Bel Ami: Ένα κακό κινηματογραφικό «Άρλεκιν»

Σας λείπουν τα μεσημεριανάδικα και τα τούρκικα σήριαλ; Αναζητάτε μία Άρλεκιν κινηματογραφική εκδοχή ενός κλασσικού μυθιστορήματος; Γοητεύεστε από το μπλαζέ βλέμμα του Ρόμπερτ Πάτινσον; Τότε αυτή η κακή σαπουνόπερα εποχής είναι για εσάς.
Bel Ami: Ένα κακό κινηματογραφικό «Άρλεκιν»
του Λουκά Τσουκνίδα

Δεν ξέρω κατά πόσο το κλασικό μυθιστόρημα του Γκι ντε Μοπασάντ απέχει παρασάγκας από ένα σκανδαλοθηρικό βίπερ για κυρίες που τους έχουν λείψει τα μεσημεριανάδικα και τα τούρκικα στις παραλίες, η τελευταία μεταφορά του πάντως στη μεγάλη οθόνη δεν κολακεύει καθόλου το πρωτότυπο κείμενο. Και να σκεφτεί κανείς ότι χρειάστηκαν όχι ένας, αλλά δύο σκηνοθέτες…

Η υπόθεση

Ο Ζωρζ Ντιρουά έχει μόλις αποστρατευθεί μετά από μια τριετή θητεία στην Αλγερία και δουλεύει στο Παρίσι, ως υπάλληλος στους σιδηρόδρομους. Ένα βράδυ σ’ ένα καταγώγιο συναντά έναν γνωστό του απ’ το στρατό, τον Σαρλ Φορεστιέ. Εκείνος είναι πλέον αρχισυντάκτης μιας εφημερίδας ευρείας κυκλοφορίας και τον καλεί σε δείπνο στο σπίτι του. Εκεί γνωρίζει τη Μαντλέν, σύζυγο του Σαρλ και παθιασμένη ακτιβίστρια κατά του επικείμενου πολέμου στο Μαρόκο. Υπό την προστασία και καθοδήγησή της γίνεται δημοσιογράφος, εραστής και σύντομα, άνδρας με κοινωνικό στάτους, χρήματα και εξουσία…



Η κριτική

Δεν έχει περάσει μισή ώρα στην ταινία και ο Ζωρζ μεταμορφώνεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας από φτωχομπινές χωριάτης και άξεστος πρώην φάνταρος, σ’ έναν κύριο της καλής κοινωνίας που σαγηνεύει όποια γυναίκα βρεθεί στο διάβα του με… ποιος ξέρει τι προσόντα, πέρα απ’ το γωνιώδες πρόσωπό του, αφού είναι ανίκανος να μιλήσει για οτιδήποτε χωρίς να χαμογελάσει με κλειστά μάτια σα να έχει δαγκώσει μόλις χαλασμένο λεμόνι. Κι όμως, χωρίς να έχει γράψει μια λέξη στη ζωή του, με τη βοήθεια της προστάτιδος του Μαντλέν δηλώνει δημοσιογράφος και ως τέτοιος, καταφέρνει ακόμη και να ρίξει την κυβέρνηση! Θ’ αποτρέψει άραγε και τον πόλεμο;

Το υποτυπώδες σενάριο αποτελεί εμφανώς μια συρραφή από τα πιο βασικά στιγμιότυπα του βιβλίου, σαν κάποιος να το διάβασε αντί για εμάς και να μας έδωσε την περίληψη για να κάνουμε τους καμπόσους. Οι σκηνές είναι ασύνδετες πέρα από τον βασικό σκοπό που υπηρετούν, να μας αφηγηθούν μέσω μίας λίστας με ψευτοδραματικά συμβάντα την άνοδο ενός αμοραλιστή τυχοδιώκτη με μηδενικά προσόντα αλλά περίσσια μοχθηρία και ανεξήγητη γοητεία στις τρεις γυναίκες που μας παρουσιάζονται ως οι πιο πλούσιες και επιδραστικές κυρίες του “χωριού” που λέγεται Παρίσι. Η σκηνοθεσία είναι απούσα, αφού όσα κοντινά στα μάτια του Ρόμπερτ Πάτινσον κι αν κάνει κανείς, δε νομίζω ότι αυτό μπορεί να ονομαστεί σκηνοθετική άποψη.

Το γενικό χάλι ολοκληρώνεται απ’ τις ερμηνείες. Ο Πάτινσον, αμήχανος και ημισυνειδητοποιημένος ότι αποτελεί το έκθεμα γύρω απ’ το οποίο έχει στηθεί η προχειρότητα αυτή που ονομάστηκε ταινία, περνά τον περισσότερο χρόνο στην οθόνη με ένα βλέμμα που μοιάζει με συνδυασμό λαγνείας και ναυτίας, χαμογελά μ’ αυτόν τον παιδικό του τρόπο σε σημεία που δε δικαιολογείται και σφίγγεται ελαφρώς όποτε πρέπει εμείς να καταλάβουμε ότι σκέφτεται το επόμενο σατανικό του σχέδιο. Οι τρεις “κυρίες”, η Ούμα Θέρμαν, η Κριστίνα Ρίτσι και η Κριστίν Σκοτ Τόμας κάνουν ότι μπορούν για μας πείσουν ότι ο νεαρός είναι πιο γοητευτικός και άξιος απ’ ότι φαίνεται, αλλά καταφέρνουν απλώς να γίνουν σαπουνοπερίστικες καρικατούρες.

Τέλος πάντων, το “Bel Ami” είναι μια πολύ κακή ταινία, ο χειρότερος τρόπος να κλείσει μια ακόμη απογοητευτική καλοκαιρινή κινηματογραφική σεζόν.

Βγαίνουν ακόμη:


- Η κατασκοπική περιπέτεια “Shadow Dancer”, η κωμωδία “A Few Best Men”, το σίκουελ κινουμένων σχεδίων “Madagascar 3: Europe’s Most Wanted” και, σε επανέκδοση, το “Τελευταίο Κύμα (1977)” του Πίτερ Γουέιρ και το “The Shop Around the Corner (1940)” του Ερνστ Λούμπιτζ.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v