5 πασίγνωστες βρισιές… και από πού προήλθαν

Τι είναι το φελέκι, και τι κάνω όταν σιχτιρίζω; Μικρή ετυμολογική ιστορία μερικών πασίγνωστων… ύβρεων που χρησιμοποιούμε καθημερινά.
5 πασίγνωστες βρισιές… και από πού προήλθαν
Τις ξέρεις, τις χρησιμοποιείς, τις ακούς καθημερινά… Δεν έχεις όμως αναρωτηθεί ποτέ τι σημαίνουν. Ποτέ μέχρι τώρα, δηλαδή. Γιατί τώρα είμαστε εμείς εδώ, να απαντήσουμε στη σημαντικότερη απορία που δεν ήξερες πως είχες.

$#%@ το φελέκι μου: Όπως διαβάζουμε στο αγαπημένο γλωσσολογικό μπλογκ του Νίκου Σαραντάκου, felek είναι στα τούρκικα η τύχη, λέξη που με τη σειρά της προέρχεται από το αραβικό falak, που είναι η ουράνια σφαίρα –η οποία καθορίζει την τύχη μας, όπως θα σου πουν όσοι ασχολούνται με την αστρολογία. Οπότε όταν λες «το φελέκι μου μέσα», αυτό που λες είναι μια άλλη βερσιόν του «$#%@ την τύχη μου».

Μαλάκας: Τόσο συνηθισμένη που οριακά δεν είναι πια βρισιά (ή εντάξει, εξαρτάται σε ποιον και με τι ύφος το λες) η πρώτη λέξη που μαθαίνουν οι επισκέπτες της Ελλάδας προέρχεται, σύμφωνα με τον Νίκο Σαραντάκο, από το μεσαιωνικό «η μαλάκα», η μαλάκυνση δηλαδή. Αυτή με τη σειρά της προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά (φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας, σου θυμίζει κάτι;) όπου η μαλακία είναι «η ηθική αδυναμία, η νωθρότητα, η εκθήλυνση επίσης, ενώ στους ελληνιστικούς χρόνους παίρνει και τη σημασία της παθητικής ομοφυλοφιλίας. Στα μεσαιωνικά χρόνια, μαλακία είναι η εξασθένιση, αλλά παίρνει και τη σημασία «αυνανισμός».

Πούστης: Πέρασε από το πέρσικο posht που σημαίνει πίσω και κατ' επέκταση πισινός, στα τούρκικα ως puşt, βαριά βρισιά αντίστοιχη με το αγγλικό asshole, και από εκεί στα ελληνικά με τη γνωστή σημασία. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως στα τούρκικα δεν χρησιμοποιείται ως βρισιά που απευθύνεται σε, ή χρησιμοποιείται για να περιγράψει ομοφυλόφιλους άνδρες –όπως ούτε και το αγγλικό asshole.

Σιχτίρ: Αρκετά λάιτ για τα ελληνικά δεδομένα, το σιχτίρ/ άει σιχτίρ/ σιχτιρίζω προέρχεται από το τουρκικό ρήμα siktirmek που θα πει γαμιέμαι, το οποίο πέρασε στα πέρσικα από τους Αζέρους ως siktir, και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα σε περιοχές του Ιράν, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος των άλλοτε οθωμανικών Βαλκανίων ως «ξεκουμπίσου», «φύγε» ή ένα πολύ λάιτ «αg@μήσου».

Τσόκαρο: Γυναίκα κακής αγωγής και διαγωγής, που προέρχεται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, σύμφωνα με το λεξικό του Τριανταφυλλίδη. Ο Νίκος Σαραντάκος εξηγεί πως η λέξη μας έρχεται από το βενετικό zocaro, που είναι το πέδιλο με την ξύλινη σόλα, κι αυτό με τη σειρά του από το λατινικό socculus, υποκοριστικό του soccus, ένα ελαφρό χαμηλό υπόδημα που φορούσαν οι ηθοποιοί της κωμωδίας.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v