Νοτιάς:Ο δημιουργός της Πολίτικης Κουζίνας επιστρέφει

Ο Τάσος Μπουλμέτης, σχεδόν μιάμιση δεκαετία μετά την Πολίτικη Κουζίνα, επιστρέφει με άλλο ένα νοσταλγικό δράμα. Το είδαμε και σας μεταφέρουμε εντυπώσεις.
Νοτιάς:Ο δημιουργός της Πολίτικης Κουζίνας επιστρέφει
του Λουκά Τσουκνίδα

Χρόνια μετά την “Πολίτικη Κουζίνα”, ο Τάσος Μπουλμέτης επιστρέφει στις αίθουσες με μια ταινία που καλείται να ανανεώσει τον προσωπικό του μύθο, εκείνον που έχτισε με την εμβληματική προηγούμενη δουλειά του. Ο “Νοτιάς” όμως, μια νοσταλγική, γλυκόπικρη ματιά στις δύο δεκαετίες πριν την “Αλλαγή” του '80 μέσα απ' τα μάτια ενός παιδιού που γίνεται έφηβος κι ενηλικιώνεται στα χρόνια αυτά, αποδεικνύεται κατώτερος των προσδοκιών.

Η υπόθεση
Ο Σταύρος μεγαλώνει σε μια κρίσιμη περίοδο της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, κατά τη διάρκεια της Χούντας και της Μεταπολίτευσης. Ευφάνταστος και αισθηματίας από μικρός, μαθαίνει να πλάθει διασκευές των μύθων που μαθαίνει στο σχολείο, οι οποίες σκοτεινιάζουν όποτε τα πράγματα δεν του πάνε καλά. Για να διαχειριστεί τις “κρίσεις” του, η μητέρα του ακολουθεί τη συμβουλή μιας καφετζούς που δείχνει να καταλαβαίνει τι έχει στην καρδιά του ο μικρός, και αρχίζει να τον πηγαίνει σινεμά...



Η κριτική
Με βάση και όσα είχαμε δει πριν την πρεμιέρα, δε νομίζω να περίμενε κανείς κάτι άλλο απ' τον δημιουργό της “Πολίτικης Κουζίνας”, παρά μια αφήγηση σερβιρισμένη με μπόλικες δόσεις νοσταλγίας, ωραιοποιημένες απεικονίσεις μιας περασμένης εποχής και γλυκόπικρο μελόδραμα με νότες αισιοδοξίας και συμπυκνωμένης ανθρώπινης σοφίας. Θα μου πείτε, αυτή δεν είναι πάνω-κάτω μία απ' τις συνταγές που έχουμε αγαπήσει τόσες και τόσες φορές ως κοινό κι έχουν κρατήσει τον μύθο του κινηματογράφου, ως απόλυτη λαϊκή τέχνη, ζωντανό μέσα στις δεκαετίες; Ίσως, αλλά όσο εύκολη κι αν φαίνεται στην εκτέλεσή της, το αποτέλεσμα δεν είναι πάντα το ίδιο ικανοποιητικό.

Στο “Νοτιά”, ο Τάσος Μπουλμέτης επιχειρεί να σκιαγραφήσει τις αλλαγές που έφεραν σε ολόκληρη τη χώρα οι δεκαετίες του '60 και του '70, πριν ανακατευτούμε όλοι στον πράσινο χυλό του '80, τοποθετώντας τα γεγονότα στο φόντο μιας ιστορίας ενηλικίωσης, της ιστορίας του μικρού Σταύρου που αρέσκεται να βλέπει τη ζωή γύρω του μέσα από το πρίσμα της μυθολογίας. Σε ένα σπίτι όπου η πολιτική δεν περνάει από την εξώπορτα, ο Σταύρος κρατά τις εικόνες που θέλει απ' τα κινηματογραφικά επίκαιρα και τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις για να τις μπλέξει με τους μύθους που μαθαίνουν τα παιδιά και να φτιάξει τους δικούς του. Για κάποιο λόγο, οι παιδικές ερωτικές απογοητεύσεις, π.χ. ο καταδικασμένος έρωτάς του για την Άννα-Μαρία (την Τέως), πυροδοτούν μια διάθεση αναθεώρησης των γνωστών μύθων με απαισιόδοξο πρόσημο, οπουδήποτε το τέλος είναι αίσιο.

Μπορεί σε κάποιους η ιδέα να φαίνεται ενδιαφέρουσα, όμως εγώ πρέπει να ομολογήσω ότι εξ αρχής δε μου φάνηκε πειστική. Δεν πείθει, με λίγα λόγια, ότι μπορεί να λειτουργήσει ως κάτι παραπάνω από ένα σεναριακό τέχνασμα που, στην καλύτερη περίπτωση, θα καεί για να μας οδηγήσει σε κάτι άλλο. Αυτό το κάτι άλλο, εδώ, δεν έρχεται ποτέ.

Έτσι, βλέπουμε τον Σταύρο να χρησιμοποιεί αυτή του την “ειδική ικανότητα” σε διάφορες περιστάσεις, την ώρα που ανακατεύεται κι αυτός με όσα ανακατεύονται οι νέοι της εποχής του, προδίδει και προδίδεται και μαθαίνει σταδιακά να αγαπά τον μεγάλο παραμυθά της ζωής του, το σινεμά. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο το “τέχνασμα” του Μπουλμέτη επηρεάζει την πλοκή και τις ζωές των χαρακτήρων δεν μοιάζει φυσικός, αλλά εντελώς κατασκευασμένος και μάλιστα πρόχειρα. Αυτό αποτυπώνεται στους διαλόγους που χάνουν κάθε αληθοφάνεια όταν επιχειρούν να “ανατρέψουν” τα κλισέ και να “παίξουν” με την έννοια του μύθου ως ταγού της ανθρώπινης ελπίδας και κινητήριο δύναμη της πεζής ζωής μας.

Το καλό με το “Νοτιά” είναι ότι καθώς η ώρα περνά, σε απορροφά με τις καλές του προθέσεις, την ευχάριστη αισθητική και τις χαριτωμένες αναφορές στα στερεότυπα της εποχής και σε κρατά μαζί του μέχρι το τέλος. Βοηθά ίσως και ότι, στο δεύτερο μισό, οι χαρακτήρες μπλέκονται πιο πολύ μεταξύ τους και τα διάφορα αστειάκια είναι πιο εύστοχα απ' ότι στις αρχές.

Το πρόβλημα βέβαια, παραμένει ότι ο κεντρικός χαρακτήρας μένει “στον κόσμο του” την ώρα που οι αλλαγές γύρω του μοιάζουν κοσμογονικές για την Ελλάδα του τότε και το φόντο δεν μπλέκεται ποτέ με το προσκήνιο παρά μόνο επιδερμικά και χωρίς ουσιαστικό αντίκτυπο στον Σταύρο και τις εμμονές του. Βλέπει σινεμά, ερωτεύεται κι ονειρεύεται ταξίδια μακρινά κι αυτό, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, πρέπει να μας κάνει να νοσταλγήσουμε ή να κουνήσουμε το κεφάλι με νόημα μπροστά στην τιτανομαχία μεταξύ μυθολογίας και πραγματικότητας. Δυστυχώς δε συμβαίνει κάτι τέτοιο, ενώ οι τέσσερις-πέντε σκηνές που λειτουργούν άψογα, απλώς υπογραμμίζουν την αστοχία των υπόλοιπων και η έξυπνη απεικόνιση της εποχής με την υπέροχη μουσική επένδυση δεν αρκούν για να παραβλέψει κανείς τις τρανταχτές αδυναμίες της ταινίας. Στο καστ πάλι, είναι ο Θέμης Πάνου που ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες το γάλα, ως συμπρωταγωνιστής, ανάμεσα σε μια σειρά από σχετικά αδιάφορες ερμηνείες.

Ο “Νοτιάς”είναι μια μετριότατη ταινία. Βλέπεται ευχάριστα με λίγη καλή διάθεση, αλλά ξεχνιέται με το που ανάψουν τα φώτα.

Βγαίνουν ακόμη:
Το συμπαθητικό ισλανδικό δράμα “Rams” και το απαράδεκτο ριμέικ “Secret in their Eyes”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v