«Εμένα πάντοτε με συγκινούσε η εμμονή στον έρωτα»

«Δείχνοντας μια σχέση μεταξύ μιας γυναίκας και δύο αντρών, μιλάω για έναν έρωτα που δεν είναι ιδιοκτησιακό καθεστώς». Μια μέρα σαν κι αυτή, μας αποχαιρέτησε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος.

«Εμένα πάντοτε με συγκινούσε η εμμονή στον έρωτα»

Από την πλευρά του πατέρα μου, κατάγομαι από την Πελοπόννησο, από ένα χωριό που είναι έξω από την Ανδρίτσαινα, την Αμπελιώνα. Από τη μητέρα μου, κατάγομαι από το Γαβαλοχώρι, ένα χωριό έξω από τα Χανιά, στην Κρήτη. Οι γονείς μου ήρθανε στην Αθήνα πολύ νωρίς, ο πατέρας μου έφυγε από την Αμπελιώνα 12-13 χρόνων, μόλις τελείωσε το σχολαρχείο.

Η γιαγιά έμενε μαζί μας. Περισσότερο από όλα μού μένει η φιγούρα της μέσα στο σπίτι, με αυτή τη μουσική της γλώσσα που κουβαλούσε μαζί της όλη την Κρήτη. Κυρίως τις μνήμες της από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Θυμάμαι ένα περιστατικό που συνέβη πολύ αργότερα, όταν βρέθηκα στην Κωνσταντινούπολη ως πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο κινηματογραφικό της φεστιβάλ. Οι Τούρκοι μάς πηγαίνανε, μια καθόλου αδιάφορη επιτροπή, αφού ήταν μέλη της ο Κισλόφσκι, ο Μιχάλκοφ, η Γκρέτα Σκάκι, αλλά και κάνα-δυο τούρκοι καθηγητές πανεπιστημίου –δηλαδή μια πάρα πολύ καλή επιτροπή– μας πηγαίνανε λοιπόν μετά τις προβολές για φαγητό σ’ ένα μαγαζί που είχε κεμπάπ, τέτοια. Ο μαγαζάτορας ήταν Τουρκοκρητικός και μόλις άκουσε ότι είμαι Ελληνας, με καταγωγή από την Κρήτη, μου έλεγε «εσύ δεν θα φας από αυτά που τρώνε οι άλλοι» και μου έφερνε μια ειδική μερίδα. Θυμάμαι μετά ότι μου μιλούσε κρητικά και ότι ξεχώρισα μέσα τους τον ήχο της γιαγιάς μου. Τα βαθιά βαθιά κρητικά.

Στην Αμπελιώνα πρωτοπήγα όταν ήμουν 16 χρόνων. Τότε η πρόσβαση από την Ανδρίτσαινα στην Αμπελιώνα γινόταν μόνο με τα μουλάρια. Κάναμε ένα τρίωρο για να φτάσουμε στο χωριό, ήταν νύχτα βαθιά. Ενιωθα μια ανησυχία, το χωριό δεν μου έλεγε τίποτε. Επαθα τύφο και έφυγα άρρωστος, δεν ξαναπάτησα. Ξαναγύρισα μετά από πολλά χρόνια, όταν έκανα τον «Μελισσοκόμο» με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Το χωριό είχε πια εγκαταλειφθεί. Το πατρικό μου σπίτι ήταν κι αυτό εγκαταλελειμμένο, σχεδόν πεσμένο, το είχε αγοράσει μια γριά που ήταν τώρα ετοιμοθάνατη και δεν ήθελε να το πουλήσει. Κατάφερε, όμως, να το αγοράσει αργότερα ο αδελφός μου. Η σκηνή από τον «Μελισσοκόμο» έχει γυριστεί στην πλατεία της Ανδρίτσαινας, με το εστιατοριάκι όπου πήγαινε κι έτρωγε ο πατέρας μου όταν ήταν μαθητής. Δεν μπορούσε να κάνει καθημερινά τη διαδρομή από την Αμπελιώνα και όσο ήταν μαθητής στο σχολαρχείο έμενε στην Ανδρίτσαινα. Τώρα το χωριό μάς έχει γίνει ένα πολύ οικείο μέρος γιατί εκεί είναι θαμμένοι οι γονείς μας. Το χωριό της μητέρας μου το γνώρισα όταν έκανα τις Μέρες του ’36.

Έχω γεννηθεί στα 1935, ήμουν πέντε χρόνων όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, κι ο πρώτος ήχος που φτάνει στα αφτιά μου, όταν γυρίζω πίσω, είναι ο ήχος από τις σειρήνες και η εικόνα της μάνας μου να βγαίνει ταραγμένη στο παράθυρο και να μιλάει με μια γειτόνισσα. Εχω την πεποίθηση πως ό,τι κάναμε ο αδελφός μου κι εγώ ήταν γενικά ό,τι ονειρευόταν η μάνα μου. Οταν αρρώστησε ο πατέρας μου, η μάνα μου πήρε όλο το βάρος πάνω της, πουλούσε κεντήματα σε σπίτια. Οταν τελείωσα το στρατιωτικό, υπηρετώντας επιπλέον τρεις μήνες λόγω φυλακής, και αποφάσισα να φύγω για το Παρίσι, φώναξα φίλους μου και συμμαθητές μου και δίνοντας ο καθένας κάτι, κατόρθωσα να βγάλω ένα εισιτήριο για το τρένο.

Είχα πάει σε μια σχολή κινηματογράφου, τη Σχολή Σταυράκου, για να καταλάβω ποιος είμαι, αλλά το περιβάλλον με απογοήτευσε. Ημουν σε κατάσταση αναμονής, το όνειρό μου ήταν η Γαλλία. Οχι μόνο γιατί ήξερα γαλλικά, αλλά επειδή όλα μου τα βιβλία –αν εξαιρέσει κανείς τη ρωσική λογοτεχνία και ιδιαίτερα τον Ντοστογέφσκι που τον διαβάζαμε όπως ένας καλόγερος διαβάζει τη Βίβλο –ήταν ο Μπαλζάκ, ο Σταντάλ, όλη εκείνη η παρέα. Τον Προυστ δεν τον είχαμε αγγίξει ακόμη, αυτό έγινε αργότερα. Και βεβαίως, το πρώτο βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ, τον «Ξένο», που όταν τον γνώρισα τον έβαλα κάτω από το προσκέφαλό μου.

Είναι γνωστό και έχει γραφτεί ακόμη και σε ιστορίες κινηματογράφου ό, τι ένας καθηγητής [στη Γαλλία] μου ζήτησε να κάνω το ντεκουπάζ για τη φοιτητική ταινία μου που θα γυριζόταν στο πλατό της σχολής. Σηκώθηκα εγώ στον πίνακα και έφτιαξα έναν κύκλο. Τι είναι αυτό; μου λέει. Ένα πανοραμικό πλάνο 360 μοιρών, απάντησα. Αυτό είναι το ντεκουπάζ σου; Ρώτησε. Αυτό, είπα. Και τότε μου λέει «πηγαίνετε στην Ελλάδα να πουλήσετε ιδιοφυία». Ακολούθησε σύγκρουση, μας φώναξε ο διευθυντής της σχολής κι ο καθηγητής δήλωσε «ή αυτός ή εγώ».

Το θεώρησα τελείως προσβλητικό, του επιτέθηκα λεκτικά, το μάθημα διακόπηκε και οι συμφοιτητές με χειροκροτούσαν. Οι καθηγητές με επικεφαλής τον Σαντούλ πήραν το μέρος μου, η σχολή διχάστηκε και τελικά για την αποκατάσταση της ειρήνης, ο διευθυντής μου είπε «καλύτερα να αποχωρήσετε, είστε πολύ πιο ώριμος απ’ ότι χρειάζεται για τη σχολή αυτή».

Έχω μεγαλύτερη σχέση με τον Μπρεχτ παρά με τον Αϊζενστάιν, όπου ακριβώς τα πρόσωπα στερούνται ατομικής ψυχολογίας και κινούνται βάσει ενός ιστορικού πλαισίου. Υπάρχουν βέβαια και πρόσωπα με χαρακτήρα, αλλά κι αυτά υπηρετούν την ιστορική προσέγγιση μέσω της μπρεχτικής αποστασιοποίησης και αποδραματοποίησης. Έτσι ούτως ώστε ο θεατής να είναι in και out, να βρίσκεται σε μια συνεχόμενη διαλεκτική ανάμεσα στην κριτική και το συναίσθημα. Ασφαλώς και εδώ έχω αλλάξει πλεύση, αφού μπορεί να ξεκίνησα από τον Bertolt Brecht, κατέληξα όμως στον Αριστοτέλη και τον ορισμό της τραγωδίας: Έστιν ουν τραγωδία, μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας.

Εμένα πάντοτε με συγκινούσε η εμμονή στον έρωτα. Κάτι που κρατάει μέσα στο χρόνο και δε διαλύεται, δηλαδή το μη αποκλειστικό. Δείχνοντας μια σχέση μεταξύ μιας γυναίκας και δύο αντρών, μιλάω για έναν έρωτα που δεν είναι ιδιοκτησιακό καθεστώς.

Αποσπάσματα από συνεντεύξεις του στον Θανάση Νιάρχο για το βιβλίο Ανασκαφή, και στον Αντώνη Μποσκοΐτη για τη Lifo

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v