Black Bread: Δυναμικό και επίκαιρο δράμα

Η ανάγνωση του απόηχου από τον ισπανικό εμφύλιο δια χειρός Αγκουστί Βιλαρόνγκα είναι συναισθηματικά φορτισμένη, ερμηνευτικά άρτια και – παραδόξως - αρκετά επίκαιρη.
Black Bread: Δυναμικό και επίκαιρο δράμα
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Το “Black Bread” του Αγκουστί Βιλαρόνγκα είναι μια ταινία γύρω απ' τον απόηχο του ισπανικού εμφυλίου και τον αντίκτυπό του στους ηττημένους, αλλά και στις μικρές τοπικές κοινωνίες κάποια χρόνια μετά την επιστροφή τους στους ρυθμούς της καθημερινής ζωής. Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα, δεν αποκλίνει μεν από συνήθη αφηγηματικά στερεότυπα και μελοδραματικές συμβάσεις, παραμένει όμως μια πολύ δυνατή συναισθηματική εμπειρία με μια εξαιρετική κεντρική ερμηνεία, αυτή του μικρού Φραντσέσκ Κολομέρ.

Η υπόθεση

Μια μέρα, ενώ γυρνά στο κτήμα όπου ζει, ο μικρός Αντρέου γίνεται μάρτυρας ενός φρικτού εγκλήματος, καθώς βρίσκει το πτώμα ενός φίλου του και του πατέρα του μέσα στη γκρεμοτσακισμένη άμαξά τους. Κύριος ύποπτος χαρακτηρίζεται ο πατέρας του Αντρέου, παλιός συνδικαλιστής και σύντροφος του νεκρού. Τις μέρες που θ' ακολουθήσουν τη σύλληψή του, ο μικρός καταλανός θα συνειδητοποιήσει ότι ο κόσμος των μεγάλων έχει χτιστεί πάνω σε ψέματα που κρύβουν αγριότητες και πως ένας εμφύλιος, δεν τελειώνει στην πραγματικότητα τη μέρα που τελειώνει στα χαρτιά...



Η κριτική

Απ' το ξεκίνημα κιόλας, ο Βιλαρόνγκα μας δίνει να καταλάβουμε ότι δεν πρόκειται να είναι ήπιος στην απεικόνιση των χαρακτήρων του στην προσπάθεια να επιτύχει την επιθυμητή αρμονία μεταξύ αισθητικού αποτελέσματος και σεναριακού ζόφου. Ο φόνος του χωρικού και η παράπλευρη απώλεια του γιου και του αλόγου του αποδίδονται με απόλυτο κυνισμό και ραγδαία εξέλιξη βάζοντάς μας, κατά μία έννοια, στη θέση του μικρού παιδιού που, αθώο ως καρπός της μετεμφυλιακής εποχής, βρίσκει τα πτώματα κι η περίοδος της “ηθικής του αφύπνισης” ξεκινά με τη βία.

Ο Αντρέου είναι ένα καλό παιδί που μιλά λίγο κι ακούει μεγάλους και συνομίληκους, ένας καλός μαθητής που ονειρεύεται να φύγει απ' το “κολιγόσπιτο” και να γίνει γιατρός, κάνοντας περήφανους τους γονείς του που υπεραγαπά κι οποίοι τον ανέθρεψαν προς αυτήν την κατεύθυνση, προστατευμένο απ' όσα θα μπορούσαν να νοθεύσουν την εικόνα του για τον γύρω κόσμο και την προοπτική του να “ξεφύγει” απ' αυτόν. Δυστυχώς όμως, ο απόηχος του εμφυλίου δεν έχει σιγήσει και με αφορμή το φονικό, αλλά και το “κόλλημα” του τοπικού αρχιαστυνομικού με τον πατέρα και τη μητέρα του, ο μικρός θ' αρχίσει να ξετυλίγει ένα κουβάρι που θα αναιρέσει τους κόπους τους και θα τον αναγκάσει να ενηλικιωθεί αφύσικα ραγδαία, πριν κληθεί να πάρει τη ζωή του στα δικά του χέρια.

Προφανώς, το ζήτημα εδώ δεν είναι άλλο απ' τη διερεύνηση της διάβρωσης που προκαλεί ένας πόλεμος αυτού του είδους σε νικητές και ηττημένους, στις κοινωνίες που θα πρέπει να οικοδομήσουν από κοινού, αλλά και στις επόμενες γενιές που είναι αδύνατο να αποσπαστούν απ' το βεβαρυμένο παρελθόν των οικογενειών τους, μακρινό και κοντινό. Που μπορεί ν' απευθυνθεί ένα μικρό παιδί για να αντλήσει πρότυπα όταν όλοι γύρω του, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, είναι ενταγμένοι σ' ένα συγκεκριμένο μοντέλο επιβίωσης κι έχουν ενστερνιστεί πλήρως τον αμοραλισμό του πολέμου, μεταφέροντας τον στην καθημερινή ζωή τους; Οι γονείς του Αντρέου, μοιάζουν να το έχουν αντιληφθεί και προσπαθούν απελπισμένα να σώσουν το παιδί τους, την επομενη γενιά, κρατώντας την εμπειρία του αμόλυντη με συγκαλύψεις και ψέματα. Η αποτυχία τους, απλώς υπογραμμίζει τη ματαιότητα των μεθόδων τους. Μόνο ο χρόνος και η αλήθεια μπορούν να επουλώσουν τις πληγές, τόσο αργά ωστόσο, που γενιές ολόκληρες χάνονται στην πορεία.

Όσο κρυψίνοες είναι οι ενήλικοι της ταινίας, τόσο τα παιδιά που περιτριγυρίζουν τον Αντρέου είναι αφοπλιστικά ειλικρινή και ενοχλητικά κυνικά, αφού δεν είχαν το γονεϊκό φίλτρο που είχε εκείνος. Αντιλαμβάνεται όμως κανείς ότι, ακόμη κι έτσι, ο αθώος μικρός έχει ένα σημείο αναφοράς, μια πρότερη κατάσταση στην οποία μπορεί να επιστρέψει μόλις συνέλθει απ' το σοκ, ένα παράδειγμα κόντρα στο αντιπαράδειγμα των γύρω του. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να επιστρέψει. Η ταινία μας κάνει κατανοητό ότι αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, όσο δύσκολο είναι να ξεριζώσεις μόνος σου τις ρίζες σου για να τις μπήξεις αλλού, σ' ένα καθαρό έδαφος που θα σε βοηθήσει ν' ανθίσεις κι όχι να βγάλεις αγκάθια που θα πληγώνουν όποιον σε πλησιάζει.

Όλ' αυτά, ο Βιλαρόνγκα μας τα παρουσιάζει με αφηγηματική καθαρότητα και άψογη ενορχήστρωση των χαρακτήρων, ξεπερνώντας νομίζω τις εγγενείς δυσκολίες της μεταφοράς στην οθόνη ενός έργου του πεζού λόγου κι αποδίδοντας μια αυτόνομη εκδοχή της πρωτότυπης ιστορίας, αν και αναγκαστικά, υποθέτω, πιο σύντομη. Κρατώντας τις μελοδραματικές κορώνες και τις πολιτικά φορτισμένες στιχομυθίες σε χαμηλούς τόνους και με πολύ καλό τάιμινγκ στις σεναριακές εξάρσεις καταφέρνει να μας βάλει στην καρδιά του πληγωμένου μικρόκοσμου και των διαστρεβλωμένων διαπροσωπικών σχέσεων, καθώς και “στα παπούτσια” του ήρωά του. Αρωγοί του στην προσπάθεια αυτή, είναι όλα τα μέλη ενός εξαιρετικού καστ, με προεξάρχοντα τον μικρό Φραντσέσκ Κολομέρ, που κάνει τον Αντρέου να ξεχωρίζει απ' το πρώτο λεπτό, ερχόμενος σε πλήρη αρμονία με το πνεύμα του έργου.

Το “Black Bread” είναι μια εξαιρετική ταινία απ' την καταλωνία που, συν τοις άλλοις, μας υπενθυμίζει πόσο ανίκανοι έχουμε σταθεί εμείς στο να κάνουμε οτιδήποτε, ελάχιστα διορατικό κι ενδοσκοπικό γύρω απ' τον δικό μας τραγικό εμφύλιο.

Βγαίνουν ακόμη:

Το υπερφορτωμένο δράμα “White Elephant” του Πάμπλο Τραπέρο, η μέτρια κωμωδία “2 Days in New York” της Ζιλί Ντελπί, η τελευταία ταινία του Πολ Γουόκερ “Brick Mansions”, το δράμα “Mr Morgan's Last Love” με τον αειθαλή Μάικλ Κέιν και το 3D παραμύθι “Maleficent” με την Αντζελίνα Τζολί.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v