Επτά ψαροχώρια στην αγκαλιά του Κορινθιακού
Ξεκινάμε για μία βόλτα στην βόρεια όχθη του Κορινθιακού. Ανακαλύπτουμε ένα προς ένα τα μικρά ψαροχώρια, από το Γαλαξίδι μέχρι τη Ναύπακτο, δοκιμάζουμε ολόφρεσκο ψάρι και ρουμελιώτικες συνταγές και κοιμόμαστε με το νανούρισμα της θάλασσας. Η Στερεά Ελλάδα γιορτάζει την Άνοιξη στην Φωκίδα.

Η αφηγηματική διαδρομή μας ξεκινά από την Ερατεινή, χωριό που ανήκει στον ευρύτερο Δήμο Τολοφώνα. Πρόκειται για το πρώτο μεγάλο «χωριό» που συναντάμε μετά το Γαλαξίδι, από το οποίο απέχει οδικώς δεκαπέντε λεπτά. Με περί τους επτακόσιους πενήντα μόνιμους κατοίκους και προνομιακή, αμφιθεατρική θέση πάνω στην θάλασσα, η Ερατεινή, πέρα από επίνειο του Παρνασσού, αποτελεί το εμπορικό κέντρο της περιοχής, καθώς και ένα εξαιρετικό θέρετρο. Στην μία πλευρά του κόλπου της, στο γραφικό λιμανάκι, θα δει κανείς ψαροκάικα να λικνίζονται ήσυχα αναμένοντας την βραδινή τους βάρδια, και ενώ ο παραλιακός δρόμος συνεχίζει ο επισκέπτης συναντά καφετέριες και ψαροταβέρνες που τον καλούν για φρέσκα εδέσματα με θέα θάλασσα. Θα ήταν άδικο να ξεχωρίσουμε κάποια από αυτές.
Επόμενη στάση… Αγ. Νικόλαος. Ένα από τα γραφικότερα χωριά που θα συναντήσουμε, με μία υπέροχη παραλία -ίσως η μόνη με πολύ λεπτό βότσαλο στην περιοχή- και ένα beach bar, ακριβώς από πάνω της, στο οποίο το καλοκαίρι συγκεντρώνεται ο περισσότερος νεαρόκοσμος. Πλεονέκτημα αλλά και μειονέκτημα του μέρους είναι το γεγονός ότι στο λιμάνι του Αγ. Νικολάου «δένει» κάθε τέσσερις περίπου ώρες το ferry boat της γραμμής από το Αίγιο, το οποίο βρίσκεται ακριβώς απέναντι (δείτε τα δρομολόγια
Άγιος Σπυρίδωνας. Σχεδόν αθέατο από τον εθνικό δρόμο που περνά από πάνω του, αυτό το ακόμα μικρότερο ψαροχώρι φημίζεται για τα φρέσκα ψάρια του καθώς αποτελεί αλιευτικό καταφύγιο. Δεν είναι λίγοι, μάλιστα, οι εκδρομείς που γνωρίζουν, και σταματούν εκεί για να αγοράσουν είτε ψάρια είτε ψαρικά που μόλις βγήκαν από το νερό. Το αρχιτεκτονικό χρώμα εδώ αποκτά έναν πιο παραδοσιακό τόνο, με τις κόκκινες κεραμιδοσκεπές και τις λευκές βαρκούλες να ενισχύουν την χαλαρωτική αρμονία του τοπίου. Η θάλασσα βάφεται πράσινη από τις αντανακλάσεις του ορεινού όγκου που δεσπόζει στο χωριό και μία βόλτα στον παραλιακό δρόμο κρίνεται απαραίτητη.
Κουραστήκατε; Η… Σπηλιά σας περιμένει. Μεγαλύτερο ψαροχώρι από τα προηγούμενα, με περισσότερες επιλογές διαμονής -αλλά όχι φαγητού-, και με τρεις-τέσσερις κόλπους, ιδανικούς για κολύμπι –για όσους αντέχουν την πολύ κρύα θάλασσα τουλάχιστον. Το μεγάλο παραλιακό πεζοδρόμιο προσφέρεται για περπάτημα από τη μία άκρη του χωριού, με την μεγάλη καστανοκόκκινη παραλία, έως… όσο αντέξετε, καθώς συνδέει την Σπηλιά με τα επόμενα χωριά. Το ψαροχώρι αυτό επιλέγεται από πολλούς ως ορμητήριο για εκδρομές στις πολύ ενδιαφέρουσες γύρω τοποθεσίες -Δελφοί, Γαλαξίδι, Ορεινή Ναυπακτία- καθώς και για την ασύγκριτη ησυχία του, η οποία μόνο από τον παφλασμό της θάλασσας μπορεί να διακοπεί.
Αμέσως μετά την Σπηλιά, με κατεύθυνση πάντα προς Ναύπακτο και πάντα παραλιακά, συναντάμε το πολύ μικρό χωριό Χάνια, από το οποίο μπορεί κανείς να πάρει το καραβάκι που θα τον μεταφέρει στα Τριζόνια, την Γλυφάδα (ή Γλύφα για τους ντόπιους - φωτο), με την μεγάλη εκκλησία της Παναγίας στην κεντρική πλατεία της και μία ψησταριά ακριβώς δίπλα -αν θέλετε μία πιο… παραδοσιακή ταβέρνα στην περιοχή προτείνουμε την «Υδρόμελη»- και την Σεργούλα, ένα ακόμα παραλιακό χωριό με μία πολύ μεγάλη παραλία με βότσαλα. Η Σεργούλα, μικρή αλλά χαριτωμένη, προσφέρεται για φαγητό και καφέ σε κάποια από τα παραλιακά της καταστήματα, στα οποία τους θερινούς μήνες συγκεντρώνεται πλήθος παραθεριστών. Για φαγητό εκεί προτείνουμε την ταβέρνα του «Θωμά» με προσεγμένη σπιτική κουζίνα. Αν έχετε όρεξη για ιστορική περιήγηση, αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι μέρος της Γλυφάδας, αμέσως πριν την Σεργούλα, είναι κτισμένο στους πρόποδες ενός λόφου που αποτελούσε στην αρχαιότητα οχυρό, από το οποίο διασώζεται μέχρι σήμερα μέρος μιας σημαντικής ακρόπολης.
Περπατήστε κάτω από τις λεύκες, κάντε βόλτα στα στενά δρομάκια των δύο τελευταίων χωριών όπου θα ανακαλύψετε κάποιες κατοικίες εξαιρετικής αρχιτεκτονικής και… επιστρέψτε στο αυτοκίνητο, καθώς ο παραλιακός δρόμος εδώ τελειώνει και πρέπει να «ανέβουμε» πάλι στην εθνική οδό για να επισκεφθούμε το επόμενο χωριό: Τον Μαραθιά, ο οποίος δεν ανήκει στον Δήμο Τολοφώνα, όπως τα προηγούμενα χωριά, αλλά στον Δήμο Ευπαλίου. Είναι το μεγαλύτερο ψαροχώρι από τα προηγούμενα, χτισμένο πάνω στα θαλάσσια ρεύματα που διασταυρώνονται από τις δύο άκρες του, ενώ, λόγω του ότι το βλέμμα κοιτάζει μόνο θάλασσα στον ορίζοντα, δίνει την αίσθηση του νησιού.
Η εκδρομή μας στα παράλια του κορινθιακού ολοκληρώνεται με την άφιξή μας στο Μοναστηράκι. Όσοι γνωρίζουν το ψαροχώρι αυτό θα πουν ότι αφήσαμε το καλύτερο για το τέλος –δεν έχουν άδικο. Το αμφιθεατρικά κτισμένο χωριό είναι μακράν το ομορφότερο και ίσως το πιο αριστοκρατικό, με την έννοια ότι αποτελείται -ως επί το πλείστο- από υπέροχες μονοκατοικίες, όλες σχεδόν με θέα στην θάλασσα, και όλες κτισμένες με σεβασμό στην τοπική αρχιτεκτονική, η οποία απαιτεί κεραμίδι στις σκεπές και ομοιομορφία στο εξωτερικό χρώμα. Το χωριό πήρε το όνομά του από ένα μοναστήρι που βρισκόταν εκεί κατά τα τέλη της βυζαντινής περιόδου, ενώ την σημερινή φήμη του την οφείλει στο μικρό, γραφικό του λιμανάκι και στα μπαράκια και τις ταβέρνες του -είτε μέσα στο χωριό είτε αρκετά κοντά σε αυτό- τα οποία επιλέγουν για την βραδινή τους διασκέδαση ντόπιοι και παραθεριστές. Για φαγητό, πάντως, προτείνουμε ανεπιφύλακτα το «



