Afterimage: Τα κύκνειο άσμα ενός μεγάλου σκηνοθέτη

Ο Αντρέι Βάιντα, λίγο πριν πεθάνει, ολοκλήρωσε το κύκνειο άσμα του, ένα βιογραφικό δράμα με θέμα την ελευθερία της τέχνης.
Afterimage: Τα κύκνειο άσμα ενός μεγάλου σκηνοθέτη
του Λουκά Τσουκνίδα

Λίγο καιρό πριν μας αφήσει για τα καλά στα 90 του χρόνια, ο πολωνός δάσκαλος Αντρέι Βάιντα πρόλαβε να μας χαρίσει μία τελευταία, πολύ ενδιαφέρουσα ταινία. Συμπτωματικά, το “Afterimage” εξιστορεί τα δύο τελευταία χρόνια στη ζωή ενός άλλου θρυλικού πολωνού καλλιτέχνη, του ζωγράφου και θεωρητικού Βλάντισλαβ Στσεμίνσκι, ο οποίος ποδοπατήθηκε στην κυριολεξία απ’ το σοβιετικού τύπου καθεστώς, καθώς αυτό έσφιγγε τον κλοιό του στην πληγωμένη μεταπολεμική Πολωνία. Ποδοπατήθηκε, φυσικά, όχι επειδή ξεσήκωσε καμιά επανάσταση, αλλά επειδή αρνήθηκε να ευθυγραμμιστεί ο ίδιος με τις ιδέες του Κόμματος περί τέχνης.

Η υπόθεση

Μόνος και χτυπημένος απ’ τη φυματίωση, ο πρωτοπόρος ζωγράφος Βλάντισλαβ Στσεμίνσκι παρακολουθεί ανήμπορος καθώς η σοσιαλιστική πραγματικότητα τσακίζει μέρα με τη μέρα την καλλιτεχνική του ουτοπία, ενώ οι πιστοί μαθητές, ο μοναδικός φίλος και η μοναχοκόρη του δεν μπορούν να κάνουν τίποτα ουσιαστικό για να τον βοηθήσουν...



Η κριτική

Τέχνη που θυμίζει στον λαό τη δύναμή του, υπερτονίζει τις αξίες της κυρίαρχης πολιτικής ιδεολογίας και απεικονίζει την καθημερινή ζωή του εργάτη-στυλοβάτη της με τρόπο που διογκώνει τη σημασία του, όσο κοινότυπος και ασήμαντος και αν μοιάζει. Αυτό ήταν, χοντρικά, το σταλινικό καλλιτεχνικό δόγμα που, αν και δεν κυριάρχησε αμέσως, έφτασε σιγά-σιγά να καταπνίγει οτιδήποτε διαφορετικό, περιορίζοντας με το ιδεολογικό στανιό το φύσει απεριόριστο φάσμα της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας και οδηγώντας ταλαντούχους ανθρώπους και εξαιρετικούς δάσκαλους, σαν τον Βλάντισλαβ Στσεμίνσκι, στον εξευτελισμό και την εξόντωση.

Ο Βάιντα, βεβαίως, είχε ήδη κλείσει τους λογαριασμούς του με τον σταλινισμό όταν, τρία χρόνια μετά το “Katyn”, μία ταινία που έδειχνε τους σοβιετικούς ως υπαίτιους για μία σφαγή που αποδιδόταν (σαν μπαλάκι) πότε σ’ εκείνους και πότε στους Nαζί, το ρωσικό κράτος αποδέχθηκε επισήμως την ευθύνη του Στάλιν ως εντολέα. Το θέμα ήταν προσωπικό, αφού στη “Σφαγή του Κατίν” είχε δολοφονηθεί ο πατέρας του σκηνοθέτη. Οι λογαριασμοί του ως καλλιτέχνης, όμως, δεν είχαν κλείσει οριστικά.

Μεταγενέστερος του Στσεμίνσκι, ο Αντρέι Βάιντα υπήρξε ένας απ’ τους μεγαλύτερους πολωνούς δημιουργούς, ο οποίος ταλαιπωρήθηκε με τη σειρά του απ’ το μακρύ χέρι του καθεστώτος, αφού δεν σκόπευε ποτέ να ευθυγραμμίσει το σινεμά του με τον διαβόητο “σοσιαλιστικό ρεαλισμό”. Ως κύκνειο άσμα του, το “Afterimage” δεν είναι δα και η ταινία με την οποία θα τον θυμόμαστε ως δημιουργό. Είναι όμως μία έγκυρη και αξιόλογη τελευταία δήλωση απόρριψης οποιουδήποτε ολοκληρωτικού “οράματος” για την τέχνη και τον δημιουργικό μας βίο. Απογυμνωμένη, μάλιστα, από ρομαντικά κλεισίματα ματιού που μας λένε ότι το πνεύμα δε νικιέται ακόμη και αν η σάρκα μαρτυρήσει, συντηρώντας μεν την ελπίδα, εξωραΐζοντας όμως ένα υποτιμημένο (αν και εξίσου στυγερό) έγκλημα του ολοκληρωτισμού.

Μονόχειρας και κουτσός απ’ τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κιόλας, ο Βλάντισλαβ Στσεμίνσκι ζει μόνος, διαζευγμένος, με μία κορούλα, σ’ ένα διαμέρισμα στο Λοτζ όπου ζωγραφίζει με το χαρακτηριστικό του στιλ και ολοκληρώνει σταδιακά τα θεωρητικά του κείμενα. Παράλληλα, διδάσκει στη σχολή της οποίας είναι ιδρυτής μέσα στο χώρο του Μουσείου Στούκι. Ο Βάιντα εικονογραφεί την ρήξη του ζωγράφου με το καθεστώς σύντομα, μα γλαφυρά. Μια μέρα, ένα τεράστιο πανό με τη φάτσα του Στάλιν καλύπτει την πρόσοψη του κτιρίου του και κόβει το φως που μπαίνει απ’ το παράθυρό του ή, μάλλον, το κάνει κατακόκκινο. Ο καλλιτέχνης τότε, ανήμπορος να δημιουργήσει και να ζήσει χωρίς φως και αέρα, χωρίς παράθυρο, σκίζει το πανί και το κυνηγητό αρχίζει: Ή θα συμμορφωθεί ή τον τελειώνουν.

Από εκεί κι έπειτα, παρακολουθούμε τη ζωή του Στσεμίνσκι να μετατρέπεται σε μία διαρκή κόλαση καθώς οι ιθύνοντες της πολιτιστικής πολιτικής βάζουν σκοπό όχι μόνο να του κόψουν, κατά κάποιον τρόπο, και το άλλο χέρι, αλλά να του απαγορεύσουν κάθε οδό προς τον βιοπορισμό και να σβήσουν και τα ίχνη του απ’ την καλλιτεχνική ιστορία του τόπου του. Βοήθεια ουσιαστική δεν έρχεται από πουθενά παρά μόνο απ’ τους μαθητές του, μαζί με λίγη συμπαράσταση απ’ τον “συμμορφωμένο” ποιητή φίλο του και την πολύτιμη αγάπη της πραγματίστριας (και πρόωρα ενηλικιωμένης) κόρης του, καρπό του ταραχώδους έρωτά του με τη γλύπτρια και άλλοτε συνοδοιπόρο Καταρίνα Κόμπρο που υποκύπτει, εν τω μεταξύ, στην αρρώστια που κουβαλά κι εκείνος.

Στο ρόλο του Βλάντισλαβ Στσεμίνσκι, ο σπουδαίος πολωνός ηθοποιός Μπόγκουσλαβ Λίντα δίνει μία ερμηνεία εξαιρετική, αποδίδοντας με εγκράτεια την συναισθηματική παλέτα ενός χαρακτήρα ο οποίος, μέσα σε 2 χρόνια, ξαναζεί τα βάσανα μιας ολόκληρης ζωής. Το υπόλοιπο καστ αποδεικνύεται αντάξιο του πρωταγωνιστή, αν και οι χαρακτήρες τους μοιάζουν περισσότερο δορυφόροι του κεντρικού, σα να μη βγαίνουν ποτέ εξ’ ολοκλήρου απ’ το παρασκήνιο.

Η αλήθεια είναι ότι, με το σενάριό του, ο Βάιντα δεν επιχειρεί να εμβαθύνει σ’ αυτές τις λιγοστές σχέσεις που, υπό άλλες συνθήκες, θα αρκούσαν ίσως για να δώσουν δύναμη σε έναν βαθιά πληγωμένο άνθρωπο να σηκωθεί. Ίσως γιατί, εδώ, το διακύβευμα δεν είναι ο Στσεμίνσκι, ο οποίος ξέρει κιόλας ότι, σαρκικά τουλάχιστον, αργοπεθαίνει. Ένας απ’ τους πιο αιματηρούς πολέμους στην ιστορία του πήρε δύο άκρα, αλλά δεν τον σταμάτησε απ’ το να γεννά ιδέες και να τις εφαρμόζει στην τέχνη του. Τώρα, ο ιδεολογικός πόλεμος των ομοεθνών του αποδεικνύεται πιο συντριπτικός κι η αδιαφορία των συμπολιτών του αμείλικτη, κάτι που ο σκηνοθέτης αποδίδει με στοιχειωτική έμφαση στην τελική του σκηνή. Ο φόβος του είναι ότι, μαζί του, αργοπεθαίνει και το καλλιτεχνικό του όραμα και το διακύβευμα είναι, τελικά, η ίδια η ελευθερία του δημιουργού να προχωρήσει εμπρός, πέρα απ’ τα νοητά όρια της έκφρασης. Ως φαινομενικά περιττή, η τέχνη είναι συχνά το πρώτο θύμα, προάγγελος ενός ελέγχου που φτάνει μέχρι τις απλές, απολύτως απαραίτητες καθημερινές μας επιλογές.

Το “Afterimage” είναι ένα λιτό, έντονο, όσο και μονοδιάστατο βιογραφικό δράμα. Είναι εξαιρετικά επίκαιρο όμως, σε μία εποχή που η Τέχνη παραμένει ακατανόητη και περιττή για τους πολλούς, εύκολος στόχος δηλαδή για κάθε είδους εξουσιαστική αντίληψη.

Βγαίνουν ακόμη:

Το ιστορικό δράμα “Blood of my Blood” του Μάρκο Μπελόκιο, το πολωνικό δράμα “United States of Love”, η γαλλική κομεντί “Tour de France”, το δράμα του Τζόζεφ Σίνταρ “Norman: The Moderate Rise and Tragic Fall of a New York Fixer” με τον Ρίτσαρντ Γκιρ, η ταινία επιστημονικής φαντασίας “Life”, το “Πέντρο Νούλα” του Κάρολου Ζωναρά, η ταινία κινουμένων σχεδίων “Rock Dog” και τα ντοκιμαντέρ “Bosch, the Garden of Dreams” και “Night Will Fall”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v