Οι χειρότερες αποφάσεις της ιστορίας

Αποφάσεις που χάρισαν την μάχη (και τον πόλεμο) στον αντίπαλο, οδήγησαν τράπεζες στην πτώχευση και έβαλαν τέλος στη χρυσή εποχή του κινηματογράφου. Ιδού μερικές από τις χειρότερες αποφάσεις που λήφθηκαν όταν ο όρος “epic fail” δεν είχε ακόμη εφευρεθεί.
Οι χειρότερες αποφάσεις της ιστορίας
Το πρωί της 22ας Ιουνίου 1941, η πρώτη μεραρχία Panzer των χιτλερικών στρατευμάτων εισέβαλλε στην Σοβιετική Ένωση, αναπτυσσόμενη ταχύτατα προς τα βάθη των σοβιετικών εδαφών. Όλα πήγαν καλά –για λίγο. Η απόφαση της εισβολής στη Ρωσία, όμως, έμελλε να αποδειχθεί ένα από τα πλέον καταστροφικά στρατιωτικά ρίσκα στην Ιστορία. Οι πόροι ξοδεύτηκαν σε μια καταδικασμένη εκστρατεία, που χανόταν στις ατελείωτες και ανελέητες ρωσικές στέπες, και η οποία υπήρξε ταυτόχρονα το σημείο καμπής για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η αρχή του τέλους για τον Χίτλερ και τον Ναζισμό.

Η απόφαση ήταν καταστροφική –δεν ήταν, όμως, η μόνη. Οι καταστροφικές αποφάσεις είναι βούτυρο στο ψωμί της Ιστορίας, από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις μέχρι την επιστήμη, και από τη βιομηχανία του θεάματος μέχρι το εμπόριο. Ιδού μερικά από τα ιστορικότερα μεγαλειώδη λάθη που κάποτε, κάποιοι νόμισαν ότι υπολόγισαν σωστά.

Η χειρότερη απόφαση στην στρατιωτική Ιστορία: Ο Ναπολέων και οι (δικές του) στέπες

Ο Χίτλερ δεν ήταν ο πρώτος που ήρθε αντιμέτωπος με την ρώσικη αντίσταση και τους χειμώνες της στέπας. Δεν διδάχθηκε, όμως, πολλά από τα λάθη του Ναπολέοντα που, έχοντας κατακτήσει αήττητος το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης, μπήκε με τρία εκατομμύρια άνδρες στη Ρωσία, για να επιστρέψει μόλις με ένα. Ο ρωσικός στρατός απλά οπισθοχώρησε, και χρησιμοποίησε μικρές, ευκίνητες μονάδες για να καταπονήσει των γαλλικό στρατό και τους πόρους του. Ταυτόχρονα, η τακτική της καμένης γης άφησε στους Γάλλους ελάχιστες πιθανότητες να αναζητήσουν φαγητό στα ρωσικά εδάφη. Όταν ήρθε ο χειμώνας, οι ξακουστοί στρατιώτες του Ναπολέοντα πέθαναν από την πείνα και τα κρυοπαγήματα.

Η χειρότερη απόφαση στην ιστορία του marketing: Η Hoover και τα αεροπορικά της εισιτήρια



Το 1992, η βρετανική κατασκευάστρια εταιρεία των πασίγνωστων ηλεκτρικών σκουπών, είχε την φαεινή ιδέα της εξής μεγαλειώδους καμπάνιας: με κάθε αγορά προϊόντων Hoover αξίας 100 λιρών ή παραπάνω, ο καταναλωτής κέρδιζε αυτομάτως –χωρίς κλήρωση– ένα αεροπορικό εισιτήριο. Φυσικά, δεδομένου ότι τα αεροπορικά εισιτήρια κόστιζαν τότε πολύ παραπάνω από 100 λίρες, κάθε Βρετανός που ήθελε να πεταχτεί μέχρι τη Ρώμη ή τη Βιέννη, πήγαινε απλά και αγόραζε μια ηλεκτρική σκούπα –άσχετα αν τη χρειαζόταν ή όχι. Μπορείτε να μαντέψετε την συνέχεια; Η εταιρεία κάποια στιγμή έφτασε να αδυνατεί να καλύψει τα εκατομμύρια των αεροπορικών εισιτηρίων, οι δυσαρεστημένοι πελάτες την πήγαν στα δικαστήρια, όλες οι αποφάσεις βγήκαν εναντίον της, και ο απολογισμός της ζημιάς άγγιξε τα πενήντα εκατομμύρια λίρες. Η εταιρεία εξαγοράστηκε από τον Ιταλό ανταγωνιστή, Candy.

Η χειρότερη απόφαση στην ιστορία του θεάματος: Ο Dick Rowe και οι Beatles

 
Ο Dick Rowe ήταν επικεφαλής του τμήματος εύρεσης νέων ταλέντων στην Decca Records του Λονδίνου όταν, το 1962, μία τετραμελής μπάντα από το Λίβερπουλ έκανε την πρώτη της οντισιόν στα στούντιο της εταιρείας. «Δεν θα μασήσω τα λόγια μου, κύριε Epstein. Δεν μας αρέσει ο ήχος των αγοριών σας. Τα group δεν είναι πια στη μόδα. Και ιδιαίτερα τα τετραμελή γκρουπ με κιθάρες είναι παρελθόν» είπε στον μάνατζερ του συγκροτήματος που θα γραφόταν, λίγο καιρό αργότερα, με χρυσά γράμματα στο πάνθεον της μουσικής.

Η χειρότερη απόφαση στην ιστορία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων: Η Barings Bank και ο Nick Leeson



Η Barings ήταν, μέχρι τη θεαματική πτώχευση που σόκαρε τον πλανήτη το 1995, η παλαιότερη τράπεζα επενδύσεων του Ηνωμένου Βασιλείου και ένα ευυπόληπτο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Κατέρρευσε εξαιτίας της απόφασής της να αφήσει τον Nick Leeson, έναν χρηματιστή στη Σιγκαπούρη, να κάνει βασικά ό,τι ήθελε. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο Leeson άρχισε να κάνει μη εξουσιοδοτημένες κερδοσκοπικές συναλλαγές, οι οποίες αρχικά απέφεραν κέρδος, αλλά στη συνέχεια άρχισαν να συσσωρεύουν χρέη. Η αυτονομία που η τράπεζα είχε απλόχερα παραχωρήσει στον Leeson του επέτρεπε να κρύβει τις συσσωρευμένες ζημιές, μέχρι που ήταν πολύ αργά. Κι όταν μιλάμε για συσσώρευση, δεν υπερβάλλουμε καθόλου: τα δύο εκατομμύρια λίρες του 1992 έγιναν 827 εκατομμύρια το 1995, όταν η τράπεζα χρεοκόπησε. Ο Leeson είχε, βέβαια, ήδη φύγει από την χώρα, αφήνοντας σημείωμα στο οποίο έγραφε «λυπάμαι». Αργότερα συνελήφθη και φυλακίστηκε.

Η χειρότερη απόφαση στην ιστορία του εμπορίου: Ο William Orton και μια νέα εφεύρεση

Ο William Orton ήταν πρόεδρος της Western Union Telegraph Company όταν, το 1876, του έγινε από κάποιον κύριο Graham Bell η πρόταση να αγοράσει μια ενδιαφέρουσα εφεύρεση, στην τιμή των 100.000 δολαρίων. «Κύριε Bell» έγραψε ο Πρόεδρος στον εφευρέτη, «μετά από ενδελεχή μελέτη της εφεύρεσής σας, η οποία είναι βέβαια ένας πολύ ενδιαφέρον νεωτερισμός, καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως δεν έχει εμπορικές προοπτικές… Σε τι θα μπορούσε να χρησιμεύσει ένα ηλεκτρικό παιχνίδι για την εταιρεία μας;». Η εφεύρεση που ο Orton θα μπορούσε να είχε αποκτήσει για εκατό χιλιάδες δολάρια, αποδείχθηκε η πλέον κερδοφόρα πατέντα όλων των εποχών.

Η χειρότερη απόφαση στην ιστορία του κινηματογράφου: Η United Artists και η Πύλη του Παραδείσου



Πολλές ταινίες αποτυγχάνουν να βγάλουν τα λεφτά τους. Η Πύλη του Παραδείσου απλά ήταν η αποτυχία που οδήγησε την United Artists στα όρια της χρεοκοπίας και την χρυσή εποχή του κινηματογράφου των 70s στο τέλος της. Η ρίζα του κακού μπορεί να αναζητηθεί στην απόφαση της UA να αφήσει τον σκηνοθέτη Michael Cimino ελεύθερο να κυνηγήσει τα ακριβά του όνειρα. Ο προϋπολογισμός της ταινίας ήταν έντεκα εκατομμύρια δολάρια. Όταν ο Cimino σταμάτησε να γυρίζει και να ξαναγυρίζει τις επικές σκηνές του western του, 44 εκατομμύρια δολάρια έλειπαν από τα ταμεία της εταιρείας. Τρία εκατομμύρια εξ αυτών γύρισαν πίσω, ως οι εισπράξεις της ταινίας στο box office. Το Heaven’s Gate παραμένει η διαβόητη αποτυχία που παρ’ ολίγον να κλείσει την United Artists και που οδήγησε τα στούντιο σε αυστηρότερους ελέγχους επί της παραγωγής των ταινιών. Και κάπως έτσι, η δεκαετία που μας άφησε τον Ελαφοκυνηγό, τον Νονό και τον Ταξιτζή, έδωσε τη θέση της στη δεκαετία που μας άφησε το Top Gun, το Brat Pack και τη Γαλάζια Λίμνη.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v