Μιχάλης Αδάμ: Ο MVP του αθηναϊκού θεάματος

Αθλητής κάποτε του μπάσκετ, ο σημερινός ιθύνων νούς του θεάτρου Badminton έβαλε την αθηναϊκή διασκέδαση στα μεγάλα σαλόνια της παγκόσμιας showbizz και έγινε ο πολυτιμότερος παίκτης του ελληνικού entertainment.
 Δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι στην Ελλάδα που μπορούν να υπερηφανεύονται ότι εισήγαγαν κάτι νέο στον τρόπο διασκέδασης.Για αυτό άλλωστε «ευθύνεται» και ο λαός μας που είναι... εξαιρετικά εφευρετικός στην πτυχή αυτή της καθημερινότητάς του. Ο Μιχάλης Αδάμ, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Badminton Theater μιλά στο In2life για το πως ξεκίνησε, τα προβλήματα που συνάντησε, για ποια πράγματα είναι υπερήφανος, αλλά και για τα μελλοντικά σχέδια της ιδιαίτερης και λαμπερής νησίδας θεάματος και πολιτισμού στο Γουδί.

συνέντευξη στον Δημήτρη Γλύστρα

Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με τον χώρο αυτό των θεαμάτων; Από ό,τι ξέρω είστε παλιός αθλητής.

Απλώς ήμουν «φαν» των θεαμάτων. Από μικρός είχα πολλούς φίλους που ήταν ηθοποιοί, που ήταν μέσα στα θέατρα. Αυτή η διαδικασία μου άρεσε πάντα. Πιυτσιρικάς ακόμη ήμουν συνέχεια στο Ανοικτό Θέατρο του Μιχαηλίδη στην Κυψέλη. Μου άρεσε όλη η διαδικασία της προετοιμασίας της παράστασης. Ήθελα να βοηθήσω, να δω τι γίνεται και τι δε γίνεται, πως γίνεται και τα λοιπά. Πάντα λοιπόν είχα σχέση με αυτά τα πράγματα, δεν είχα ασχοληθεί επαγγελματικά. Μετά βρέθηκα στη Νέα Υόρκη καταπιάστηκα με τη δημοσιογραφία, κάνοντας αρκετό ραδιόφωνο και δουλεύοντας σε εφημερίδες. Εκεί στην ουσία αρχισαν τα καλλιτεχνικά δρώμενα να γίνονται επαγγελματικό μου αντικείμενο. Θυμάμαι στα τέλη του 1980- αρχές του 1990 είχα μια εκπομπή σε ένα ραδιόφωνο- Cosmos FM λεγόταν- στη Νέα Υόρκη. Ήταν μια τρίωρη πολιτική και πολιτιστική εκπομπή κάθε Σάββατο- κάτι σαν μαγκαζίνο, μέσα από την οποία απέκτησα και διατήρησα πολλές σχέσεις με καλλιτέχνες. Επειδή εγώ είχα μόλις πάει στην Αμερική και είχα πιο πολλή σχέση με την πατρίδα από ό,τι άλλοι παραγωγοί, μου είχαν εμπιστοσύνη.

Ετσι κάποιος που μπορεί να ήθελε να δώσει μια συνέντευξη, προτιμούσε να τη δώσει σε εμένα παρά σε κάποιον άλλον. Ένιωθε εμπιστοσύνη- ότι δεν θα τον εξέθετα. Μέσα σε αυτή όλη τη διαδικασία, είχα και εγώ μια δική μου μανία με τα ρεμπέτικα. Κατά καιρούς είχα διάφορες μανίες, αλλά εκείνο τον καιρό είχα μανία με τα ρεμπέτικα. Ήταν κάποιοι ρεμπέτες που είχαν μεγαλουργήσει στην Αμερική. Μιλάω για έναν τεράστιο μουσικό θησαυρό που έχουμε και αφορά υλικό από τις αρχές του αιώνα μέχρι το ’30. Είναι ηχογραφήσεις που έγιναν που έγιναν εκεί μέχρι να κάνει την πρώτη ηχογράφηση εδώ η Columbia το ΄31 και που θα είχε χαθεί, αν δεν υπήρχαν κάποοι «τρελοί» παραγωγοί. Είχα ανακαλύψει κάποιον – έχει πεθάνει τώρα βέβαια – Τίτος Δημητριάδης λεγόταν- ο οποίος έπαιρνε ένα κασσετόφωνο της εποχής με τις τεράστιες μπομπίνες, ερχόταν εδώ στην Ελλάδα, μάθαινε ότι υπήρχε ένα κουτούκι φερ’ ειπείν στον Πειραία, και ηχογραφούσε τα τραγούδια. Τα έπαιρνε πίσω στην Αμερική και τα περνούσε σε δίσκους. Και έτσι έχουν σωθεί ένα σωρό τραγούδια. Δηλαδή υπάρχουν τραγούδια που έχουν βγει στην Αμερική το 1915 ή το 1920, γραμμένα από ανθρώπους που δεν είχαν πάει ποτέ τους στην Αμερική.

Στην τάση προστίθενταν και άλλοι ρεμπέτες που είτε τους κυνηγούσαν εδώ ως χρήστες ναρκωτικών ουσιών, είτε τους γλύκαιναν τα υψηλά μεροκάματα στην Αμερική μετανάστευσαν εκεί που φαινόταν παράδεισος. Έτσι μπόρεσα εκεί να ανακαλύψω τραγούδια της εποχής εκείνης που περιείχαν ελληνοαμερικάνικα λόγια ή όπως λέμε, greeklish. Το αποτέλεσμα ήταν η παραγωγή του cd που περιείχε το hit «γιατί γλυκό μου sweetheart;». Αυτό ήταν το 1993.

Αυτή ήταν η πρώτη ουσιαστική σας επαγγελματική ενασχόληση με το θέαμα λοιπόν...

Ναι. Εκείνη την περίοδο, περίπου το 1993- 1994, μου ζήτησε ο Μίκης Θεοδωράκης με τον οποίο είχαμε γίνει φίλοι από το τηλέφωνο, μέσω και του Κώστα Σπηλιάδη,  να τον ακολουθήσω σε μια περιοδεία που είχε σε 27 πόλεις στην Αμερική, να τον βοηθήσω στις δημόσιες σχέσεις και γενικώς να εμπλακώ με την παραγωγή. Είχαμε 150 άτομα: Ορχήστρες, χωρωδίες, τραγουδιστές. Αυτό ήταν το επόμενο βήμα. Η... χαριστική βολή είχε πάλι να κάνει με μια από τις μανίες, τους ινδιάνους, τα ρεμπέτικα, τα γκόσπελ, που σού έλεγα ότι είχα στην Αμερική. Την περίοδο λοιπόν που είχα μανία με τα γκόσπελ, πήγαινα στις εκκλησίας της Αλαμπάμα και του Χάρλεμ και άκουγα κάθε Κυριακή.

Είχα ένα φίλο εδώ στο Φεστιβάλ Αθηνών το 1995 και μου λέει «γιατί δεν κάνεις και μια πρόταση στο φεστιβάλ να φέρεις μια γκόσπελ χορωδία;». ¨εκανα λοιπόν την πρόταση να φέρουμε μια χορωδία από το Τζάκσον του Μισσισιπί συγκεκριμένα, με 150 άτομα. Αυτό το έκανα όντας εντελώς άσχετος με τη δουλειά. Η πρόταση περιελάμβανε την παρουσίαση της γκόσπελ παράστασης στην Ακρόπολη, στο Ηρώδειο. Το δέχτηκαν κι έτσι ξεκίνησε.

Θα λέγατε δηλαδή ότι όλο αυτό ξεκίνησε περισσότερο σαν χόμπυ;

Πάντα ήθελα πράγματα που μού άρεσε να τα περιγράφω στους φίλους μου. Καμιά φορά έχω την εντύπωση πως για εμένα περισσότερη σημασία έχει να περιγράφω ή να «δείχνω» κάτι που θεωρώ όμορφο σε δικούς μου ανθρώπουτς παρά να το ζω για τον εαυτό μου την ώρα που συμβαίνει. Και με το δημοσιογραφιλίκι για αυτό ασχολήθηκα. Έτσι με τα συγκροτήματα- τις παραστάσεις: Ήθελα να τα δουν και φίλοι μου. Στην ερώτησή σου η απάντηση είναι ναι. Κάπως έτσι ξεκίνησε. Σαν χόμπυ, που μετά έγινε επάγγελμα.

Και μετά από αυτή την πρώτη ενασχόληση έρχεστε στην Ελλάδα;

Όχι, όχι, δεν ήρθα στην Ελλάδα. Μετά ανέλαβα άτυπα συμβουλευτικό ρόλο. Άρχισαν δηλαδή να δίνω διάφορες ιδέες πότε στο Φεστιβάλ Αθηνών, πότε στο Μέγαρο ώστε να κάνουν κάποιες παραγωγές. Πολύ γρήγορα όμως, από το 1997 και μετά, αρχίσαμε να κάνουμε κάποια πράγματα μόνοι μας. Λέγαμε «γιατί να το πάω στο Φεστιβάλ Αθηνών ή στο Λυκαβηττό ή οπουδήποτε αλλού;. Θα κάνουμε εμείς την παραγωγή, εμείς τη διαφήμιση, εμείς όλα». Γύρω στο 1999 ξεκίνησε η συνεργασία με τα παιδιά του Half Note. Στην αρχή κάναμε τα πάντα. Μετά αρχίσαμε να επικεντρωνόμαστε σε αυτό που λέμε «μακράς διαρκείας θεάματα». Δηλαδή φέρναμε παραστάσεις στο Κολλέγιο Αθηνών, το καλοκαίρι στο Θέατρο Πέτρας, στο Θέατρο Βράχων. Παραστάσεις για έναν, για δύο μήνες.

Τι ιδιαιτερότητες θα λέγατε ότι έχουν οι παραστάσεις μακράς διαρκείας;

Αυτές οι παραστάσεις επειδή, μεταξύ άλλων, απαιτούν και πολλές ώρες στήσιμο, δεν είναι για μία ημέρα. Οι παραστάσεις στην Αθήνα ήταν πάντα για δύο ή τρεις μέρες στο Ηρώδειο ή στο Λυκαβηττό. Για αυτό και δεν έρχονταν και πολλές. Έτσι, σιγά- σιγά άρχισε να γίνεται και επιχείρηση αυτή η ιστορία. Γύρω στο 2003 και αφού κατάλαβα ότι πηγαινοερχόμουν Νέα Υόρκη- Αθήνα πολύ συχνότερα από ό,τι περίμενα, αποφασίσαμε να κάνουμε το βήμα και να έρθουμε εδώ με προοπτική να φτιάξουμε ένα χώρο, ένα θέατρο. Γιατί ήταν απολύτως αναγκαίο να έχουμε ένα χώρο για να γίνονται όλα αυτά τα πράγματα. Το πρώτο πράγμα που κάναμε πειραματικά ήταν μία τέντα στο Ρέντη που λεγόταν- αν θυμάσαι- Big Top Theater. Εκεί είχαμε φέρει πειραματικά, διάφορους καλλιτέχνες.  

Αν δεν κάνω λάθος εκεί είχα δει τους Tiger Lillies για πρώτη φορά...

Σωστά. Επί παραδείγματι και για να καταλάβεις πως δουλεύουν τα «μακράς διαρκείας θεάματα», οι Tiger Lillies που λέμε, ήταν μια επιτυχία που κάναμε για έξι εβδομάδες στο Γυάλινο. Αν αυτό το είχαμε κάνει για μία εβδομάδα, θα ήταν παταγώδης αποτυχία. Ελάχιστοι θα είχαν έρθει, θα έλεγαν τι ωραίο που ήταν και θα το περιέγραφαν στους υπόλοιπους. Από τις έξι εβδομάδες, τις δύο πρώτες εβδομάδες παρακαλούσαμε σχεδόν τον κόσμο να έρθει, και τις άλλες τέσσερεις γινόταν το αδιαχώρητο και υπήρχαν ουρές απέξω στη Συγγρού. Μετά λοιπόν το 2003 που κάναμε πειραματικά την Τέντα, ήρθε το 2004, που αναρωτιώμασταν πώς θα συνεχίσουμε.

Ψάχναμε για χώρους ανά την Αττική- στο κέντρο ήταν δύσκολο να βρεις, αφού χρειαζόμασταν αρκετά στρέμματα. Εμένα μου είχε «καρφωθεί» από την αρχή, το Μπαντμιντον. Είχε έρθει και η οικογένειά μου από τη Νέα Υόρκη και την 1η Αυγούστου είχαμε 15 εισητήρια για το Μπάντμιντον. Εγώ ως αθλητής, έπαιζα basketball. Μου αρέσουν πολύ τα σπορ και τα παρακολουθώ, αλλά το μπάντμιντον δεν το γνώριζα. Ήξερα λίγο πως παίζεται. Δεν το είχα δει ούτε στην τηλεόραση. Απλώς μου άρεσε αυτό που είχα δει στις φωτογραφίες, το είχα «σταμπάρει» και ήθελα να δω το χώρο. Κατ΄αρχήν, το location είναι πάρα πολύ καλό. Δεν είναι αυτές οι αχανείς αρένες, όπως είναι τα γήπεδα του μπάσκετ που δεν ξέρεις πώς να το συμμαζέψεις. Δεν μπορείς να κάνεις παράσταση στο στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Ήρθα λοιπόν από την πρώτη ημέρα για να δω το χώρο και μου άρεσε πάρα πολύ. Εκείνο τον καιρό κάναμε σχέδια για ένα δικό μας ακίνητο στην Κάντζα.

Μόλις όμως τελείωσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, αμέσως νοικιάσαμε το Μπάντμιντον. Και τον επόμενο χρόνο, το 2005 κάναμε εκεί το Cats χρησιμοποιώντας το θέατρο σαν αρένα. Και είχαμε τεράστια επιτυχία με 100.000 θεατές. Μετά βγήκε ο διαγωνισμός και φυσικά πήραμε μέρος. Εμείς ήμασταν που δώσαμε την ιδέα και στα Ολυμπιακά Ακίνητα να γίνει ο χώρος πολιτιστικό κέντρο, που σκεφτήκαμε ότι μπορούσε να λειτουργήσει έτσι. Και το πήραμε. Βέβαια, αποδείχτηκε στην πράξη ότι θα μας στοίχιζε τα ίδια χρήματα και το να κάναμε ένα δικό μας. Δεν περιμέναμε ούτε εμείς ότι θα στοιχίσει τόσο πολύ- πέρα από τη σύμβαση- αυτό ήταν πρόσθετο κόστος και αφορούσε τη μεταμόρφωση του χώρου σε αυτό που είχαμε σκεφτεί. Μέχρι τώρα, το κόστος έχει ανέλθει στα 15 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 10 είναι τιμολόγιο κατασκευαστικής, και άλλα πέντε είναι αυτή τη στιγμή ο εξοπλισμός. Εκτιμώντας αρχικά ότι το κόστος θα είναι γύρω στα 6-7 εκατομμύρια ευρώ, αν ξέραμε το τελικό κόστος μπορεί και να μην το κάναμε.

Το μετανιώσατε;

Όχι. Απλώς είναι εύκολο να διστάσεις να δώσεις τόσα χρήματα και να μην είναι δικό σου το ακίνητο, αλλά να έχεις απλώς την εκμετάλλευση για είκοσι πέντε χρόνια. Τώρα εκ των υστέρων, λέω ότι καλό ήταν που δεν ξέραμε το τελικό κόστος γιατί μπήκαμε σε αυτή την ιστορία και θεωρώ ότι βγήκε κάτι καλό. Νομίζω ότι αυτή η ιστορία που εξελίχθηκε σε αυτό το «family entertainment», μακροπρόθεσμα έχει μεγάλη δυναμική- κάτι που από την αρχή το πιστεύαμε και το γουστάραμε. Δεν το είχαμε ζήσει και τώρα το ζούμε. Είναι ουσιαστικά μια καινούρια «βιομηχανία» στην Ελλάδα. Μπουζούκια υπήρχαν, θέατρα υπήρχαν. Κάτι τέτοιο δεν υπήρχε. Ένα πράγμα που έχει επίσης σημασία, είναι ότι όταν ξεκινήσαμε δεν ήταν διαδεδομένες οι αγορές με πιστωτική κάρτα. Όταν ξεκινήσαμε, οι αγορές με πιστωτική ήταν σαν ποσοστό στο 3% των συνολικών, γιατί ζητούσαν παραπάνω χρήματα και πιο περίπλοκες διαδικασίες σε σχέση με τα μετρητά. Εμείς, πήραμε την πρωτοβουλία και ενσωματώσαμε στην τιμή του εισιτηρίου την πιστωτική κάρτα. Είπαμε: «Είτε αγοράζετε με πιστωτική, είτε αγοράζετε μετρητά, το ίδιο θα πληρώσετε», με αποτέλεσμα σε τρία- τέσσερα χρόνια, το 3% έχει γίνει 60%. Σε ό,τι αφορά τις αγορές μέσω internet έχουν φτάσει στο 35%.

Μια άλλη μεγάλη- ας μου επιτραπεί η έκφραση- «επανάσταση» για το χώρο, ήταν ότι αλλάξαμε τον τρόπο που γίνεται η πώληση και η προπώληση των εισιτηρίων. Στην Ελλάδα υπήρχε ένας μύθος ότι ο Έλληνας είναι "της τελευταίας στιγμής" αποκλείεται να αγοράσει νωρίτερα. Στο Cats τρεις μήνες πριν ήμασταν γεμάτοι. Αυτό αποδεικνύει και το άλλο: Δεν είμαστε διαφορετικοί από ό,τι είναι οι αλλοι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλο ένα πράγμα που τελικά δνε ήταν όπως ακριβώς έλεγαν οι προκαταλήψεις είναι αυτό που λέγαμε ότι ο κόσμος θα ήταν απρόθυμος να παρακολουθήσει παράσταση σε κλειστό χώρο το καλοκαίρι. Λάθος. Ο κόσμος προτιμά να απολαύσει μια παράσταση μέσα, με το air condition, τα σκηνικά και όλα τα αισθητικά οφέλη που παρέχει μια παράσταση εσωτερικού χώρου, παρά να πάει στο Λυκαβηττό που αν έχει αέρα θα φύγουν τα σκηνικά, αν έχει βροχή θα αναβληθεί η παράσταση κλπ.

Εχει αλλάξει και το concept των events στην Αθήνα, όμως. Βλέπουμε ότι παλιά δεν έρχονταν τέτοια θεάματα.Τώρα έρχονται. Και πολλά και σημαντικά. Τι μεσολάβησε; Είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες που «μας έβαλαν στο χάρτη»;

Δε νομίζω. Τουλάχιστον όχι στο δικό μας χώρο. Υπάρχουν κάποιοι που ασχολούνται περισσότερο με συναυλίες. Εμείς, οπως είπα, ειδικευόμαστε περισσότερο στα θεάματα μακράς διαρκείας Υπηρχαν άνθρωποι που ασχολούνταν αλλά δεν το έκαναν με αυτή τη λογική. Το έκαναν για δύο ή τρεις μέρες. Οι παραστάσεις αυτές δεν ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο. Ενδιαφέρονται να έρθουν σε κάποια αρένα ή κάποιο μεγάλο θέατρο, να παίξουν για δύο ή για δέκα εβδομάδες. Οπότε ένας λόγος είναι ότι δεν υπήρχαν τέτοιοι χώροι. Ο άλλος λόγος ήταν ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχαν εταιρίες που να δώσουν την εντύπωση στους ξένους ότι αξίζει να τις εμπιστευτούν. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο οικονομικό θέμα, αλλά γενικότερα σε θέματα οργάνωσης. Να ξέρουν δηλαδή οι ξένοι ότι αυτό που θα τους πεις, αυτό είναι.

Γιατί δυστυχώς για την Ελλάδα, έχουν την άποψη ότι θα έρθουν, θα δουν το τάδε ξενοδοχείο και τις συγκεκριμένες συνθήκες, και τελικά, την τελευταία στιγμή θα τους πεις «δεν βρήκα τελικά εδώ θα σας πάω σε ένα άλλο ξενοδοχείο που είναι δέκα χιλιόμετρα πιο έξω και τέτοια απίθανα». Εμάς μας βοήθησε ότι είχα και τη νοοτροπία της Αμερικής, όπου δεν μπορείς να παίζεις με αυτά τα πράγματα- πρέπει να ξέρεις τι θέλεις να κάνεις. Εκεί δεν το συζητούσαν: Όταν έκανες μια δουλειά έπρεπε να την κάνεις καλά. Δεν μπορούσες να πεις «εγώ δουλεύω γκαρσόνι προσωρινά, και σε κάνα δύο χρονάκια θα ανοίξω ένα μαγαζάκι δικό μου, θα πάνε τα πράγματα καλύτερα, θα πουλήσω και το κτήμα...».

Εδώ εμείς έχουμε ακόμα τη νοοτροπία του βρίσκω μια δουλειά κια μπορώ να λέω «α, δεν πολυθέλω, α, δεν μ΄αρέσει...» και το δείχνεις κιόλας αυτό. Αυτό δεν μπορεί να γίνεται. Όταν κάνεις μια δουλειά πρέπει να την άνεις όσο καλύτερα μπορείς. Η δουλειά, αν δεν την κάνεις καλά, θα σε ξεβράσει από μόνη της. Και αυτή τη νοοτροπία πιστεύουμε ότι έχουμε και στο Μπάντμιντον. Δηλαδή, όταν κάνουμε κάτι, το κάναμε καλά. Σεβόμαστε τον πελάτη και τα λεφτά που μας δίνει. Πιστεύουμε ότι πρέπει να του πρσφέρουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Από την ποιότητα του θεάματος που θα δει, μέχρι το πως θα έρθει και το πως θα παρκάρει. Αυτά τα πράγματα δεν τα θεωρούμε υποχρεώση, αλλά μέρος της δουλειάς. Ετσι έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για να βλέπουμε μεγάλες παραστάσεις και στην Αθήνα.

Αν και προφανώς το ίδιο το Badminton έχει ακόμα αρκετά περιθώρια εκμετάλλευσης, ποιες θα λέγατε ότι είναι οι επόμενες κινήσεις σας;

Κατ΄αρχάς, έχουμε ακόμη πολλά πράγματα να κάνουμε εδώ. Έχουμε δρόμο ακόμα, όπως είπατε. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε, είναι ένας πολυχώρος πολιτισμού εδώ. Ένα από τα πράγματα που μ΄αρέσει στην ενασχόλησή μας με το χώρο, είναι ότι όλα αυτά γίνονται με τελείως ιδιωτικά μέσα. Δηλαδή ενώ δικαιούμαστε να πάρουμε και επιδότηση, δεν την έχουμε πάρει ακόμα και- να σου πω την αλήθεια, μ΄αρέσει αυτό. Η εμπειρία που διαχέεται είναι ότι αν δεν βάλει το κράτος λεφτά σε θέματα πολιτισμού, δεν γίνεται. Εμείς αποδεικνύουμε ότι γίνονται πράγματα και χωρίς να βάλει το κράτος λεφτά και ότι μπορούν τα πράγματα αυτά να επιβιώσουν.

Θέλουμε να κάνουμε έναν ανοικτό κινηματογράφο και μια μουσική σκηνή στο πίσω μέρος του χώρου. Δηλαδή, έχουμε ακόμη πράγματα να κάνουμε εδώ. Παράλληλα, τώρα διαμορφώνουμε ένα δίκτυο με άλλες πόλεις. Ένα δίκτυο για δράσεις παρόμοιες στα Βαλκάνια- σε χώρες γειτονικές. Γιατί δεν ανακαλύψαμε καμία πυρίτιδα. Πίστευα πως οτιδήποτε μπορεί να λειτουργήσει στο Παρίσι, τη Ρώμη, τη Σαγκάη, τη Ζυρίχη, μπορεί να λειτουργήσει οπουδήποτε. 
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v