Olivier Messiaen: Μία θρησκευτική μεγαλοφυΐα

του Χρήστου Μαρίνου (*)
Πηγή: Classicalmusic.gr
Ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες του 20ού αιώνα, ο Olivier Messiaen ήταν οργανίστας, συνθέτης και καθηγητής, και υπήρξε για τη μουσική του προηγούμενου αιώνα ένας συνθέτης που δεν δημιούργησε κάποιο ρεύμα, δεν εντάχθηκε σε κάποιο ρεύμα και δεν επέκτεινε κάποιο ρεύμα. Στη μουσική του συνδύασε διάφορα στοιχεία κυρίως από τον ιμπρεσιονισμό, τη μουσική άλλων λαών και το Γρηγοριανό Μέλος.
Άνθρωπος πιστός και αφοσιωμένος στη θρησκεία από τα παιδικά του χρόνια· αργότερα βαθύτατος μυστικιστής ο οποίος δημιούργησε έργα εκλεπτυσμένης αριστοτεχνίας.
Από τα πρώιμα ”Πρελούδια” για πιάνο μέχρι τη μοναδική του όπερα ”Αγιος Φραγκίσκος της Ασίζης”, βλέπουμε έναν συνθέτη να εκφράζει με τους πιο άμεσους και πρωτότυπους, αλλά ωστόσο αυθεντικούς, τρόπους τις εσωτερικές του πεποιθήσεις για την Πίστη και την Αρμονία και πως ο ’Ανθρωπος και η Φύση πηγάζουν από αυτές.
Ο Olivier Eugène Prosper Charles Messiaen, όπως είναι ολόκληρο το όνομά του, γεννήθηκε στην Avignon στις 10 Δεκεμβρίου 1908. Υπήρξε απόγονος μορφωμένης οικογένειας (ο πατέρας του ήταν μεταφραστής Αγγλικής λογοτεχνίας -κυρίως των έργων του Shakespeare-, και η μητέρα του, Cécile Sauvage, ήταν ποιήτρια), κι έτσι από μικρός μεγάλωσε σε καλλιτεχνικό περιβάλλον.
Έμαθε να παίζει πιάνο και σε ηλικία 8 ετών συνέθεσε το πρώτο του τραγούδι. Εισήχθη στο Ωδείο του Παρισιού όταν συμπλήρωσε τα 11 του χρόνια, όπου και παρακολούθησε μαθήματα εκκλησιαστικού οργάνου, αυτοσχεδιασμού, και σύνθεσης από τους Jean και Noël Gallon, Marcel Dupré, Maurice Emmanuel, και Paul Dukas, στα οποία διέπρεψε παίρνοντας τα ανάλογα πτυχία, όλα με διακρίσεις.
Μετά την αποφοίτησή του το 1930, έγινε οργανίστας στην Εκκλησία της Αγίας Τριάδας στο Παρίσι. Την ίδια χρονιά άρχισε να διδάσκει στην Ecole Normale de Musique και στη Scuola Cantorum. Την ίδια χρονιά σχημάτισε με τους André Jolivet, Ives Baudrier, και Daniel Lesur την ”Ομάδα της Νέας Γαλλίας”, με στόχο την προώθηση της σύγχρονης Γαλλικής μουσικής.
Μέχρι το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Messiaen είχε αρχίσει να αποκτά φήμη αξιόλογου συνθέτη με τα έργα 8 Πρελούδια για πιάνο (1929), το συμφωνικό έργο Ξεχασμένες Προσφορές (1930), τα έργα για εκκλησιαστικό όργανο Η Γέννηση του Κυρίου (1935) και Τα Ένδοξα Σώματα (1939), και τα τραγούδια Ποιήματα για τη Μι1 (1936) και Τραγούδια της Γης και του Ουρανού (1938), και τα δύο για σοπράνο και πιάνο βασισμένα σε δικούς του στίχους.
Με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Messiaen, που ήδη εκτελούσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, αιχμαλωτίστηκε και πέρασε τα δύο επόμενα χρόνια στο Γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Stalag VIΙI A στο Görlitz της Σιλεσίας. Εκεί, συνέθεσε το αριστουργηματικό Κουαρτέτο για το Τέλος του Χρόνου για βιολί, κλαρινέτο, βιολοντσέλο και πιάνο (1941).
Επαναπατρίστηκε το 1942 και επανήλθε στη θέση του οργανίστα, στην Εκκλησία της Αγίας Τριάδας στο Παρίσι ενώ παράλληλα ξεκίνησε να διδάσκει στο Ωδείο του Παρισιού αρμονία και μουσική ανάλυση από το 1947 και σύνθεση από το 1966.
Ως καθηγητής του Ωδείου αποτέλεσε τον πυρήνα που γύρω του συσπειρώθηκαν και αναπτύχθηκαν οι διάφορες σειραϊκές τάσεις, αγκαλιάζοντας με τις απόψεις του ένα ευρύ φάσμα της σύγχρονης μουσικής, απόψεις που θα εκφραστούν στο θεωρητικό σύγγραμμά του ”Traité de mon langage musical” (Πραγματεία για τη Μουσική μου Γλώσσα, 1942) και μαζί με τις 4 Σπουδές Ρυθμού για πιάνο (1949-1950). Οι μετέπειτα μελέτες του θα δημιουργήσουν τη γιγαντιαία ’Traité du rythme’ (Πραγματεία περί Ρυθμού).
Μετά τον Πόλεμο παρέδιδε επίσης μαθήματα στο Berkshire Music Center στο Tanglewood (1948) και στο Darmstadt (1950-53). Έτσι, άρχισε να αποκτά φήμη και ως εξαιρετικός δάσκαλος. Νέοι συνθέτες που αναζητούσαν καθοδήγηση στη ”νέα μουσική” έγιναν μαθητές του· μεταξύ αυτών οι Boulez, Martinet, Stockhausen, Ξενάκης, Barraqué και άλλοι που αργότερα θα αποκτούσαν δική τους σημασία στην μουσική του 20ού αιώνα. Παρότι ο Messiaen δεν ακολούθησε ποτέ τη μέθοδο της δωδεκαφθογγικής τεχνικής του Schönberg, θεωρούνταν ως ένας από τους καλύτερους δασκάλους της.
Επίσης, άρχισε να ενδιαφέρεται για διάφορους ανατολικούς πολιτισμούς (Ινδία, Ιαπωνία, Μπαλί), όπου μουσική και αρμονικοί ρυθμοί συνδέονταν άμεσα με τη θρησκεία. Το ενδιαφέρον του Messiaen για τέτοιες μορφές μουσικής οργάνωσης, που έκρυβαν από πίσω τους διάφορους θρησκευτικούς συμβολισμούς, συνδέονταν στενά και με την αγάπη του για τη θρησκευτικότητα.
Η ίδια μάλιστα αυτή αγάπη του, τον έκανε να αρχίσει από εκείνη τη περίοδο να μελετά συστηματικά το τραγούδι των πουλιών. Η θρησκευτική του πίστη και η ποιητική του ματιά τον έκαναν να αναζητάει πίσω απ’ αυτούς τους ήχους της φύσης μια ακόμη ένδειξη για τη βαθύτερη θεϊκή Αρμονία του Σύμπαντος. Έτσι λοιπόν δημιούργησε μια δική του μέθοδο που βασιζόταν κυρίως στα τονικά ύψη και τους ρυθμούς.
Ένα μεγάλο μέρος της μεθόδου αυτής βέβαια πήγαζε από τις ινδικές ’ragas’ και ’talas’ τις οποίες ο Messiaen χρησιμοποιούσε ως σειρές (όχι μόνο τονικών υψών αλλά και ρυθμικών).
Ο Messiaen πλέον θεωρείται ως ένας από τους αυθεντικότερους και σημαντικότερους συνθέτες του προηγούμενου αιώνα. Στη μουσική χρησιμοποιεί στοιχεία από το Γρηγοριανό Μέλος μέχρι τις αιθέριες αρμονίες του Debussy5, από ανατολίτικους ρυθμούς μέχρι το κελάηδισμα των πουλιών. Μυστικιστής από τη φύση του και καθολικός στο θρήσκευμά του, πασχίζει να βρει μία σχέση μεταξύ της προόδου μουσικών ήχων και θρησκευτικών αρχών.
Με τα γραπτά του προσπαθεί να αξιώσει την ανεξαρτησία των τρόπων, των ρυθμών και των αρμονιών. Όλα αυτά τα στοιχεία και θέματα με τα οποία ασχολείται ο Messiaen φθάνουν στο αποκορύφωμά τους στη μεγαλειώδη Turangalîla-Symphonie6 για πιάνο, ondes martenot και ορχήστρα (1946-48).
Μία από τις πιο εντυπωσιακές πτυχές της μουσικής του γλώσσας, όπως είπαμε παραπάνω, είναι η φωνητική μίμηση του τραγουδιού των πουλιών σε μερικά έργα του. Για να το πετύχει αυτό με ορνιθολογική πιστότητα, έκανε μία αναλυτική καταγραφή ρυθμών και τονικών υψών διαφόρων ωδικών πτηνών σε πολλές περιοχές διαφόρων χωρών.
Ο τρόπος με τον οποίο εισήγαγε το τραγούδι των πουλιών στα έργα του είναι είτε εισάγοντάς το παρενθετικά -όχι όμως δίχως αξία ή σημασία- στα θρησκευτικά του έργα, π.χ. στα εντυπωσιακά και βαθυστόχαστα Οράματα του Αμήν για 2 πιάνα (1943).
Το 1978 αποσύρθηκε από το Ωδείο και συνταξιοδοτήθηκε. Τα χρόνια 1987-1991 έγραψε το τελευταίο μεγάλο συμφωνικό του έργο, το Éclairs sur l’Au-Delà8, κατά παραγγελία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης για την επέτειο των 150 χρόνων της. Η γενική κλίμακα του έργου είναι ανάλογη με εκείνη της Turangalîla-Symphonie, μόνο που είναι πιο ήρεμο και ξεκάθαρο λόγω του ότι βασίζεται λιγότερο στην έννοια του ρυθμού.
Ο Messiaen πέθανε τον επόμενο χρόνο αφότου ολοκλήρωσε το έργο δίχως να το ακούσει ποτέ, στις 27 Απριλίου 1992 στο Παρίσι.
Κουαρτέτο για το Τέλος του Χρόνου για βιολί, κλαρινέτο, βιολοντσέλο και πιάνο
Ενθυμούμενος ο Messiaen την πρώτη παγκόσμια εκτέλεση του έργου του, λέει, ”Το κρύο ήταν φοβερό, το στρατόπεδο ήταν θαμμένο στο χιόνι. Οι τέσσερις μουσικοί παίζαμε με σπασμένα όργανα: το τσέλο του Εtienne Pasquier είχε μόνο τρεις χορδές, τα πλήκτρα του όρθιου πιάνου μου πατιόντουσαν αλλά δεν επέστρεφαν πάνω. Φορούσαμε τα πιο απίθανα ρούχα: εμένα μου είχαν δώσει ένα πράσινο πανωφόρι που ήταν σαν κουρέλι και φορούσα ξύλινα τσόκαρα στα πόδια μου. Το κοινό αποτελούνταν από Πολωνούς, Βέλγους, Γάλλους, ... όλες τις κοινωνικές τάξεις ...”.
Και όμως, υπό αυτές τις συνθήκες το έργο αυτό κατείχε πάντα, μέχρι και σήμερα, μία ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στις υπόλοιπες συνθέσεις του Messiaen. Οι Γερμανοί φύλακες είχαν προμηθεύσει τον Messiaen με χαρτί και μολύβι, και με τον απαραίτητο εξοπλισμό ώστε να μπορέσει να παιχθεί το έργο. Το κοινό βέβαια απαρτίζονταν από αιχμαλώτους, όπως και οι ίδιοι άλλωστε, αλλά τον συνθέτη δεν τον ενδιέφερε η αρτιότητα της μουσικής εκτέλεσης αλλά η καλλιτεχνική χειρονομία που δήλωνε την πίστη του στον άνθρωπο.
Το Κουαρτέτο έχει οκτώ μέρη: 1. Κρυσταλλική Λειτουργία, 2. Βοκαλισμός9, για τον ’Αγγελο που θα αναγγείλει το τέλος του Χρόνου, 3. ’Αβυσσος των πουλιών, 4. Intermezzo, 5. Δοξολογία για την Αιωνιότητα του Ιησού, 6. Χορός της οργής, για τις επτά σάλπιγγες, 7. Αταξία του ουρανίου τόξου, για τον ’Αγγελο που θα αναγγείλει το τέλος του Χρόνου, και 8. Δοξολογία για την Αθανασία του Ιησού.
Ο Messiaen εμπνεύστηκε το έργο από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, τα κείμενα του οποίου ομιλούν για την άφιξη ενός αγγέλου που θα αναγγείλει το τέλος του Χρόνου και την εκπλήρωση του μυστηρίου του Θεού. Το έργο, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι Προς τιμήν του Αγγέλου της Αποκαλύψεως, ο οποίος υψώνει το χέρι προς τον ουρανό λέγοντας: ”Δε θα υπάρξει πια Χρόνος”.
Ας δούμε τώρα τι έχει γράψει ο ίδιος ο Messiaen για το έργο του: ”Νοιώθω έναν άγγελο γεμάτο δύναμη να κατεβαίνει από τον ουρανό τυλιγμένο σ’ ένα σύννεφο να φέρει ουράνιο τόξο στο κεφάλι. Το πρόσωπό του ήταν σαν τον ήλιο, τα πόδια του σαν στύλοι πυρός. Τοποθέτησε το δεξί του πόδι πάνω στη θάλασσα, το αριστερό του πάνω στη γη, και σκύβοντας πάνω από τη θάλασσα και πάνω από τη γη, σήκωσε το χέρι προς τον ουρανό και απευθύνθηκε σ’ αυτόν που ζει μέσα στους αιώνες των αιώνων λέγοντας: ”δε θα υπάρξει πια Χρόνος”· αλλά τη μέρα της σάλπιγγας του εβδόμου αγγέλου, το μυστήριο του Θεού θα αποκαλυφθεί (Αποκάλυψη του Αγίου Ιωάννου, κεφ.10).
Συνειλημμένο και γραμμένο κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας μου, το ”Κουαρτέτο για το Τέλος του Χρόνου” ακούστηκε για πρώτη φορά στο Stalag VIII A στις 15 Ιανουαρίου 1941, από τον βιολονίστα Jean Le Boulaire, τον κλαρινετίστα Henri Akoka, τον τσελίστα Etienne Pasquier, και εμένα στο πιάνο. Ήταν ευθέως εμπνευσμένο από αυτό το χωρίο της αποκαλύψεως.
Η μουσική του γλώσσα είναι ουσιωδώς άυλη, πνευματική και καθολική. Τρόποι, πραγματοποιώντας μελωδικά και αρμονικά ένα είδος πανταχού τονικής παρουσίας, φέρνουν τον ακροατή κοντά στην αιωνιότητα μέσα στο χώρο ή το άπειρο. Ειδικοί ρυθμοί έξω από κάθε μέτρο συμβάλλουν με ένταση στην απομάκρυνση του εφήμερου. (Όλο αυτό βεβαίως παραμένει μια ταπεινή απόπειρα εάν συγκρίνει κανείς το εντυπωσιακό μεγαλείο του θέματος).
Αυτό το Κουαρτέτο περιλαμβάνει οκτώ μέρη. Γιατί; Επτά είναι ο τέλειος αριθμός, η δημιουργία των έξι ημερών αγιασμένη από το ’Αγιο Σάββατο. Το επτά της αναπαύσεως παρατείνεται στην αιωνιότητα και γίνεται το οκτώ του ανελλιπούς φωτός της αναλλοίωτης ειρήνης.”
Εκτός των έργων που ήδη αναφέραμε παραπάνω, θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε και τις συνθέσεις Η Θεία Μετάληψη για ορχήστρα (1928), Εμφάνιση της Αιώνιας Εκκλησίας για εκκλησιαστικό όργανο (1932), 20 Ματιές στο Βρέφος Ιησού για πιάνο (1944), Harawi, Τραγούδι Έρωτα και Θανάτου για δραματική σοπράνο και πιάνο (1945), Βιβλίο Εκκλησιαστικού Οργάνου (1951), Η Αφύπνιση των Πουλιών για πιάνο και ορχήστρα (1953), Εξωτικά Πουλιά για πιάνο, 2 κλαρινέτα, ξυλόφωνο, glockenspiel, κρουστά και μικρή ορχήστρα πνευστών (1955-56), Χρονοχρωμία για ορχήστρα (1960), 7 Haï-Kaï για πιάνο, 13 πνευστά, ξυλόφωνο, μαρίμπα, κρουστά και 8 βιολιά (1962), Η Μεταμόρφωση του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού για τενόρο, βαρύτονο, χορωδία, πιάνο και ορχήστρα (1965-69), Στοχασμοί για το μυστήριο της Αγίας Τριάδος για εκκλησιαστικό όργανο (1969), Από τα Φαράγγια στα Αστέρια10 για πιάνο, κόρνο και ορχήστρα (1974-75), ’Αγιος Φραγκίσκος της Ασίζης11 (1975-83).
(*) Ο κ. Μαρίνος γεννήθηκε στην Αθήνα και το 1988 εγκαταστάθηκε στην Αμερική όπου και ξεκίνησε μαθήματα πιάνου μέχρι το 1993 όταν και επέστρεψε στην Ελλάδα. Ξεκίνησε πάλι το 1999 στο Ωδείο ”Νέα Τέχνη”, στο οποίο και παρέμεινε μέχρι τον Δεκέμβριο του 2003 (τάξη Χριστίνας Τερτίπη). Κατόπιν, συνέχισε τις σπουδές του στο πιάνο ενώ παράλληλα ξεκίνησε μαθήματα μουσικής ερμηνείας με τον Γιώργο Χατζηνίκο, με τον οποίο και συνεχίζει σήμερα.
Το 2001 έλαβε το ”Recital Certificate in Pianoforte Performance” από το Guildhall School of Music and Drama του Λονδίνου με διάκριση και την υψηλότερη βαθμολογία που δόθηκε σε Ελλάδα και Κύπρο και τη 2η σε Αγγλία κερδίζοντας παράλληλα υποτροφία. Ακόμα, το 2003 ολοκλήρωσε τις σπουδές αρμονίας (τάξη Γιάννη Πανταζάτου) με το αντίστοιχο πτυχίο.
Έχει παρακολουθήσει μαθήματα ”Αισθητικής της Μουσικής και της Τέχνης” (τάξη Κωνσταντίνου Π. Καράμπελα-Σγούρδα), σεμινάρια σύγχρονης μουσικής (τάξη Γιώργου Μηνά), master-classes πιάνου και διάφορα σεμινάρια για τη μουσική και τη τέχνη από τους Evgeny Kolmanovitsch, Ευάγγελο Σαραφιανό, Ζουζού Νικολούδη, Γιάννη Τράντα, Γιώργο Χατζηνίκο κ.α. Επίσης έχει παρακολουθήσει μαθήματα βιολοντσέλου με τον Ραφαήλ Κορί.
Είναι υπεύθυνος του αρχείου ”Γιάννη Χρήστου”, το οποίο διατηρεί και επιμελείται από το 2001. Σε συνεργασία με το Νίκο Αδρασκέλα από το 2002, έχουν σχηματίσει πιανιστικό ντουέτο και έχουν εμφανιστεί σε συναυλίες τόσο στην Αθήνα όσο και στην επαρχία. Κύριος στόχος τους είναι να διαδώσουν τη μουσική των Ελλήνων συνθετών.
(*) Το κείμενο είναι απόσπασμα του αρχικού. Ολόκληρο δημοσιεύεται στο Classicalmusic.gr.