Οι πικάντικες ιστορίες του Δωδεκάθεου

Οι θεοί της ελληνικής μυθολογίας δεν κάθονταν να φτιάχνουν ανθρώπους. Είχαν σημαντικότερα πράγματα να κάνουν. Σεξ, ας πούμε.
Οι πικάντικες ιστορίες του Δωδεκάθεου
Ο Δίας και η Ευρώπη

Ο πατέρας των θεών ήταν ως γνωστόν μπερμπάντης, κι ας ορκιζόταν στο στεφάνι του την Ήρα κάθε φορά που τον έπιανε στα πράσα πως μόνο εκείνη αγαπούσε και όλα τα άλλα ήταν τζαστ σεξ. Μια μέρα που λες, εκεί που βόλταρε αμέριμνος στην Ανατολική Μεσόγειο, βλέπει την κόρη του βασιλιά της Φοινίκης (αυτού με το αλφάβητο) να παίζει αμέριμνη με τις φίλες της στην ακροθαλασσιά, και την ερωτεύεται σφόδρα.

Τι να κάνει, τι να κάνει, δεν πας έτσι εύκολα σε κοριτσοπαρέα να πεις "Ιάσο Κόκλα", θα μεταμορφωθώ σε ταύρο, σου λέει. Ταύρο εύρωστο, μαύρο και γυαλιστερό, τον βλέπει η πιτσιρίκα που την έλεγαν Ευρώπη, πάει τον χαϊδεύει, χαρούλες ο ταύρος, δεν ανεβαίνω και πάνω του να με πάει μια βόλτα; σκέφτεται η μικρή. Και δίνει μια ο Δίας-ταύρος και αρχίζει να τρέχει και να διασχίζει τις θάλασσες, με την Ευρώπη πάνω του τρομοκρατημένη, να μην τολμάει να πηδήξει μην και σκοτωθεί, και ένα τσούρμο από Τρίτωνες και Νηρηίδες να τους ακολουθούν κατά πόδας, γιατί δε βλέπεις και κάθε μέρα Ταύρους να τρέχουν στην Ανατολική Μεσόγειο φορτωμένοι βασιλοπούλες στην πλάτη.

Με τα πολλά φτάνουν στην Κρήτη, δυο τσιγάρα δρόμος, στον σημερινό Λίβανο ήταν η Φοινίκη, μπαίνουν σε μια σπηλιά, ξεμεταμορφώνεται ο Δίας από ταύρο σε άνδρα ωραιότατο, συνέρχεται και η Ευρώπη από το σοκ, του κάνει και τρία παιδιά, τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και τον Σαρπηδόνα. Οι δύο πρώτοι έγιναν κριτές του Άδη, μαζί με τον ετεροθαλή αδερφό τους τον Αιακό, ο Σαρπηδών κατέληξε Αιγύπτιος θεός και τον έχεις μάλλον ακουστά ως Σέραπι.

Ο Απόλλων και ο Υάκινθος

Ο ωραιότερος των θεών δεν άφηνε την ολύμπια ομορφιά του να πάει ανεκμετάλλευτη, σαλιάριζε διαρκώς με τους πάντες –άνδρες, γυναίκες, θεές, θνητές, μούσες, νύμφες, ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει, και γιατί όχι δηλαδή, ανύπαντρο παιδί ήταν (πράγμα σπανιότατο για τους Ολύμπιους, αν και πότε εμπόδισαν οι παντρειές τα γκομενίσματά τους, καλή ερώτηση επίσης).

Ένας από τους καμιά εξηνταριά μεγάλους του έρωτες ήταν ο Υάκινθος, νέος όμορφος και καλογυμνασμένος από τις Αμύκλες, μια πόλη κοντά στη Σπάρτη, με ιδιαίτερη έφεση στα υπαίθρια σπορ. Αυτά τον έφαγαν. Αν είχαν μείνει στο κρεβάτι να χουζουρεύουν εκείνη την αποφράδα μέρα με τον Απόλλωνα τίποτα κακό δεν θα του είχε συμβεί, αλλά όχι, λύσσαξε ο μικρός να πάνε στους αγρούς να παίξουν δισκοβολία, λες και υπήρχε ποτέ περίπτωση να κερδίσει τον Ολύμπιο στο άθλημά του.

Τους βλέπει ο Ζέφυρος χαρωπούς να πετάνε τον δίσκο και να τρέχουν με ξέπλεκες τις μπούκλες τους στα λιβάδια, δε θέλει και πολύ να γίνει το κακό. Ο Ζέφυρος, που λες: Καλό παιδί, ποτέ δεν είχε δώσει δικαιώματα, πέσαμε όλοι από τα σύννεφα. Θεός του Δυτικού Ανέμου, αεράκι απαλό, ευγενές, τον είχαμε βάλει να δροσίζει τα Ηλύσια Πεδία, κουνούπι δεν είχε πειράξει. Έλα όμως που τον Υάκινθο τον είχε ερωτευτεί σφόδρα, και άφριζε και φούντωνε που ο έρωτάς του προτιμούσε τον άλλον τον ξενέρωτο κι έτρεχε μαζί του στους αγρούς, δισκοβολίες και αηδίες. Όσο τους κοιτούσε τόσο εξοργιζόταν, του βγήκε κατά λάθος κι ένας στεναγμός (οι κακεντρεχείς λένε καθόλου κατά λάθος δεν ήταν) που άνεμος καθώς ήταν άλλαξε την πορεία του δίσκου που εκείνη ακριβώς τη στιγμή είχε πετάξει ο Φοίβος, και πάει το όμορφο κεφάλι μακριά από το ακόμα ωραιότερο σώμα του Υάκινθου. Κλάμα ο Απόλλωνας, με τα χέρια του τον έσκαψε τον τάφο του παιδιού, κι από το αίμα του νεκρού φύτρωσε λέει εκεί επάνω το λουλούδι που έχει μέχρι τώρα το όνομά του.

Ο Ποσειδώνας και η Αίθρα

Μέγας και τρανός βασιλιάς της Αθήνας, ο Αιγέας, που πολλά πολλά χρόνια αργότερα θα γίνει πέλαγος, είναι σε αυτό το σημείο της ιστορίας μας άτεκνος και απαρηγόρητος, γιατί σκέφτεται πως θα πεθάνει και θα του φάνε τα αδέρφια του τον θρόνο. Τι να κάνει, τι να κάνει, αυτό που θα έκανε κάθε απαρηγόρητος κάνει. Πάει στην Πυθία. Και η Πυθία του λέει «μη λύσεις την άκρη του ασκού, μεγάλε αρχηγέ των λαών, πριν φτάσεις στο δήμο των Αθηναίων». Τι κατάλαβες, τίποτα, κι αυτός τίποτα δεν κατάλαβε, οπότε φεύγει από εκεί και πάει στον Πιτθέα, τον βασιλιά της Τροιζηνίας, μπας κι έχει ο σοφός καμιά ιδέα.

Ο σοφός το πιάνει στον αέρα, δε λέει τίποτα όμως, στήνει γλέντι τρικούβερτο, μεθάει τον Αιγέα που βασιλιάς βασιλιάς αλλά ήτανε κομμάτι αφελής, και τον παντρεύει α λα Λας Βέγκας επιτόπου με την κόρη του την Αίθρα. Ομορφιά από τις λίγες η Αίθρα, έξυπνη, με το χιουμοράκι της, σωστή πριγκιποπούλα πελοποννήσια, ένα μόνο θεματάκι: Ήταν ήδη έγκυος. Από τον Ποσειδώνα. Μεθυσμένος όπως ήταν, βέβαια, ο Αιγέας δεν ψυλλιάστηκε τίποτα, ξυπνάει με χανγκόβερ μετά την πρώτη νύχτα του γάμου, το σκέφτεται λίγο καλύτερα, Αίθρα της λέει μάλλον βιαστήκαμε, επέμενε και ο πατέρας σου, δεν κατάλαβα γιατί, τέλος πάντων θα αφήσω το σπαθί μου και τα σανδάλια μου κάτω από αυτόν εδώ τον βράχο και αν τυχόν προκύψει κανάς γιος από τα χτεσινοβραδινά πες του να τα φορέσει και να ‘ρθει στην Αθήνα να με βρει, ναι;

Δεκάξι χρόνια αργότερα, ο Θησέας σηκώνει τον βράχο με τη δύναμη γιου του Ποσειδώνα, φοράει τα σανδάλια και μια και δυο κινάει για την Αθήνα, σκοτώνει και κάτι τύραννους στο δρόμο, ε και μετά από δω τα ξέρεις. Μινώταυρος, Αριάδνη, μαύρα πανιά, πλουφ Αιγαίο πέλαγος, βασίλειο της Αθήνας, Οιδίποδας, Κολωνός και δε συμμαζεύεται.

Ηρώ Κουνάδη

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v