Βασιλική Καρακώστα: "Δεν καταλαβαίνω τι θα πει έντεχνο"

Την ανακάλυψε ο Σαββόπουλος, τη στήριξε στη συνέχεια και ο Νίκος Πορτοκάλογλου. Ένα από τα πλέον ελπιδοφόρα ταλέντα της νέας ελληνικής σκηνής μιλά στο in2life για την αρχή της πορείας της, τα εφόδια που χρειάζονται για να αντέξεις στο χώρο και το έντεχνο τραγούδι που χάνει την υπόστασή του.
της Φιλουμένας Ζλατάνου

Σαββόπουλος, Πορτοκάλογλου, Καλαντζόπουλος είναι τρεις εκ των όσων πίστεψαν στο ταλέντο της. Και εκείνη με φωνή που αγκαλιάζει τα τραγούδια, τόλμη και σπιρτάδα νεαρού κοριτσιού και απύθμενη όρεξη για μάθηση πήρε άριστα. Και τριγυρνά με τη «Σβούρα» της τρυπώνοντας στη συνείδηση των ακροατών. Ανήκει στη νέα γενιά και ήρθε για να μείνει. Η Βασιλική Καρακώστα μίλησε στο in2life για την αρχή της πορείας της, για την προσωπικότητα που πρέπει να έχει κανείς για να αντέξει στο χώρο, για το έντεχνο που χάνει την υπόστασή του και για πολλά ακόμη.

Ας τα πάρουμε όλα από την αρχή. Πώς ξεκίνησε αυτό το μουσικό ταξίδι για σένα;
Για τον παππού μου. Η πρώτη φορά που τραγούδησα ήταν για να κάνω τον παππού μου να με ξεχωρίσει. Τον είχα ακούσει να λέει στη γιαγιά μου ότι τόσα εγγόνια έχουμε, γιατί κανένα δεν τραγουδάει και έμαθα το «σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» από τη μητέρα μου και του το τραγουδούσα. Μετά τραγουδούσα παντού, όπου μου το ζητούσανε, στο δρόμο, σε μαγαζιά, και σιγά σιγά εξελίχτηκε σε επάγγελμα, με το οποίο δυσκολεύτηκα όταν ήρθα Αθήνα γιατί στο Βόλο ήταν πιο αθώα τα πράγματα.

Τι χρειάζεται για να ξεχωρίσει κάποιος νέος σε αυτό το χώρο;
Προσωπικότητα, ταλέντο και καλό χαρακτήρα. Αυτό θεωρώ είναι σημαντικό. Γενικά δεν πιστεύω ότι σε δέχονται εύκολα. Ένα πείσμα είναι αυτή η δουλειά και σε δοκιμάζει για το πόσο θέλεις να μείνεις και να επιμείνεις να την κάνεις.

Σε βοήθησαν άνθρωποι του χώρου;
Ναι, πάρα πολύ. Κυρίως με κουβέντα και με την έγνοια τους. Το ενδιαφέρον τους ήταν κυρίως πνευματικό και όχι υλικό. Ακόμα και η φράση του Παπάζογλου να κοιτάω τον κόσμο μες τα μάτια, ήταν μεγάλη βοήθεια για μένα. Αυτόν που θεωρώ βασικό, ειδικά όταν ήμουν στην κρίσιμη ηλικία των 20, είναι ο Σαββόπουλος.

Πώς είναι η συνεργασία για ένα νέο παιδί με τον μεγάλο Διονύση Σαββόπουλο;
Ο Σαββόπουλος είναι ένα μεγάλο και πολύ σημαντικό κεφάλαιο της ελληνικής μουσικής. Τον είχα δει στη Νέα Σμύρνη σε μια συναυλία του και φώναξα αμέσως ότι «αυτόν θέλω». Είναι μια πολυποίκιλη προσωπικότητα με πολύ προσωπική ματιά, είναι ένας άνθρωπος με πολλή ένταση, πάθος, νιότη. Είναι πολύ ζωηρό πνεύμα. Μου έδωσε χωρίς να με καπελώσει. Ένα από τα χαρακτηριστικά του είναι ότι σου δίνει τη σκηνή χωρίς να σε καλλωπίζει, όπως κάνουν κάποιοι που σου βάζουν μια ταμπέλα και σου λένε βγες. Μου έμαθε τους ποιητές. Η πρώτη δουλειά που κάναμε ήταν στο «Γιορτινό Αγώνισμα», όπου έλεγα ένα τραγούδι από την Πόλη. Καθόμουν στην κουίντα και παρατηρούσα πώς έχει στήσει όλο αυτό το πράγμα. Ήταν τρομερή εμπειρία.

Και μετά τέσσερα χρόνια με τον Πορτοκάλογλου.
Ο Νίκος με άκουσε στο «Γιορτινό Αγώνισμα». Γνωριστήκαμε και μου ζήτησε να συμμετάσχω στο δίσκο των Grande Loopa και έτσι καρποφόρησε μια δημιουργική σχέση χρόνων. Για μένα ήταν πολύ όμορφο γατί στο Βόλο τραγουδούσα τραγούδια του Νίκου και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι τον έχω δίπλα μου.

Είναι, φαντάζομαι, πολύ σημαντικό να πιστέψει κάποιος τόσο πολύ σε σένα.
Αυτό ναι, το είχα ανάγκη. Ο Νίκος έδειξε το ενδιαφέρον του και στην πράξη. Είχα ανάγκη να με πιστέψει κάποιος χωρίς να του το αποδεικνύω συνεχώς. Υπάρχει αμοιβαίος θαυμασμός με το Νίκο. Είναι μια πολύ όμορφη αρχή και ήταν και το όνειρό μου, διότι είμαι καθαρόαιμη τραγουδίστρια, ούτε γράφω ούτε συνθέτω, και με ενδιαφέρει να πάρω ένα τραγούδι και να το μεταφέρω στον κόσμο. Επιπλέον, θέλω αυτού που το έχει γράψει να ανοίξει η καρδιά του ακούγοντάς το από μένα. Αν σε όλα αυτά προσθέσεις ότι δουλεύαμε ήρεμα, χαλαρά, -και αυτό είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό του Νίκου- χωρίς deadline και μου έδειχνε τα τραγούδια του, νομίζω ότι δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα για μένα.

Και μετά βγήκε η «σβούρα». Πού σε πάει αυτή η «σβούρα»;
Το χειμώνα συζητάω με διάφορα νησιά και με Στερεά Ελλάδα, αλλά δεν είναι παγιωμένα ακόμα τα πράγματα και έχω κλείσει δύο παραστάσεις με την «Κουρελού», στις 24 Νοεμβρίου και 1 Δεκεμβρίου στο Gazarte. Εκτός από τη βασική ομάδα, το Νίκο Μέρμηγκα και τον Κώστα Τσιουλάκη, ενδέχεται να μπει άλλο ένα άτομα σε αυτόν τον πυρήνα και να συμμετάσχουν δυο εξαιρετικοί σολίστες, ο Παντελής Στόικος και ο Αντώνης Ανδρέου, που απλά είναι η δύναμη της φύσης, είναι καταπληκτικοί μουσικοί. Θα συμμετέχει ασφαλώς και ο Νίκος Πορτοκάλογλου. Θα υπογραμμίσουμε τη «Σβούρα». Το βασικό πρόγραμμα είναι βασισμένο στην ιδέα της «Κουρελούς», νονός της οποίας είναι ο Σαββόπουλος.

Μίλησε μου λίγο για την «Κουρελού».
Ενώ στο Βόλο τραγουδούσα μόνη μου σε μαγαζιά, όταν ήρθα στην Αθήνα είχα την ανάγκη να συναντηθώ με αυτούς που ξέρανε. Από πέρυσι ένιωσα την ανάγκη να βγω μόνη και να το πάρω πάνω μου. Διαμόρφωσα το πρόγραμμα, με τραγούδια που ήταν ετερόκλητα, καθώς έχω ποίκιλα ακούσματα. Οπότε έχει μέσα από την ανώνυμη δημιουργία μέχρι λαϊκά και νέο κύμα. Είναι όλη η παλέτα ηχοχρωμάτων της Ελλάδας. Τραγούδια διαφορετικά που νομίζεις ότι δεν ταιριάζουν μεταξύ τους, ότι διαφορετικοί άνθρωποι πρέπει να τα λένε, αλλά πιστεύω ότι ο καθένας έχει τον τρόπο του και εκεί αλλάζει το τραγούδι. Γι΄ αυτό ονομάστηκε «Κουρελού», από την ετυμολογία της λέξης, πολλά υφάσματα πλεγμένα μαζί, έτσι είναι και τα τραγούδια, μουσικές διαφορετικές από διαφορετικούς κόσμους και νοοτροπίες, μέσα από μια προσωπικότητα υφαίνεται μια ιστορία.

Πολλοί από τη νέα γενιά που προσμένουν μια καλλιτεχνική πορεία, γκρινιάζουν ότι τα πράγματα είναι δύσκολα, ότι ίσως τα ριάλιτι να είναι η μόνη λύση. Είσαι τελικά ό,τι ζητάς σε αυτόν το χώρο; Πρέπει να έχεις τσαμπουκά και να ζητάς ό,τι θέλεις ή πρέπει να κάνεις υποχωρήσεις και συμβιβασμούς;
Κάπου στη μέση είναι η λύση. Σπουδαίες φωνές χαθήκανε γιατί δεν ήξεραν να χειριστούν αυτό που είχαν. Αυτή η δουλειά είναι αυτοδύναμη. Πάντα πίστευα ότι αν κάποιος «τα λέει», είναι τρομερά ταλαντούχος, και χωρίς καμιά υποστήριξη πήγαινε σε μια μουσική σκηνή, κάποια στιγμή θα κινούσε το ενδιαφέρον. Όλα τα άλλα, τύπου Fame Story είναι ευκολίες. Και όταν μπαίνουμε στην ευκολία δε φροντίζουμε να έχουμε καλές αποσκευές για αυτό που κάνουμε. Και δεν ασχολούμαι, ούτε ανησυχώ όπως ανησυχούσαν πολλοί τότε που άκμαζαν όλα αυτά τα ριάλιτι και γκρίνιαζαν για το τι θα γίνει.

Πώς μπορεί κάποιος να ελέγξει τη ματαιοδοξία που πηγάζει από την αναγνωρισιμότητα;
Το θέμα είναι αν μπορεί να το στηρίξει αυτό το κοινό με τις πράξεις του, έχει τα εφόδια να φτιάξει μια παράσταση για να στηρίξει την πίστη τους; Δε θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη παράσταση του Πάνου Μουζουράκη και του Γιώργου Μυλωνά «ΠροβαΤαΚομμάτια», δυο παιδιών που έχουν σχηματιστεί πάνω στη σκηνή, που πάλεψαν για αυτό και το δούλεψαν πολύ. Αυτός που θέλει να δημιουργήσει το κοινό του είναι αναγκασμένος να το φροντίσει και να κάνει ωραία πράγματα. Και το ίδιο ισχύει και για ένα «σκυλά» ας πούμε. Έχω καταλήξει ότι τον τελευταίο καιρό το «έντεχνο» έχει χάσει το σώμα του, την ελευθερία του, έχει μείνει μόνο στο μυαλό και αν το μυαλό δεν απελευθερωθεί από το σώμα, καθώς το σώμα σε προειδοποιεί για πολλά πράγματα, φοβάσαι.

Με τις «ταμπέλες» τι σχέση έχεις;
Καμία. Σίγουρα χρειάζεται κάτι να λες για να μπορείς να συνεννοηθείς με τον άλλο, αλλά δεν καταλαβαίνω τι εννοούμε όταν λέμε «είμαι έντεχνος». Εγώ τις αποποιούμαι τις ταμπέλες με την «Κουρελού».

Πώς αντιμετωπίζεις τις εκδηλώσεις θαυμασμού του κόσμου;
Είναι πολύ όμορφο συναίσθημα. Όλοι θέλουμε να μας αγαπάνε. Επειδή μέσα μου έχω πολύ ισχυρό το αίσθημα του θαυμασμού, μου αρέσει όταν το απολαμβάνω και εγώ.

Υπάρχει όριο μεταξύ ακροατή και καλλιτέχνη;
Φυσικά. Ένα μέρος της ζωής σου σε δένει με τον κόσμο. Και δε μου αρέσει όταν για να δείξει κάποιος το θαυμασμό του προσπαθεί να μειώσει κάποιον άλλο. Δε με κολακεύει αυτό. Με ενδιαφέρει, όμως η επαφή με τον κόσμο.

Το επόμενο βήμα σου;
Τα live είναι αυτά που με ενδιαφέρουν για να μάθω τη δουλειά της σκηνής μόνη μου πια.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v