειακά δικαστήρια, με εξειδικευμένους/ες δικαστές, συνεπικουρούμενα από κοινωνικές/ούς λειτουργούς και ψυχολόγους, επιστήμονες που να μπορούν άμεσα να κάνουν κοινωνική έρευνα και να καταθέσουν την έκθεση τους στο δικαστήριο.

»Δεν μπορεί σε ένα κράτος που θέλει να ισχυριστεί ότι επιδιώκει δήθεν την παιδική προστασία, να μην υπάρχουν στην ουσία κοινωνικές υπηρεσίες. Υπάρχουν δύο εισαγγελείς ανηλίκων για παράδειγμα, για όλη την Αττική. Τι υπόθεση να πρώτο- βάλουν σε προτεραιότητα; Πώς θα ορίσουν κοινωνική έρευνα όταν δεν υπάρχουν επαρκείς και στελεχωμένες κοινωνικές υπηρεσίες στους δήμους; Μπορεί να γίνει καταγγελία για κακοποίηση και για μήνες να μην έχει κινηθεί τίποτα. Μπορεί να κατατίθεται μήνυση για σεξουαλική κακοποίηση από τον πατέρα και για 10 μήνες να μην έχει κληθεί σε απολογία. Όλο το σύστημα παιδικής προστασίας είναι λάθος και πλέον με το νόμο αυτόν που ψηφίστηκε, η πολιτεία εγκατέλειψε εντελώς τα θύματα βίας, αλλά και τους ευάλωτους, οικονομικά, κοινωνικά και ταξικά, γονείς».

Οι επιπτώσεις στον παιδικό ψυχισμό

Σύμφωνα με τον κ. Δημήτρη Κούκη, Παιδοψυχολόγο, κάθε παιδί δικαιούται να έχει και τους δύο γονείς παρόντες στη ζωή του, αφού σε συνθήκες συνεπιμέλειας τα παιδιά εμφανίζουν αναπτυξιακά μειωμένη ψυχική δυσφορία, υψηλότερη αυτοεκτίμηση και λιγότερο άγχος/κατάθλιψη.

Λειτουργεί όμως η εναλλασσόμενη κατοικία, όπως αυτή ορίζεται από τον νόμο του 2021 σε βάθος χρόνου; Σύμφωνα με τον ίδιο, οι συχνές αλλαγές ίσως δίνουν την αίσθηση στο παιδί, ότι του φέρονται, ως λάφυρο, που μετακινείται ανάμεσα σε δύο σπίτια ανεξέλεγκτα.

«Δίχως μία συναντίληψη των γονέων της ηλικίας, των αναγκών, της καθημερινής ρουτίνας του παιδιού τους, αναπτύσσεται σε εκείνο προοδευτικά ένα αίσθημα αβοήθητου και μία απώλεια της αίσθησης ελέγχου της ζωής του. Χρειάζεται να εστιάσουμε στην ‘ψυχική κατοικία’ του παιδιού και όχι στη δήθεν ακριβοδίκαιη δικαστική ‘μοιρασιά’ της καθημερινότητάς του, προκειμένου να κατακτηθεί η σταθερή επαφή και με τους δύο γονείς και η συστηματική συμμετοχή τους στην καθημερινότητα του», τονίζει.

Με γνώμονα αυτή τη συναντίληψη, αναφέρει, μπορεί να απαντηθεί και το ερώτημα: από ποια ηλικία και μετά οφείλει να ξεκινά η εναλλασσόμενη κατοικία με διανυκτέρευση; «Ξεκάθαρη απάντηση δεν μπορεί να υπάρξει. Η υγιής αναπτυξιακή πορεία ενός παιδιού και η υγιής σχέση γονέα – παιδιού θα πρέπει να είναι ο κανόνας και οδηγός μας. Η ευελιξία και η αμοιβαία καλή διάθεση επιλύουν τέτοια ζητήματα».

Καθίσταται όμως ωφέλιμη η συνεπιμέλεια όταν οι γονείς εξακολουθούν να έχουν συγκρουσιακή σχέση και μετά το χωρισμό τους; Σε καμία περίπτωση.

Όπως λέει, η κλινική εμπειρία δείχνει ότι η συνεπιμέλεια δεν λύνει κανένα από τα προβλήματα, που προϋπήρχαν στο γάμο ή στην απλή επιμέλεια. Δηλαδή, δύο χωρισμένοι γονείς που διατηρούν καλή συνεργασία μεταξύ τους, επιλέγουν να ακολουθήσουν ένα καθεστώς συνεπιμέλειας/ εναλλασσόμενης κατοικίας από μόνοι τους και δεν περιμένουν τον δικαστή να τους το επιβάλλει. Η συνεπιμέλεια προϋποθέτει άψογη συνεργασία και όχι συγκρούσεις, διαφορετικά δε θα ωφεληθεί το παιδί.

«Σε ψυχοσυναισθηματικό επίπεδο, οι επιπτώσεις της συνεπιμέλειας στον παιδικό ψυχισμό επηρεάζονται, όχι από τα άρθρα του οικογενειακού δικαίου, αλλά από τον τρόπο και τις αιτίες του διαζυγίου», υπογραμμίζει. «Ο χωρισμός των γονέων αποτελεί τον κυρίαρχο παράγοντα υψηλού κινδύνου για την ψυχική υγεία των παιδιών κι όχι η συνεπιμέλεια, ειδικά όταν προηγείται ή συντηρείται μια συγκρουσιακή σχέση. Το νέο μοντέλο οικογένειας θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο ευεργετικά για το παιδί, αν οι γονείς παραμερίσουν πικρίες, ματαιώσεις, απογοητεύσεις της συντροφικής τους σχέσης, που έληξε, και δεν τις μεταφέρουν στα παιδιά τους».

 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v