Έκτορας Λυγίζος: «Με ενδιαφέρει το πιο εξωστρεφές θέατρο»

Πολύχρωμες καλλιτεχνικές δημιουργίες του εικαστικού Νίκου Αναγνωστόπουλου, ανανεωμένη διάθεση και μιαν ευχάριστη μεσημεριανή κουβέντα με τον σκηνοθέτη Έκτορα Λυγίζο, «σφράγισαν» την κυριακάτικη επίσκεψή μας στο, πλήρως ανακαινισμένο, Από Μηχανής θέατρο στο Μεταξουργείο.
της Κατερίνας Σφοντούρη

Εκεί που στεγαζόταν τα προηγούμενα χρόνια η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, συναντάμε φέτος το νεοσύστατο Οργανισμό Θεάτρου Συν, Επί (+, Χ), να μπαίνει δυναμικά στο χώρο του θεάματος και να στοχεύει στην παρουσίαση ποικίλων παραστάσεων τόσο του κλασικού όσο και του σύγχρονου ρεπερτορίου.

«Με ανοιχτά τα παρασκήνια»
Έχοντας στο βιογραφικό του πρωτότυπες δουλειές τόσο στο Αμόρε όσο και στο Σχολείον με τους «Βρυκόλακες» του Ίψεν, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών 2008, ο Έκτορας Λυγίζος σκηνοθετεί στην κεντρική σκηνή του Από Μηχανής τη «Φάρσα της οδού Γουόλγορθ».

Αν και νέος σε ηλικία, μόλις 32 χρονών, ο Έ. Λυγίζος δείχνει να πατάει γερά στη γη και να είναι σίγουρος για τις επιλογές του. Ασχολείται με ένα έργο, το οποίο όταν το διάβασε τον έκανε να γελάσει πολύ αλλά και τον συγκίνησε στην πορεία. Έχει ως κεντρικό ήρωα τον Ντίνι, έναν μεσόκοπο Ιρλανδό, ο οποίος εγκαταλείπει την Ιρλανδία προκειμένου να διαφύγει της σύλληψης μετά τον φόνο προσώπων του οικογενειακού και επαγγελματικού του περιβάλλοντος. Εγκαθίσταται σε ένα φτωχικό διαμέρισμα στο Λονδίνο, όπου εκεί μέσα υποχρεώνει τον εαυτό του και τα δύο παιδιά του, Μπλέικ και Σον, στην καθημερινή συμμετοχή σε μια παρενδυτική φάρσα, με θέμα τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν την τελευταία μέρα πριν από τη φυγή του από την Ιρλανδία.

«Μου αρέσει πολύ τα καθαρό θέατρο, και η ‘Φάρσα της οδού Γουόλγορθ’ είναι ένα παράδειγμα πολύ καθαρού θεάτρου. Δηλαδή πέρα από το ενδιαφέρον το θεματικό και για το μεταναστευτικό, και για τα κοινωνικά και για όλο αυτό το μπεκετικό, του τι κάνουμε και πώς περνάμε τη μέρα μας κτλ, έχει ένα πολύ θεατρικό ενδιαφέρον, που είναι αυτό το θέατρο μες το θέατρο. Ο θεατής παρακολουθεί ουσιαστικά δύο παραστάσεις κι επίσης παρακολουθεί και τη διαδικασία δημιουργίας μιας παράστασης. Είναι σα να βλέπει ένα θέατρο «γυμνό», δηλαδή με ανοιχτά τα παρασκήνια».

«Απαιτητικοί και ωραίοι ρόλοι»
Ένα έργο όμως τόσο «γυμνό» θεατρικά, δεν μπορεί παρά να απαιτεί σωστούς χειρισμούς τόσο από τον σκηνοθέτη όσο και από τους ηθοποιούς. «Σκέφτηκα ότι είναι ένα έργο πάρα πολύ γοητευτικό για τους ηθοποιούς. Δηλαδή ότι θα τους κινητοποιούσε πάρα πολύ, διότι οι ρόλοι είναι πολύ απαιτητικοί και ωραίοι, πράγμα το οποίο κι έγινε».

Ο Έ. Λυγίζος μάς μιλά για τα μπεκετικά στοιχεία που παρατηρεί στο έργο, αφού ο πρωταγωνιστής, ο Ντίνι, «επιμένει πάρα πολύ στο να επαναλαμβάνει μια πολύ συγκεκριμένη ρουτίνα. Ρουτίνα, πέρα από την αρνητική χρειά που έχει, στα ελληνικά, έχει κάτι πολύ συγκεκριμένο στα αγγλικά, που είναι τα βήματα -ας πούμε- του χορευτή, ή οι συγκεκριμένες ασκήσεις ενός αθλητή. Και δεν είναι κάτι το οποίο εγώ το υποτιμώ, είναι απαραίτητο στη ζωή μας να ζούμε με ρουτίνες. Είναι πολύ δύσκολο να ζήσεις εκτός ρουτίνας.».

Μπορεί να είναι για τον Ντίνι λύτρωση αυτή η επανάληψη του δράματος που βιώνουν τα παιδιά; «Ναι, είναι λύτρωση για τον Ντίνι. Είναι σίγουρος ότι όλο αυτό το πράγμα θα διαλυθεί και στο τελευταίο εικοσάλεπτο αφήνεται σε αυτό. Για εμένα αυτό είναι από τα πιο συγκινητικά σημεία του έργου. Ξέρει ότι έρχεται το μαχαίρι επάνω του κι αυτός απλώς θέλει να τελειώσει την παράσταση».

Πώς επιλέγει όμως τους κατάλληλους ηθοποιούς για τις παραστάσεις του; «Το πρώτο που κοιτάζω πολύ σε έναν ηθοποιό είναι η τεχνική του. Είναι σημαντική γιατί είναι αυτή που επιτρέπει στον ηθοποιό πάνω στη σκηνή να νοιώσει ελεύθερος και να μην έχει βασικές ανασφάλειες του τύπου αν ακούγομαι ή αν μπορώ να κουνήσω καλά το σώμα μου. Ακόμη, υπάρχει μια παραπάνω δυσκολία για τον ηθοποιό σε σχέση με τους άλλους καλλιτέχνες. Έχει την υποχρέωση αυτό που εσύ βλέπεις καθημερινά και το έχεις συνδυάσει με πολύ ρεαλιστικές κινήσεις να του δώσει και μια δεύτερη λειτουργία πάνω στη σκηνή, να παράγει δηλαδή ένα νόημα. Ένα άλλο πράγμα είναι η προσωπική γοητεία που σου ασκεί κάθε ηθοποιός. Δηλαδή με άλλους αισθάνεσαι ότι ταιριάζεις περισσότερο, με άλλους λιγότερο».

«Με ενδιαφέρει το ‘οικογενειακό’ του θεάτρου»
Αν και βραβευμένος μικρομηκάς, ο Έ. Λυγίζος ψηφίζει θέατρο. «Είναι ένας τρόπος ζωής που με ενδιαφέρει περισσότερο από το σινεμά. Με ενδιαφέρει αυτό το πολύ οικογενειακό του θεάτρου, που κλείνεσαι σε ένα χώρο με συγκεκριμένους ανθρώπους που για τους τρεις αυτούς μήνες γίνονται οικογένειά σου και μετά πας και βρίσκεις μιαν άλλη οικογένεια. Δεν με εξιτάρει και πολύ αυτή η αδρεναλίνη του σινεμά, του τύπου σήμερα πρέπει να το κάνουμε και πρέπει να βγει καλό. Δεν μου λέει κάτι. Με ενδιαφέρει πιο πολύ αυτό του θεάτρου, που κάθε μέρα βελτιώνεται».

Όσο για το είδος θεάτρου που προτιμά, σίγουρα στην παρούσα φάση δεν τον εκφράζει το πολύ εσωτερικό παίξιμο. «Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το πιο εξωστρεφές θέατρο. Δηλαδή, σχεδόν το γκροτέσκ. Νομίζω ότι αυτό το είδος των πολύ χοντροκομμένων, είτε κωμωδιών είτε δραμάτων, μπορεί να μιλήσει πολύ άμεσα για το ανθρώπινο αδιέξοδο, την υποκρισία, ή την εξουσιομανία. Στην χοντροκομμένη κωμωδία ο άνθρωπος πεινάει και θέλει να φάει κι από εκεί προκύπτει το κωμικό. Δεν υπάρχει εκλογίκευση».

«Ευτυχισμένες μέρες»
Αν και δεν αποκλείει τον χώρο της τηλεόρασης, ο νεαρός σκηνοθέτης δεν δείχνει να ενθουσιάζεται από τα σενάρια που έχουν πέσει μέχρι σήμερα στα χέρια του. Αντίθετα, στο θέατρο δεν θα αρκεστεί φέτος στη «Φάρσα της οδού Γουόλγορθ» αλλά από τον Μάιο θα τον ξανασυναντήσουμε παρέα με τη Μίνα Αδαμάκη στο θέατρο Χώρα, στις «Ευτυχισμένες Μέρες» του Μπέκετ.

INFO: Η Φάρσα της οδού Γουόλγορθ του Έντα Γουόλς
Θέατρο Από Μηχανής: Ακαδήμου 13, Κεραμεικός. Τηλ: 210-5237297
Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 21:00, Κυριακή 19:00
Τιμές εισιτηρίων: 20 €, 14 € φοιτητικό
Έως 22 Φεβρουαρίου 2009
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v