Τι σημαίνουν αυτές οι δύσκολες λέξεις;

Ιταμός είσαι και φαίνεσαι. Για να μην σε πιάνουν αδιάβαστο άνθρωποι με πλουσιότερο λεξιλόγιο από σένα, σου συγκεντρώσαμε 17 περίεργες λέξεις και τη σημασία τους.

Τι σημαίνουν αυτές οι δύσκολες λέξεις;

Τι κάνεις όταν ορρωδείς; Θα θυμώσεις αν σε πουν ντιλετάντη; Πώς αλλιώς λέμε την αρνησικυρία, και πότε κάνει κανείς μια αβαρία; Δεκαεπτά λέξεις της ομολογουμένως υπερβολικά πλούσιας γλώσσας μας βρίσκουν επιτέλους την εξήγησή τους.

(*) Οι ορισμοί και τα παραδείγματα προέρχονται από το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, γνωστό και ως Λεξικό Τριανταφυλλίδη.

Ορρωδώ: [Μόνο σε λόγιες εκφράσεις] δεν ορρωδεί προ (με γεν.) ή δεν ορρωδεί μπροστά σε κάτι, δε φοβάται, δε διστάζει.
Π.χ. Δεν ορρωδεί προ ουδενός / του κινδύνου. Οι δημοτικιστές δεν ορρώδησαν μπροστά σε πολυποίκιλους αντιπάλους.

Ντιλετάντης ο: Αυτός που ασχολείται ερασιτεχνικά με την τέχνη ή με τη λογοτεχνία και που ανήκει συνήθως στην ανώτερη κοινωνική τάξη
Π.χ. Ένας ντιλετάντης της λογοτεχνίας.
[Μειωτικό] Αυτός που ασχολείται με τους παραπάνω τομείς χωρίς να έχει την απαιτούμενη κατάρτιση.

Έωλος -η -ο: Κυρίως ως χαρακτηρισμός επιχειρημάτων, σοφισμάτων κτλ. που είναι ξεπερασμένα και που κατά συνέπεια δεν έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο, που είναι αβάσιμα.

Λαγαρός -ή -ό: 1. (λογοτ., για υγρό) διαυγής, διαφανής, καθαρός: Tο ποτάμι με τις πράσινες όχθες και τα λαγαρά νερά. 2. (μτφ.) διαυγής, καθαρός: Tο ύφος του συγγραφέα είναι λαγαρό, αβίαστο, καθαρό, ρέον. Λαγαρές ιδέες, ξεκάθαρες, διαυγείς.

Αρνησικυρία η: 1. το νόμιμο δικαίωμα του αρχηγού κράτους να αρνείται την επικύρωση νόμου ή αποφάσεων της νομοθετικής εξουσίας: Aπόλυτη / ανασταλτική ή αναβλητική ~, που ματαιώνει / που αναβάλλει την επικύρωση. 2. το δικαίωμα κρατών που είναι μέλη διεθνών οργανισμών να αντιτάσσονται και να ματαιώνουν αποφάσεις της πλειοψηφίας, όταν δε συμφωνούν με αυτές. Με απλά λόγια, το βέτο.

Κήνσορας ο: 1. αξιωματούχος στην αρχαία Ρώμη, που είχε ως έργο να εκτιμά την περιουσία και να ελέγχει τα ήθη των πολιτών. 2. (μτφ.) άνθρωπος που κρίνει και επικρίνει τις γνώμες και τις πράξεις των άλλων: Kήνσορες της δημόσιας ζωής.

Αβαρία η: 1.(ναυτ.) α. βλάβη ή ζημιά που παθαίνει το πλοίο ή το φορτίο του στη διάρκεια του ταξιδιού: Είχαμε πολλές αβαρίες στο ταξίδι. β. το ρίξιμο μέρους του φορτίου στη θάλασσα σε ώρα κινδύνου: Mας βρήκε φουρτούνα και κάναμε αβαρία. 2α. οποιαδήποτε ζημιά, απώλεια: Aδιαφορώ για τις οικονομικές αβαρίες. β. οποιαδήποτε υποχώρηση, μετριασμός απαιτήσεων, αξιώσεων κτλ.: Δε σου ζητώ και πολλά πράγματα· μια μικρή αβαρία κάνε.

Αβελτηρία η: διανοητική νωθρότητα, ανεπάρκεια: Ο τόπος βυθίστηκε στην αμάθεια και στην αβελτηρία.

Ρέκτης ο: δραστήριος, ενεργητικός άνθρωπος.

Ιταμός -ή -ό: που δείχνει μια προκλητική αναίδεια και περιφρόνηση: Iταμό βλέμμα/ ύφος.

Χθαμαλός -ή -ό: για έδαφος που έχει μικρό ύψος· χαμηλός: π.χ. χθαμαλός λόφος.

Οχληρός -ή -ό: ενοχλητικός.

Παλινωδώ: Αναιρώ προηγούμενους ισχυρισμούς μου· (πρβ. υπαναχωρώ): Παλινωδεί η κυβέρνηση.

Εξανδραποδίζω -ομαι: (λόγ.) 1. πουλώ κάποιον ως δούλο: Οι αιχμάλωτοι θανατώθηκαν ή εξανδραποδίστηκαν. 2. (μτφ.) αφαιρώ από κάποιον κάθε στοιχείο ηθικής προσωπικότητας και τον μετατρέπω σε άβουλο όργανό μου.

Φενάκη η: ψέμα που λέγεται για εξαπάτηση, παραπλάνηση· απάτη: Οι υποσχέσεις του / τα λόγια του αποδείχτηκαν φενάκη. Προέρχεται από το ελληνιστικό 'φενάκη' που ήταν η περούκα.

Οίηση η: αλαζονεία: Άνθρωπος ταπεινός, χωρίς οίηση. Mιλάει με πολλή οίηση.

Αλκή η: σωματική δύναμη, ευρωστία. || ψυχική δύναμη, ανδρεία.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v