Καϊάφας: Επιστροφή στον παράδεισο
Ένα χρόνο μετά τις φωτιές που υποτίθετο ότι τον αφάνισαν, μαζεύουμε το κουράγιο μας και επιστρέφουμε στο χαμένο μας παράδεισο για να ανακαλύψουμε ότι κάποια πράγματα –η ομορφιά, η απεραντοσύνη, η φύση, η ζωή– δεν έχουν τέλος. Ή, αν έχουν, είναι σίγουρα αίσιο.

Βαθιά ανάσα. Μυρωδιά πεύκου. Ανέλπιστη. Μαύροι, ολόισιοι κορμοί δέντρων σκεπάζουν τα βουνά πίσω από τη λίμνη. Δίπλα της, όμως, στέκονται αγέρωχα πανέμορφα φουντωτά πεύκα. Ακριβώς απέναντι, στην άλλη πλευρά του δρόμου, το ξέφωτο που χρησιμοποιούσαμε για πάρκινγκ τότε, που ήταν όλα καταπράσινα. Ο αμμόλοφος που σκαρφαλώναμε είναι πάντα εκεί. Βήματα ζιγκ ζαγκ, για να αποφύγουμε τα πιο λιλιπούτεια πευκάκια που έχει αντικρίσει ποτέ ανθρώπου μάτι. Έχουν αρχίσει να φυτρώνουν κατά δεκάδες, κάτω από τα κλαδιά που προφανώς τα γέννησαν σαν καρπούς σε ανέλπιστο χρόνο, πριν την καταστροφή. Η φύση πάντα βρίσκει τρόπο.
Κι εδώ, μετά τον στεναγμό ανακούφισης, γυρίζεις αργά να κοιτάξεις για πρώτη φορά πίσω. Εκεί που βρισκόταν το πράσινο κάδρο της παραλίας. Προετοιμασμένος για το χειρότερο, που τώρα ξέρεις ότι θα το αντέξεις –χάρη στο κουμπί της παύσης πανικού, που παραμένει πατημένο. Και ναι, ένα μέρος του πράσινου κάδρου λείπει. Ένα κομμάτι του είναι πλέον μαύρο. Ένα άλλο, όμως, παραμένει ζωντανό. Φουντωτοί θάμνοι που εκτείνονται σε πλάτος τριών νεκρών κορμών, γενναία πεύκα που ξαναπρασινίζουν στις άκρες τους, κάποια άλλα που λες και κρύφτηκαν να σωθούν κι αφού τα κατάφεραν ξαναγύρισαν στη θέση τους, δίπλα σε αυτά που δε στάθηκαν τόσο τυχερά. Το δάσος ξέρει να επιβιώνει –έχει τους δικούς του, μυστικούς μηχανισμούς γι’ αυτό. Κι ας είναι τα βουνά πίσω του μαύρα. Θα ξαναναπνεύσουν κι αυτά. 




