Hangover 3: Το απογοητευτικό φινάλε της τριλογίας

Αναμενόμενο χιούμορ, λιγότερες εκπλήξεις από το Hangover 2, και πολλές σκηνές εντυπωσιασμού, περιλαμβάνει το χλιαρό φινάλε της επιτυχημένης τριλογίας.
Hangover 3: Το απογοητευτικό φινάλε της τριλογίας
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Η γνώριμη τετράδα ξαναμπαίνει σε περιπέτειες κι έτσι ακόμη μια κωμική τριλογία ολοκληρώνεται με το συνήθη, ελάχιστα εντυπωσιακό τρόπο, αφήνοντάς μας με την αίσθηση ότι κάτι εν δυνάμει πολύ καλύτερο σπαταλήθηκε αλόγιστα. Το “The Hangover III” του Τοντ Φίλιπς, αν και πιο πρωτότυπο απ' το δεύτερο μέρος, δεν καταφέρνει να θυμίσει σε τίποτα το πρώτο και βασίζεται αποκλειστικά στις υπερβολές των δύο πιο ακραίων χαρακτήρων του καθώς παραδίνεται στην απόλυτη μετριότητα απ' τον δημιουργό του.

Η υπόθεση

Μετά την κηδεία του πατέρα του Άλαν και πεθερού του Νταγκ, η οικογένεια αποφασίζει να στείλει τον άστατο, ενήλικο μπέμπη σε σανατόριο. Με τα πολλά, ο Άλαν δέχεται, αρκεί να τον πάνε μέχρι εκεί οι “κολλητοί του”, ο Νταγκ, ο Φιλ και ο Στου. Στο δρόμο όμως για την Αριζόνα, όλα παρεκτρέπονται και πάλι, αφού την τελευταία φορά που επισκέφθηκαν το Λας Βέγκας δεν είχαν τακτοποιήσει όλες τις εκκρεμότητές τους...



Η κριτική


Σοφά, κατά τη γνώμη μου, ο Φίλιπς στηρίζει το τρίτο μέρος πάνω στους δύο πιο απρόβλεπτους, ψυχολογικά ασταθείς και αγαπημένους χαρακτήρες της τριλογίας, τον ανίδεο βουτυρομπεμπέ Άλαν και τον εγκληματία Λέσλι Τσάο. Μας αποκαλύπτει, μέσω ενός “αφεντικού” του Λας Βέγκας, ότι οι δυο τους διατηρούν αλληλογραφία ενόσω ο δεύτερος βρίσκεται σε φυλακή της Μπανγκόκ, εκεί όπου είχαν συναντηθεί δηλαδή στο προηγούμενο σίκουελ, συνδέοντας έτσι και τα τρία μέρη σε μια καινούργια πλοκή. Ο αδίστακτος Μάρσαλ θέλει πίσω κάτι που του έχει κλέψει ο Τσάο και οι τρεις φίλοι (αφού ο Νταγκ είναι πάλι ο όμηρος), πρέπει να βρουν τον Κινέζο και να τον παραδώσουν στον εχθρό και μαζί στο θάνατό του.

Ο Τσάο βέβαια δεν πιάνεται έτσι εύκολα, πόσο μάλλον από αυτούς τους τρεις, κι έτσι η ταινία εξελίσσεται σ' ένα διαρκές κυνήγι με αναμενόμενο χιούμορ, ελάχιστες εκπλήξεις και πολλές σκηνές εντυπωσιασμού, καλογυρισμένες, αλλά άψυχες στην πλειοψηφία τους. Παρ' όλ' αυτά, ο Ζακ Γαλιφιανάκης με τον Κεν Ζέονγκ, μόνο αγγαρεία δεν κάνουν, αποδίδοντας όσο καλύτερα γίνεται τους γνώριμούς τους χαρακτήρες, προσπαθώντας ακόμη και να δώσουν ένα πιο ιδιαίτερο χρώμα στην περίεργη φιλική σχέση τους η οποία μένει αρκετά ανεκμετάλλευτη τελικά, αφού δεν προκύπτει καμία σοβαρή ανατροπή των κλισέ, που να βασίζεται σ' αυτήν.

Το ίδιο ανεκμετάλλευτος περνά και ο Τζον Γκούντμαν στο ρόλο του νέου “κακού”, του Μάρσαλ, αφεντικού του μαύρου Νταγκ, ο οποίος τα ξεκίνησε όλα μ' εκείνα τα λάθος χάπια που έδωσε στον Άλαν και, φυσικά, τιμωρείται γι' αυτό. Ο ρόλος του είναι προχειρογραμμένος, δεν έχει τίποτε το αξιμνημόνευτο κι έτσι ένας απ' τους σπουδαιότερους κωμικούς (και όχι μόνο) καρατερίστες του αμερικάνικου σινεμά μοιάζει με πρησμένο κι αναλώσιμο κομπάρσο σε ταινία του Στίβεν Σιγκάλ. Κι αυτό, νομίζω, είναι το πιο τρανταχτό δείγμα των προθέσεων των δημιουργών να τελειώνουν τσατ-πατ με μια τριλογία στην οποία μάλλον δεν πίστεψαν ποτέ όσο οι εργοδότες τους.

Το “Hangover III” είναι ένα ψυχαναγκαστικό κλείσιμο σε μια σειρά ταινιών που μπαγιάτεψε πριν καν έρθει ο καιρός της.

Βγαίνουν ακόμη:
Το δράμα “Two Mothers” και, σε επανέκδοση, η κωμωδία των αδερφών Μαρξ “A Night at the Opera (1935).




Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v