Ελληνική μυθολογία: Ιστορίες έρωτα και απιστίας

Ορφέας και Ευρυδίκη, Δίας και Ευρώπη, Ιάσονας και Μήδεια και μερικές ακόμα ιστορίες έρωτα και παράνοιας στην αρχαία Ελλάδα.
Ελληνική μυθολογία: Ιστορίες έρωτα και απιστίας
της Ηρώς Κουνάδη

Έρωτες, απιστίες, φόνοι, σκάνδαλα, εκδίκηση, ερωτικά τρίγωνα –ενίοτε και τετράγωνα– και ειδύλλια που ξεκινούν μέχρι και πολέμους. Αν μη τι άλλο, η αρχαία ελληνική μυθολογία είναι γεμάτη ενδιαφέρουσες ιστορίες έρωτα και απιστίας. Και μπορεί να μην υπάρχει μία και μόνη απόλυτη «πηγή» ελληνικής μυθολογίας, οι ιστορίες όμως που προκύπτουν αν συνδυάσεις αναφορές σε πηγές που εκτείνονται από τον Όμηρο μέχρι τον Σενέκα και από τον Ησίοδο μέχρι τις τραγωδίες του Σοφοκλή, του Αισχύλου και του Ευριπίδη, είναι απλώς απολαυστικές. Ιδού μερικές από τις πιο μεγαλειώδεις.

Ορφέας και Ευρυδίκη

Ο Ορφέας είναι γιος του βασιλιά της Θράκης Θίαγρου και της μούσας Καλλιόπης, που έχει εξαιρετικό ταλέντο στη μουσική –την οποία λέγεται ότι του έμαθε ο ίδιος ο Απόλλωνας. Ακόμα και τα αγρίμια του δάσους μαζεύονται γύρω του για να τον ακούσουν όταν παίζει μουσική, τόσο θεϊκές είναι οι μελωδίες του.

Σε μια από τις περιπλανήσεις του στο δάσος (διότι αν είσαι γιος βασιλιά και ταλαντούχος μουσικός δε χρειάζεται να δουλεύεις, μπορείς να περνάς τις μέρες σου τριγυρνώντας στο δάσος και παίζοντας μουσική) συναντά μια νύμφη, την Ευρυδίκη, με την οποία ερωτεύονται σφόδρα και θα ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα αν ένα φίδι δεν είχε βρεθεί στο διάβα τους να δαγκώσει την Ευρυδίκη κι εκείνη να πεθάνει. Απαρηγόρητος ο Ορφέας περνά μετά από αυτό τις μέρες του παίζοντας μελωδίες που κάνουν και τις πέτρες να δακρύζουν, μέχρι που οι θεοί τον λυπούνται και του επιτρέπουν να κατεβεί στον Άδη.

Εκεί, αφού μαγεύει και τον ίδιο τον Κέρβερο με τη λύρα του, καταφέρνει να περάσει τις πύλες και να φτάσει μέχρι την αυτού μεγαλειότητα τον βασιλιά-παύλα-θεό του κάτω κόσμου, γνωστό και ως Πλούτωνα. Εκείνος, αν και δεν το συνηθίζει, το συμπονά το παλληκάρι που είναι τόσο ερωτευμένο και τόσο δυστυχισμένο, και τον αφήνει να πάρει την Ευρυδίκη πίσω στη γη των ζωντανών μαζί του. Υπό έναν όρο: Εκείνος φεύγοντας θα περπατά μπροστά και η Ευρυδίκη με τον Ερμή πίσω του. Αν έστω και για μια στιγμή αμφισβητήσει τη ντομπροσύνη του Πλούτωνα και γυρίσει να τσεκάρει αν η Ευρυδίκη είναι όντως πίσω του, εκείνη θα εξαφανιστεί για πάντα. Ο Ορφέας συμφωνεί και φεύγουν.

Ο δρόμος, όμως, είναι μακρύς και πίσω του δεν ακούγεται κιχ. Άνθρωπος είναι κι ο Ορφέας, και αφού υποφέρει όλο το δρόμο σιωπηλά στο τέλος (κι όταν λέμε τέλος, εννοούμε κυριολεκτικά ένα βήμα πριν τον πάνω κόσμο) δεν καταφέρνει να αντισταθεί στον πειρασμό και γυρίζει να ρίξει μια ματιά, μια τόση δα ματιά για να βεβαιωθεί ότι η Ευρυδίκη είναι όντως πίσω του. Ήταν. Αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή εξαφανίζεται, αφήνοντας τον Ορφέα μόνο του στον κόσμο των ζωντανών να περνά την υπόλοιπη ζωή του με τις θλιμμένες μουσικές του.

Δίας και Ευρώπη

Η Ευρώπη είναι μια πανέμορφη πριγκιποπούλα από μεγάλο σόι: κόρη του Αγήνορα και της Τηλέφασσας, ηγεμόνων της Φοινίκης (του σημερινού Λίβανου, σα να λέμε) και αδελφή του Κάδμου, ο οποίος έφυγε από το πατρικό τους για να πάει να φτιάξει μια δική του πόλη που την είπε Θήβα. Μια μέρα, η νεαρή κορασίδα κατεβαίνει με τις φίλες της στην παραλία που βρέχεται από τα νερά της Μεσογείου για να παίξουν. Εκεί τη βλέπει ο Δίας, που –επιρρεπής όπως είναι– την ερωτεύεται κεραυνοβόλα.

Για κάποιο λόγο, όμως, η κοπελιά φαίνεται δύσκολη και ο τρισμέγιστος δεν πιστεύει ότι θα καταφέρει να τη ρίξει με κομπλιμέντα. Το σκέφτεται λίγο, κι αμέσως συλλαμβάνει μια καταπληκτική ιδέα: Θα μεταμορφωθεί σε ταύρο, αλλά όχι σε έναν οποιονδήποτε ταύρο –σε ένα ταύρο πανέμορφο και μυώδη, με λαμπερό τρίχωμα και γυαλιστερά κέρατα. Τον βλέπει η Ευρώπη, «μα τι ωραίος ταύρος!» σκέφτεται, πλησιάζει και τον χαϊδεύει και λίγο αφελής όπως είναι, «δεν ανεβαίνω και στη ράχη του να με πάει μια βόλτα!» λέει.

Μην πιστεύοντας πόσο καλά πηγαίνει το σχέδιό του, ο ταυροΔίας αρχίζει να τρέχει, η Ευρώπη να κλαίει αλλά να φοβάται να κατέβει μην και χτυπήσει, και κάπως έτσι φτάνουν και διασχίζουν την θάλασσα ακολουθούμενοι από Τρίτωνες και Νηρηίδες που ενθουσιάζονται από το θέαμα (δε βλέπουν και συχνά ταύρους να διασχίζουν τη θάλασσα εκεί στο νότιο Λιβυκό) και αποβιβάζονται στην Κρήτη.

Στο νησί, πια, ο Δίας είναι πια σκέτο Δίας και καθόλου ταύρος –εμφανισιακά τουλάχιστον– και η Ευρώπη λιγότερο τρομαγμένη τώρα που τον βλέπει σαν άνθρωπο, οπότε τον αφήνει να την οδηγήσει σε μια σπηλιά και να της κάνει και τρία παιδιά, τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και τον Σαρπηδόνα –που αργότερα θα γίνουν οι κριτές του Άδη, αλλά αυτό είναι από άλλο μύθο. Κάποια στιγμή, βέβαια, ο Δίας πρέπει να επιστρέψει στον Όλυμπο, γιατί θα αρχίσει και η Ήρα να εκνευρίζεται με όλα αυτά, οπότε η Ευρώπη παντρεύεται τον βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα, που υιοθετεί και τα παιδιά, και ζουν αυτοί καλά.

Ιάσονας και Μήδεια

Η απόλυτη ιστορία για τον έρωτα και τις παρανοϊκές διαστάσεις που μπορεί να πάρει, ξεκινά στην Ιωλκό, κάπου κοντά στον σημερινό Βόλο, σε ένα πλοίο που το έλεγαν Αργώ. Με αυτό ο Ιάσονας, νόμιμος διάδοχος του θρόνου της Ιωλκού, πηγαίνει στην Κολχίδα να φέρει το χρυσόμαλλο δέρας που θα του δώσει πίσω τον θρόνο από τον οποίο ο θείος Πελίας δε λέει να παραιτηθεί. Το χρυσόμαλλο δέρας, βέβαια, ανήκει στον βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, ο οποίος αναθέτει στον Θησέα δύο άθλους για να του το δώσει.

Λογαριάζει, όμως, χωρίς την κόρη του, η οποία ερωτεύεται το παλικάρι και χρησιμοποιεί τις γνώσεις της στην τέχνη της μαγείας για να τον βοηθήσει πρώτα να εκτελέσει τους άθλους, μετά να κλέψει το δέρας (γιατί ο πατέρας της αθέτησε στο μεταξύ την υπόσχεσή του) και εν συνεχεία να το σκάσει μαζί με τους Αργοναύτες. Κι αυτό συμβαίνει ενώ α. ο Αιήτης τους κυνηγά με τα δικά του πλοία και β. η Μήδεια σκοτώνει τον αδερφό της στο κατάστρωμα της Αργούς και πετά τα κομμάτια του στη θάλασσα για να καθυστερήσει τον έξαλλο μπαμπά. Και τι ζητά η κοπέλα σε αντάλλαγμα για όλα αυτά; Την αγάπη του Ιάσονα.

Γυρνούν, λοιπόν, οι δυο τους στην Ελλάδα, παντρεύονται και κάνουν δύο παιδιά, κι όλα κυλούν ωραία, μέχρι ο Ιάσονας να βαρεθεί και να αρχίσει να γλυκοκοιτάζει τη Γλαύκη, την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου, όπου έχουν στο μεταξύ μετακομίσει. Η Μήδεια, αφενός τρελή από έρωτα και ζήλεια και αφετέρου αντιμέτωπη με τον κίνδυνο να μείνει μόνη, ξένη σε ξένο τόπο (αφού δεν μπορούσε να γυρίσει στην πατρίδα της έχοντας σκοτώσει τον αδερφό της) σκοτώνει με μάγια την Γλαύκη και τον βασιλιά πατέρα της, δολοφονεί τα δύο παιδιά που είχε αποκτήσει με τον Ιάσονα και εξαφανίζεται από προσώπου γης, με ένα μαγικό άρμα ευγενική χορηγία του θεού Ήλιου.

Αγαμέμνων, Κασσάνδρα, Κλυταιμνήστρα και Αίγισθος

Πολλά ονόματα, πολλές ερωτικές ιστορίες, πολλοί φόνοι πριν και μετά συνθέτουν το έπος των Ατρειδών που –αν μας ρωτάτε– αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ψυχοδράματα της ελληνικής μυθολογίας. Συνοπτικά, λοιπόν, και αν έπρεπε να επικεντρωθούμε στους δύο μεγάλους έρωτες των τεσσάρων πρωταγωνιστών του πλαγιότιτλου, θα λέγαμε τα εξής: Ο βασιλιάς των Μυκηνών επιστρέφει από τον Τρωικό Πόλεμο σφόδρα ερωτευμένος με την Κασσάνδρα, κόρη του Πριάμου –πρώην βασιλιά της Τροίας και νυν νεκρού– την οποία έχει και το θράσος να φέρει μαζί του ως σκλάβα.

Στο παλάτι του τον περιμένει μια ούτως ή άλλως θυμωμένη σύζυγος, η Κλυταιμνήστρα, αδερφή της Ωραίας Ελένης, η οποία δεν του έχει συγχωρέσει την προ δεκαετίας θυσία (εντάξει, παρ’ ολίγον θυσία) της κόρης τους Ιφιγένειας, που (σχεδόν) έγινε προκειμένου να ξεκινήσει ο στρατηλάτης για τον πόλεμο –αλλιώς οι θεοί έλεγαν δεν θα φυσήξει άνεμος για να ξεκινήσουν τα πλοία. Η Κλυταιμνήστρα, λοιπόν, έχει ερωτευτεί στο μεταξύ τον Αίγισθο, με τον οποίο μηχανορραφεί εναντίον του ερωτοχτυπημένου με την ημίτρελη προφήτισσα συζύγου της.

Εν τω μεταξύ, η ημίτρελη προφήτισσα ζει το δικό της δράμα, καθότι αφενός την έχει πάρει σκλάβα σε ξένη χώρα ένας όχι ιδιαίτερα συμπαθής τύπος, αφετέρου κουβαλά και την κατάρα του Απόλλωνα, του οποίου τον έρωτα αρνήθηκε τότε που ήταν ακόμα ιέρεια στον ναό του στην Τροία, επικαλούμενη τον όρκο αγαμίας που είχε δώσει για να τον υπηρετεί. Ο θεός, που δεν είχε μάθει να του λένε «όχι», της χάρισε τότε τη δυνατότητα να βλέπει το μέλλον, πακέτο με την κατάρα να μην την πιστεύει ποτέ κανείς.

Αυτό το όχι ιδιαίτερα ευτυχές ερωτικό τετράγωνο καταλήγει σε ένα λουτρό αίματος. Η Κλυταιμνήστρα με τον Αίγισθο σκοτώνουν τον Αγαμέμνονα και την Κασσάνδρα, και λίγο καιρό μετά ο γιος της Κλυταιμνήστρας, Ορέστης, αποφασίζει ότι η ιδέα της αδελφής του της Ηλέκτρας (που αγαπούσε πολύ τον μπαμπά, και πήρε τον φόνο του βαριά) να σκοτώσουν τη μαμά και τον εραστή της δεν είναι και τόσο κακή τελικά.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v