Bullying: Η άσχημη πλευρά της σχολικής πραγματικότητας

Τι διαστάσεις μπορεί να πάρει το bullying στα ελληνικά σχολεία; Ειδικοί αναλύουν και αποκαλύπτουν τις πτυχές ενός από τα σημαντικότερα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα.
Bullying: Η άσχημη πλευρά της σχολικής πραγματικότητας
της Μάριελ Μπόμπα

Ο καιρός που το bullying αποτυπωνόταν μόνο σε σκηνές ξένες ταινιών αποτελεί σίγουρα μακρινό παρελθόν. Η ενδοσχολική βία, ή αλλιώς ο σχολικός εκφοβισμός, ή τραμπουκισμός, ή όπως αλλιώς μπορεί να περιγράψει κανείς το συγκεκριμένο φαινόμενο, αποτελεί απτή πραγματικότητα και μάλιστα όχι και τόσο αφανή. Ο αριθμός των περιστατικών που σημειώνονται καθημερινά, ο οποίος αυξάνεται σταδιακά με το πέρασμα των χρόνων, εφιστά σίγουρα την προσοχή όλων

Η κλινική ψυχολόγος- παιδοψυχολόγος, ψυχοθεραπεύτρια, επίτιμο μέλος της Αμερικάνικης Κοινωνίας της Ψυχολογίας PSI CHI, Μαρία Σαράντη και ο κ. Άλκης Κωνσταντίνος Τσιάντης, ψυχίατρος- ψυχοθεραπευτής, αναπληρωτής επιστημονικός υπεύθυνος της Εταιρείας Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου (Ε.Ψ.Υ.Π.Ε.) αναλύουν το φαινόμενο του bullying, καταδεικνύοντας τις αιτίες, τις συνέπειες, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους θα πρέπει να κινηθούν οι γονείς και τα παιδιά για να το αντιμετωπίσουν.
 
Τι είναι το bullying

Ο αγγλικός όρος bullying χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε μορφή βίας, ή εκφοβισμού μεταξύ συμμαθητών, τόσο στο χώρο του σχολείου, όσο και έξω από τα σύνορα του σχολικού περιβάλλοντος. Πρόκειται δηλαδή για μία συστηματική και φυσικά εσκεμμένη, επιθετική συμπεριφορά, η οποία εκδηλώνεται από έναν μαθητή, αλλά συχνά και από ομάδες μαθητών, και σκοπεύει στην πρόκληση πόνου σε συμμαθητές τους. Στις μέρες μας αποτελεί πλέον ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα με συνέπειες, οι οποίες συχνά ξεπερνούν τα όρια του σχολικού περιβάλλοντος. Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πόσο μεγάλες διαστάσεις μπορεί να πάρει ένα τέτοιο περιστατικό. Ωστόσο, η σοβαρότητα της κατάστασης φαίνεται στο μέγιστο βαθμό σε περιστατικά αυτοκτονιών εφήβων που καταγράφονται παγκοσμίως, τα οποία αποδίδονται σε τέτοιες μορφές βίας, τις οποίες οι νέοι δεν μπόρεσαν τελικά να διαχειριστούν. 

Όπως μας είπε ο κ. Τσιάντης, «η σχέση μεταξύ αυτού που εκφοβίζει και αυτού που εκφοβίζεται χαρακτηρίζεται από μία ασυμμετρία δύναμης, η οποία δεν περιγράφει μόνο σωματική υπεροχή, αλλά μπορεί να καταδεικνύει και υπεροχή σε ψυχονοητικά γνωρίσματα, σε δημοτικότητα στο σχολείο κλπ. Πρέπει δε να αναφέρουμε ότι σε περιστατικά εκφοβισμού λίγο πολύ υπάρχουν πάντα και παρατηρητές, οι οποίοι είτε παρακολουθούν σιωπηρά, είτε παρεμβαίνουν, παίρνοντας το μέρος αυτού που εκφοβίζει, ή αυτού που εκφοβίζεται. Στους παρατηρητές ανήκουν συχνά και οι ενήλικοι (γονείς-εκπαιδευτικοί) με διαφορετικές κατά περίπτωση αντιδράσεις. Καταλαβαίνει κανείς πως ο εκφοβισμός είναι ένα περίπλοκο φαινόμενο με ομαδικό χαρακτήρα που ξεφεύγει συχνά από το δίπολο θύτης-θύμα, που συνήθως αποτελεί το πλαίσιο κατανόησης του φαινομένου. Χρειάζεται στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι είναι καλό να αποφεύγονται γενικότερα οι όροι θύτης-θύμα, μιας και μπορεί να οδηγήσουν επιπλέον σε στιγματισμό και ενδεχομένως σε απομόνωση κάποιων από τους εμπλεκομένους».

Η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα

Ποια είναι τελικά η κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας; Το φαινόμενο εμφανίζεται με την ίδια συχνότητα που εμφανίζεται στο εξωτερικό και παίρνει το ίδιο σοβαρές διαστάσεις;

O κ. Τσιάντης αναφέρει ότι «πρόκειται για ένα καθημερινό πρόβλημα στα σχολεία της χώρας μας. Τα ποσοστά εκφοβισμού και θυματοποίησης στα ελληνικά σχολεία μπορεί να κυμαίνονται από 7 έως 15%. Σε απόλυτο αριθμό τα νούμερα αυτά σημαίνουν χιλιάδες παιδιά στη χώρα μας. Σύμφωνα με αναφορές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, από το 2005 και μετά το φαινόμενο παρουσιάζει αύξηση στην Ελλάδα, λόγω κοινωνικών μεταβολών, οικονομικής κρίσης κλπ.

Τα ποσοστά φαίνεται να έχουν πραγματικά ανοδική πορεία και αυτό μεταξύ άλλων σημαίνει ότι δάσκαλοι, γονείς και μαθητές καταγράφουν και καταγγέλλουν ανάλογα περιστατικά πιο εύκολα σε σύγκριση με το παρελθόν, μιας και το φαινόμενο του εκφοβισμού δεν είναι νέο για την ελληνική πραγματικότητα».

Ως προς την επικινδυνότητα των περιστατικών που σημειώνονται στη χώρα μας, είναι ενθαρρυντικό το ότι μέχρι στιγμής δεν έχουν καταγραφεί το ίδιο ακραία περιστατικά με αυτά που καταγράφονται στο εξωτερικό. «Ακραία περιστατικά βίας παρατηρούνται σίγουρα και στα ελληνικά σχολεία, αλλά όχι στον βαθμό που παρουσιάζονται σε άλλες χώρες», αναφέρει ο κ. Τσιάντης. «Στο σημείο αυτό πρέπει να διαχωριστεί η έννοια του εκφοβισμού από αυτήν της παραβατικότητας που αφορά παραβάσεις του κοινού ποινικού δικαίου», προσθέτει. «Να σημειώσουμε ότι συχνά αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι σαφής και μέσα σε ένα κλίμα σύγχυσης συχνά γονείς και εκπαιδευτικοί κάνουν λόγο για συμμορίες και παραβάτες στο δημοτικό σχολείο. Στο γυμνάσιο και στο λύκειο σαφώς τα περιστατικά βίας αν και μειώνονται σε συχνότητα εμφάνισης, μπορεί να έχουν πιο ακραία και εκρηκτικά χαρακτηριστικά και να ξεφύγουν από την έννοια του απλού εκφοβισμού».

Η ψυχολογία του παιδιού που επιτίθεται

Τι μπορεί να είναι αλήθεια αυτό που οδηγεί ένα παιδί ή έναν έφηβο να επιτίθεται σε κάποιον χωρίς αντικειμενική αιτία; Σίγουρα, πρόκειται για μια προβληματική συμπεριφορά, η οποία τις περισσότερες φορές υποκρύπτει την ύπαρξη περαιτέρω προβλημάτων στη ζωή του παιδιού.

«Στις περισσότερες περιπτώσεις, η επιθετική συμπεριφορά των παιδιών καταδεικνύει την ύπαρξη σοβαρών οικογενειακών προβλημάτων. Τα παιδιά αυτά, συχνά έχουν βιώσει τα ίδια τέτοιου είδους συμπεριφορές, για το λόγο αυτό τις περισσότερες φορές δεν αντιλαμβάνονται πως κάνουν κάτι παραβατικό. Κάποιες φορές, δέχονται βία τα ίδια ή βλέπουν περιστατικά βίας μέσα στο σπίτι τους, κατά την διάρκεια καυγάδων μεταξύ των γονιών τους», αναφέρει η κ. Σαράντη. Είναι λοιπόν προφανές, ότι αν τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα σε ένα περιβάλλον βίας, μαθαίνουν κατά κάποιον τρόπο να λειτουργούν μέσα σε αυτό, χωρίς βέβαια να μένουν ανεπηρέαστα από τα όσα βιώνουν. Στη συνέχεια αδυνατούν να προσαρμοστούν μέσα σε ένα υγιές περιβάλλον και να λειτουργήσουν ανάλογα.

«Επίσης δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και περιπτώσεις στις οποίες, το παιδί διδάσκεται κατά κάποιον τρόπο να είναι επιθετικό. Στις περιπτώσεις αυτές ο πατέρας είναι συνήθως αυτός που προβάλλει στο γιο του τέτοιου είδους συμπεριφορές ως σωστές και "ανδρικές". Το παιδί μαθαίνει έτσι από μικρή ηλικία να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο και κατά συνέπεια μεταφέρει και στο χώρο του σχολείου αυτό στο οποίο έχει πλέον συνηθίσει να επιδίδεται: τη βία», προσθέτει η κ. Σαράντη.

Οι γονείς των παιδιών που ασκούν επιθετική συμπεριφορά

Στις περιπτώσεις του bullying οι γονείς των εμπλεκόμενων παιδιών, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο για τη διευθέτηση του προβλήματος. Γενικότερα, αν και οι εμπλοκές σημειώνονται ανάμεσα σε ανήλικους, αυτό που θα λειτουργήσει καθοριστικά ως προς την τελική τους έκβαση είναι η δράση των ενηλίκων.

Τις περισσότερες φορές οι γονείς των παιδιών και των εφήβων που εκδηλώνουν επιθετική συμπεριφορά, δεν αντιλαμβάνονται πως πρόκειται για πραγματικό πρόβλημα, το οποίο χρήζει διευθέτησης. «Οι ίδιοι έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το ότι τα παιδιά τους εμφανίζουν τέτοιου είδους συμπεριφορές, ενώ συχνά αντιδρούν και εκείνοι βίαια στην καθημερινότητά τους. Αυτό ακριβώς είναι που τους εμποδίζει να αντιληφθούν την ύπαρξη του προβλήματος. Σε τέτοιες περιπτώσεις το πρέπον θα ήταν, οι γονείς να κάνουν ψυχοθεραπεία και στη συνέχεια να μπορέσουν να βοηθήσουν και το παιδί να αποβάλλει τέτοιου είδους αντιδράσεις. Κάτι τέτοιο όμως φαντάζει μάλλον ουτοπικό, αφού οι γονείς δε συνειδητοποιούν καν την ύπαρξη του προβλήματος», αναφέρει η κ. Σαράντη.

Θα έλεγε λοιπόν κανείς πως είναι απαραίτητο να βρεθεί κάποιος ενήλικας, ο οποίος θα βοηθήσει τα παιδιά που εκδηλώνουν «παραβατικές» συμπεριφορές. Κάποιες φορές μπορεί το ρόλο αυτό να αναλάβει ο ένας από τους δύο γονείς, ο οποίος συνειδητοποιεί την ύπαρξη του προβλήματος, ενώ στις περιπτώσεις που και οι δύο εμφανίζονται απαθείς, μπορεί να βοηθήσει κάποιος από το συγγενικό του περιβάλλον. Ο ενήλικας πρέπει να δώσει στο παιδί να καταλάβει πόσο λάθος είναι το να φέρεται με τέτοιο τρόπο. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από το διάλογο, αλλά και με τη βοήθεια του ειδικού, όταν κρίνεται απαραίτητο. Φυσικά όσο μικρότερο είναι το παιδί ηλικιακά, τόσο πιο εύκολο είναι να αντιμετωπιστεί η κατάσταση.

Η ψυχολογία του παιδιού που δέχεται τη βία

Πώς μπορεί να καταλάβει κανείς πως ένα παιδί έχει πέσει θύμα σχολικού εκφοβισμού; Ποια είναι τα συμπτώματα που μαρτυρούν την κακοποίηση αυτή; H κ. Μαρία Σαράντη αναφέρει πως «αυτό που μαρτυρά την ύπαρξη του προβλήματος είναι η αλλαγή στη συμπεριφορά του παιδιού, ακόμα και μέσα σε απλά καθημερινά πράγματα. Τις περισσότερες φορές τα παιδιά εμφανίζουν μια γενικότερη άρνηση προς το σχολείο και βρίσκουν διαρκώς δικαιολογίες για να το αποφύγουν. Συχνά παρατηρείται και μείωση στην απόδοση του παιδιού στις σχολικές δραστηριότητες, ή μπορεί το ίδιο να αλλάζει τη συνηθισμένη διαδρομή που ακολουθούσε πηγαίνοντας και επιστρέφοντας από το σχολείο. Γενικότερα το παιδί θα έχει μία ανησυχία, μια περαιτέρω αγωνία».

Ανάλογα με την κάθε περίπτωση, τα παιδιά άλλες φορές μιλούν και μοιράζονται με τους γονείς τους το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν, ενώ άλλες φορές σιωπούν και κλείνονται στον εαυτό τους. Το αν τελικά ένα παιδί θα μοιραστεί με τους γονείς του την ανησυχία του ή όχι εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις σχέσεις που έχει με τους γονείς του. Όπως μας είπε η κ. Σαράντη «αν τα παιδιά έχουν συνηθίσει να κουβεντιάζουν και να συζητούν με τους γονείς τους, αν υπάρχουν δηλαδή στενοί οικογενειακοί δεσμοί, αργά ή γρήγορα θα πουν στους γονείς τους αυτό που τα απασχολεί. Σε αντίθετες περιπτώσεις, τα παιδιά αποφασίζουν να περάσουν μόνα τους αυτή τη δυσκολία, χωρίς να την αναφέρουν στους γονείς τους».

Οι γονείς των παιδιών που δέχονται περιστατικά βίας

Ένα παιδί που πέφτει θύμα bullying, αισθάνεται εκτεθειμένο και ανήμπορο. Το bullying είναι πραγματική απειλή και όχι ένα παιχνίδι μεταξύ των παιδιών. Αυτό είναι κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να συνειδητοποιήσουν οι γονείς. Αν δηλαδή το παιδί αποκαλύψει πως δέχεται επίθεση ή αν οι ίδιοι αντιληφθούν κάτι τέτοιο δε θα πρέπει να το προσπεράσουν. Είναι πραγματικά μεγίστης σημασίας να δώσει ο γονιός προσοχή στο πρόβλημα του παιδιού και να μην πέσει στο τριπάκι του «παιδιά είναι… θα τσακωθούν».

«Το κλειδί εδώ, είναι η κινητοποίηση», αναφέρει η κ. Σαράντη. «Είτε το παιδί εκδηλώνει τον προβληματισμό του, είτε όχι, το σίγουρο είναι ότι χρειάζεται βοήθεια. Έχει να ανάγκη να αποκαταστήσει το αίσθημα ασφάλειας που έχει πλέον χάσει και οι γονείς είναι οι πλέον κατάλληλοι για αυτό. Θα πρέπει να σταθούν κοντά στο παιδί και να του δείξουν πως θα αντιμετωπίσουν μαζί αυτό το πρόβλημα».

Οπωσδήποτε οι γονείς θα πρέπει λοιπόν να αναφέρουν το περιστατικό βίας στο σχολείο. Αν δουν πως οι καθηγητές δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν δραστικά το θέμα, θα πρέπει οι ίδιοι να κάνουν κάτι πιο δραστικό, όπως το να απευθυνθούν στο Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων, αλλά και να επικοινωνήσουν και με την οικογένεια του παιδιού που εκδηλώνει την επιθετική συμπεριφορά. Ανάλογα με τη σοβαρότητα της κάθε περίπτωσης οι γονείς θα πρέπει να κρίνουν ποιος είναι ο πλέον κατάλληλος τρόπος για να το αντιμετωπίσουν. Σε καμία περίπτωση πάντως δε θα πρέπει να μείνουν «εκτός» και αποστασιοποιημένοι.

Bullying και διαδίκτυο

Τα Μέσα Κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία είναι πολύ δημοφιλή στα παιδιά και τους εφήβους, είναι αυτά τα οποία πολύ συχνά «μεταφέρουν» τις εκδηλώσεις βίας και εκτός σχολείου. Πολλές φορές δηλαδή, ο σχολικός εκφοβισμός περιλαμβάνει και ηλεκτρονικό εκφοβισμό.
«Η ευρεία ανάπτυξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δίνουν πρόσφορο έδαφος στην ανάπτυξη του εκφοβισμού στον κυβερνοχώρο (Cyberbullying). Ο όρος κατ’ αναλογία με το bullying αναφέρεται στις εσκεμμένες, συστηματικές και απρόκλητες επιθετικές και βίαιες συμπεριφορές, οι οποίες πραγματοποιούνται από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων μέσω της χρήσης τεχνολογικών μέσων με σκοπό να προκληθεί φόβος, ανησυχία και πόνος σε κάποιο άτομο που δεν μπορεί εύκολα να υπερασπισθεί τον εαυτό του», αναφέρει ο κ. Τσιάντης.

«Ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός περιλαμβάνει την αποστολή απειλητικού ή υβριστικού υλικού, καθώς και την δημοσίευση φωτογραφιών ή βίντεο τα οποία έχουν τραβηχτεί χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεση του ατόμου που εκφοβίζεται. Ο συνηθέστερος τρόπος είναι μέσω δημοσίευσης φωτογραφιών, σχολίων, ή ακόμα και απειλών, σε υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και μέσα σε χώρους “ηλεκτρονικής συνομιλίας”».

Φυσικά, όταν ο σχολικός εκφοβισμός παίρνει και μορφές ηλεκτρονικού εκφοβισμού, εμφανίζεται μια περαιτέρω δυσκολία στη διευθέτηση του προβλήματος, η οποία προκύπτει από το ότι είναι αδύνατο να γίνει έλεγχος των χρηστών του διαδικτύου, οι οποίοι συχνά δρουν ανώνυμα. Ο κ. Τσιάντης αναφέρει πως «Ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας και ένα απλό περιστατικό παρενόχλησης μπορεί να πάρει ταχύτατα μεγάλες διαστάσεις και να έχει σοβαρότατες συνέπειες. Επιπλέον, είναι πιο δύσκολο να γίνει επιτήρηση της χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων. Το πιο σημαντικό όπλο είναι η ενημέρωση γύρω από την ασφάλεια και τους κινδύνους της χρήσης του διαδικτύου και γενικότερα των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας. Οι γονείς οφείλουν να ενημερώνουν τα παιδιά για την σοβαρότητα του ηλεκτρονικού εκφοβισμού και τις επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει τόσο σε όσους εκφοβίζουν όσο και σε όσους εκφοβίζονται».

Το έργο της Ε.Ψ.Υ.Π.Ε.

Η Ε.Ψ.Υ.Π.Ε. υλοποιεί δράση για την πρόληψη και αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού από το 2005. Η Ειδική Επιστημονική Ομάδα συνεργάζεται με εκπαιδευτικούς, ώστε να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα πρόληψης στα σχολεία, το οποίο βασίζεται σε βιωματικές δραστηριότητες με μαθητές στην τάξη. Πραγματοποιούνται επίσης και συμβουλευτικές συναντήσεις με εκπαιδευτικούς, σχετικά με το πώς θα πρέπει οι δάσκαλοι και οι καθηγητές να διαχειρίζονται τα περιστατικά σχολικού εκφοβισμού.

Στις μονάδες της Ε.Ψ.Υ.Π.Ε περιλαμβάνεται και η Τηλεφωνική Συμβουλευτική Υπηρεσία στην οποία λειτουργούν δυο τηλεφωνικές γραμμές: Η Ευρωπαϊκή Τηλεφωνική Γραμμή Υποστήριξης (116-111), η οποία απευθύνεται σε παιδιά και εφήβους μέσω της οποίας μπορούν να επικοινωνήσουν με τους ειδικούς της γραμμής δωρεάν, είτε από σταθερό είτε από κινητό και να μιλήσουν για ζητήματα που τους αφορούν συμπεριλαμβανομένου και του εκφοβισμού. Επίσης λειτουργεί η Γραμμή Σύνδεσμος (801 801 1177) που απευθύνεται σε γονείς και εκπαιδευτικούς (με κόστος μία αστική μονάδα).

Όπως μας είπε ο κ. Τσιάντης, «σύντομα πρόκειται να λειτουργήσει ειδική τηλεφωνική γραμμή για εκπαιδευτικούς και κινητή μονάδα παρέμβασης σε κρίσιμα γεγονότα που σχετίζονται με ακραία περιστατικά βίας στο σχολείο. Η δράση αυτή θα υλοποιηθεί σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας που ήδη υλοποιεί δράσεις για αποτύπωση, μελέτη, πρόληψη και αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας».
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v