Fading Gigolo: Γούντι Άλεν για θερινό σινεμά

Ο Τζον Τορτούρο σκηνοθετεί και ο Γούντι Άλεν συμπρωταγωνιστεί σε μια συμπαθητική ρομαντική κομεντί, κομμένη και ραμμένη για τα θερινά μας σινεμά.
Fading Gigolo: Γούντι Άλεν για θερινό σινεμά
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Στην πέμπτη του σκηνοθετική απόπειρα, μέσα σε μια εικοσαετία περίπου, ο Τζον Τορτούρο γράφει και κινηματογραφεί μια ιστορία ερωτικής αναζήτησης ανάμεσα στα κόκκινα τούβλα των γειτονιών της Νέας Υόρκης. Δηλαδή, στο τέλειο σκηνικό για τον Γούντι Άλεν, ο οποίος κλέβει την παράσταση απ' τον δημιουργό και συμπρωταγωνιστή του με τη θορυβώδη, ακατάσχετη και αναμενόμενα αστεία φλυαρία του. Το “Fading Gigolo” είναι μια ψευδορομαντική ματιά στον έρωτα από μια ηλικία κι ύστερα, χαριτωμένη μεν, μα ανήμπορη τελικά να παραδώσει όσα υπόσχεται κατά τη διάρκειά της.

Η υπόθεση

Ο καλοστεκούμενος και αδέσμευτος Φιοραβάντε αποφασίζει να βοηθήσει τον πολυμήχανο φίλο του Μάρεϊ με τα οικονομικά του προβλήματα ικανοποιώντας μοναχικές κυρίες με αντάλλαγμα χρήματα. Οι δουλειές μοιάζουν να πηγαίνουν μια χαρά, μέχρι που ο “μάνατζερ” φέρνει στο κατώφλι του “συνοδού” μια κυρία διαφορετική απ' τις άλλες. Σιγά σιγά ο έρωτας κάνει την εμφάνισή του και μαζί, όσα ο Φιοραβάντε φοβόταν και λαχταρούσε συνάμα...



Η κριτική

Ο Τορτούρο ξεκινά από μια ενδιαφέρουσα γενική ιδέα. Ένας μεσήλικας εργένης με το εξωτικό όνομα Φιοραβάντε, εμφανώς φιτ, υπογείως συναισθηματικός και εξαιρετικά ικανός σε “αντρικές” και μη δουλειές, ακολουθεί μια ιδέα του φίλου του και γίνεται ζιγκολό για μοναχικές ή, απλώς, περιπετειώδεις συνομήλικές του. Ο ίδιος δεν έχει βρει ακόμη το λιμάνι του κι η πλεονάζουσα σεξουαλική ενέργειά του μένει, κατά μία έννοια, ανεκμετάλλευτη. Εν τω μεταξύ, όλοι οι εμπλεκόμενοι βρίσκονται σε μια ηλικία που οι ηθικοί φραγμοί αρχίζουν να υποχωρούν μπροστά στο ενδεχόμενο μία απ' τις αναντικατάστατες απολαύσεις της ζωής να γίνει, για διάφορους λόγους, απατηλό όνειρο.

Μια δεύτερη καλή ιδέα είναι η επιστράτευση του Γούντι Άλεν στο ρόλο του Γούντι Άλεν, αλλά όχι σε ταινία του Γούντι Άλεν. Κι εδώ λοιπόν, αναλαμβάνει το συνήθη ρόλο του αγχωτικού φαφλατά που παρακάμπτει με σοφιστίες τα όποια ηθικά διλήμματα μπορεί να του σταθούν εμπόδιο ώστε να πείσει τους άλλους να κάνουν αυτό που θέλει. Το ότι έχει να ταΐσει την αφροαμερικάνα σύζυγό του και τα τέσσερα παιδιά της δίνει στον Μάρεϊ ένα βάθρο να σταθεί, αφού οι άνθρωποι που χειραγωγεί έχουν εκπέσει του δικού τους προ πολλού και δεν πρόκειται να λογοδοτήσουν πουθενά.

Κι έτσι πάμε στην τρίτη καλή ιδέα του δημιουργού. Ανάμεσα στις γυναίκες που ο Μάρεϊ βολιδοσκοπεί, πεταχτούλες όλες τους και εύκολοι στόχοι, βρίσκεται και η ορθόδοξη εβραία —και χήρα ραβίνου— Αβιγκάλ. Έχοντας μείνει μόνη να μεγαλώσει τα έξι παιδιά της, τους καρπούς δηλαδή των ελάχιστων φορών που ο ραβίνος “κοιμήθηκε” μαζί της με μοναδικό σκοπό την τεκνοποίηση, δε μπορεί να κρύψει τη θλίψη και την αίσθηση του ανικανοποίητου που τη διακατέχει. Ο Ντόβι, αστυνομικός της ορθόδοξης κοινότητας και γείτονάς της από μικρό παιδί, την αγαπά, αλλά δεν παύει να είναι μέρος του μικρόκοσμού της, οι κανόνες του οποίου την εξαναγκάζουν σ' αυτή την αβάσταχτη εγκράτεια. Ο “νεοφώτιστος νταβάς” την δελεάζει προς τον ζιγκολό του κι ο ευαίσθητος, ευγενικός και διορατικός Φιοραβάντε είναι τελικά ο κατάλληλος άνθρωπος για να την “ξεκλειδώσει”.

Η Βανέσα Παραντί αποδεικνύεται κι εκείνη εξαιρετική επιλογή στο ρόλο της Αβιγκάλ. Η γήινη ομορφιά της και τα γοητευτικά σημάδια της ηλικίας σε συνδυασμό με την κοριτσίστικη φυσιογνωμία της, κάνουν την πρόωρα μεγαλωμένη, μα άνευ πραγματικής ωρίμανσης, εβραιοπούλα να μοιάζει με κλειστό λουλούδι που μαραζώνει περιμένοντας ν' ανθίσει. Ο ανθοκόμος με το όνομα που σημαίνει λουλούδι, ερμηνευμένος απ' τον ίδιο τον Τορτούρο, είναι ώριμος μεν, αλλά μοιάζει να έχει κολλήσει σε μια συγκεκριμένη ηλικία, ακμαίος μα μετέωρος, περιμένοντας τον άνθρωπο με τον οποίο θα γεράσουν και θα παρακμάσουν αγκαλιά. Θα είναι άραγε αυτός ο άνθρωπος η Αβιγκάλ;

Ο Τορτούρο χτίζει ένα απροσδόκητο και φαινομενικά καταδικασμένο ειδύλλιο μέσα σε μια κατάσταση που, εξαρχής, μοιάζει απίθανη. Στο μεταξύ, καταφέρνει να κουτουπώσει γυναίκες του βεληνεκούς της Σάρον Στόουν και της Σοφία Βεργκάρα κάνοντάς τες να τον ερωτευτούν και λιγάκι, λόγω του μυστηριώδους ύφους και των “ανδροπρεπών” ελαττωμάτων του. Δυστυχώς στην προσπάθειά του να φάνει συναισθηματικά “τραυματίας” όσο και “γαμάτος” ο κεντρικός του χαρακτήρας, ο Τορτούρο δεν μπορεί να αποφασίσει τι από τα δύο είναι. Η ερμηνεία του μοιάζει υπερβολικά υποτονική μπροστά σ' εκείνες του Άλεν και της Παραντί κι ο χαρακτήρας του σβήνει (κατ' αντιστοιχία με το “fading” του τίτλου) πριν προλάβουμε ν' αποφασίσουμε κι εμείς τι θέλουμε για 'κείνον. Το τέλος μοιάζει βιαστικό και αμήχανο, μια απρόσμενη ήττα που δε στοιχειοθετείται ποτέ επαρκώς.

Το “Fading Gigolo” είναι μια συμπαθητική ρομαντική κομεντί, κομμένη και ραμμένη για τα θερινά μας σινεμά. Δυστυχώς, μας αφηγείται μια ιστορία ημιτελή που πνίγεται στη φλυαρία της, θυσία ίσως στο βωμό του γοητευτικού καστ της.

Βγαίνουν ακόμη:
Το βρετανικό δράμα “Song for Marion” και το σπονδυλωτό, αισθηματικό δράμα “Third Person”.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v