Ο διευθυντής του «Διαβάζω» μιλά στο in2life

Ο διευθυντής του "Διαβάζω", του συνεπέστερου περιοδικού με κοινό αποκλειστικά... αναγνώστες, απαντά στο In2life για τις αναγνωστικές τάσεις στην Ελλάδα, για την αξία της βιβλιοκριτικής, για την "εύκολη" νεοελληνική λογοτεχνία του Άρλεκιν και για την έλευση του ηλεκτρονικού βιβλίου.

Ο διευθυντής του «Διαβάζω» μιλά στο in2life
Ενα περιοδικό μόνο για το διάβασμα! Ακούγεται τουλάχιστον φιλόδοξο. Το "Διαβάζω" μετρά ήδη ουκ ολίγα χρόνια παρουσίας στα αναγνωστικά δρώμενα και αν κάτι οφείλει να παραδεχθεί κανείς είναι ότι σίγουρα δεν του λείπει η άποψη.      

Ο διευθυντής του περιοδικού, Γιάννης Μπασκόζος απαντά στις ερωτήσεις του In2life για τις αναγνωστικές τάσεις στην Ελλάδα, για την αξία της βιβλιοκριτικής, για την "εύκολη" νεοελληνική λογοτεχνία του Άρλεκιν και για την έλευση του ηλεκτρονικού βιβλίου.

Στην πρόσφατη έρευνα του ΕΚΕΒΙ για την αναγνωσιμότητα είδα ότι υπάρχει ένα ποσοστό 40% που "τους προηγούμενους δώδεκα μήνες δεν διάβασε απολύτως κανένα βιβλίο". Σας τρομάζει αυτό το ποσοστό;

Έχουν υπάρξει και χειρότερα, αν σκεφτούμε ότι πριν από 6 χρόνια το ποσοστό αυτών που δεν διάβαζαν ούτε ένα βιβλίο το χρόνο ήταν περίπου 60%. Εξάλλου αν πας ένα ταξίδι στην Ιταλία και διαβάσεις τον ταξιδιωτικό οδηγό και αγοράσεις και ένα βιβλίο μαγειρικής σημαίνει ότι ανήκεις σε αυτούς που διαβάζουν; Αυτό που προξενεί ανησυχία είναι ότι δεν γίνεται τίποτα οργανωμένο – κυρίως από την πλευρά της πολιτείας – για να αναστραφεί αυτή η εικόνα. Αν είναι να γίνει κάτι αυτό πρέπει να αρχίσει από τις μικρές τάξεις του σχολείου. Μόνον μικρός κολλάς αυτή την «ασθένεια» του διαβάσματος, μετά εθίζεσαι και δεν την εγκαταλείπεις ποτέ. 

Από την ίδια έρευνα προκύπτει ότι «η ιδιωτική ενημέρωση από φίλους ή συγγενείς παραμένει το κυριότερο κανάλι ενημέρωσης». Γιατί; Πόσο ισχυρός ή αδύναμος είναι ο θεσμός της βιβλιοκριτικής στην Ελλάδα;

Πάντα το «από- στόμα – σε - στόμα» ήταν η πιο ισχυρή διαφήμιση, το καλύτερο κίνητρο για να μπει κάποιος στο βιβλιοπωλείο. Το ζήτημα δεν είναι η κριτική βιβλίου. Κι αυτή φθίνει, όλο και λιγότεροι επαγγελματίες την υπηρετούν συστηματικά. Αν είναι κάτι, όμως, που έχει αδυνατίσει δραματικά, σήμερα, είναι η παρουσίαση βιβλίων στα media. Όταν στη δεκαετία του ΄80 η εφημερίδα "Το Βήμα" έκανε το πρώτο οργανωμένο 16σελιδο για βιβλία, αποτέλεσε κίνητρο για να βάλουν σχεδόν όλες οι εφημερίδες αντίστοιχα ένθετα. Σήμερα υπάρχει η αντίθετη τάση, τα ένθετα μικραίνουν και τελικά εξαφανίζονται (πλην εξαιρέσεων). Η ιδιωτική τηλεόραση και το ιδιωτικό ραδιόφωνο αγνοούν τη συστηματική προβολή και παρουσίαση του βιβλίου. Και όπου γίνεται στα ιδιωτικά media κάποια παρουσίαση, αυτή είναι ευκαιριακή. 

Παλαιότερα λέγαμε με θαυμασμό για τους ξένους που "τους βλέπεις πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι". Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε περισσότερους Έλληνες να διαβάζουν. Ταυτόχρονα όμως έχει αυξηθεί και η παραγωγή βιβλίων τύπου "νεοάρλεκιν" τα οποία τυγχάνουν φοβερής δημοφιλίας. Τελικά, η αύξηση του ελληνικού αναγνωστικού κοινού έγινε υπέρ των βιβλίων που μοιάζουν με απογευματινές τηλεοπτικές σειρές;

Νομίζω ότι η τελευταία έρευνα για την ανάγνωση που οργάνωσε το ΕΚΕΒΙ με τα στοιχεία που δίνει μάς αφήνει να βγάλουμε ένα τέτοιο συμπέρασμα: δηλαδή, αυξάνονται οι τυχαίοι αναγνώστες, αυτοί που διαβάζουν από 1-9 βιβλία το χρόνο και μειώνεται ο σκληρός πυρήνας των αναγνωστών, αυτοί που διαβάζουν πάνω από 10 βιβλία τον χρόνο. Επίσης στους κατάλογους των ευπωλήτων- ρίξτε μια ματιά στις αντίστοιχες στήλες του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ με στοιχεία από 25 βιβλιοπωλεία διάσπαρτα στη χώρα - η πρώτη δεκάδα των μπεστ σέλερ ανήκει στην ελαφρά λογοτεχνία, μια λογοτεχνία, συνέχεια του απογευματινού σίριαλ. 

Απειλούνται τα βιβλία από τα e-readers και την εξέλιξη της τεχνολογίας; Ποια είναι τελικά η "ψυχή του βιβλίου"; Το περιεχόμενο ή και το φρεσκομμένο χαρτί που μυρίζει;
 
Νομίζω ότι η ουσία του βιβλίου παραμένει το περιεχόμενό του, είτε είναι μυθιστόρημα, είτε δοκίμιο ή ποίημα. Αν θα το διαβάζουμε τυπωμένο ή ψηφιακά στο e-reader δεν αλλάζει την ουσία του, αλλάζει μόνον τις συνήθειες μας. Κοιτάξτε, οι πολιτιστικές παραδόσεις αλλάζουν πολύ αργά μέσα στο χρόνο, πιστεύω ότι για μεγάλο διάστημα το έντυπο και το ψηφιακό βιβλίο θα συνυπάρξουν. 

Πόσο δύσκολο είναι να συντηρηθεί ένα μέσο για το βιβλίο στην Ελλάδα;

Πολύ δύσκολο, ειδικά σε περιόδους κρίσης, καθώς η αναγνωστική κουλτούρα είναι αδύνατη στη χώρα μας και η αγορά που θα στήριζε τέτοια έντυπα πάρα πολύ μικρή. Τα περιοδικά όπως γνωρίζετε υπάρχουν στο πείσμα των καιρών και χάρη στο πείσμα των ανθρώπων που γράφουν σε αυτά. Προσωπικά πιστεύω ότι το ΔΙΑΒΑΖΩ θα συνεχίσει να υπάρχει, μιας και είναι το μόνο συστηματικό βιβλιογραφικό και βιβλιοφιλικό έντυπο στην Ελλάδα. Φυσικά πρέπει να ανανεώνεται συνεχώς και νομίζω ότι σύντομα θα είμαστε σε θέση να ανακοινώσουμε κάποιες πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v