Starbuck: Η κωμωδία του καλοκαιριού

Χιούμορ, αισιοδοξία αλλά και δράμα, εντυπωσιακή σκηνοθεσία κι ένας αξιαγάπητος πρωταγωνιστής συνυπάρχουν σε αυτήν την γαλλόφωνη κωμωδία από τον Καναδά, ό,τι πρέπει για μια βραδιά σε θερινό.
Starbuck: Η κωμωδία του καλοκαιριού
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Δε συμβαίνει συχνά μια γαλλόφωνη κωμωδία απ' τον Καναδά να φτάνει στις αίθουσές μας, αλλά η καλοκαιρινή διανομή ταινιών είναι πάντα απρόβλεπτη. Το “Starbuck” του Κεν Σκοτ, παρά την εντελώς αναληθοφανή πλοκή του, διαθέτει σωστό κωμικό τάιμινγκ, αρκετά καλό ρυθμό, ισορροπία μεταξύ παρώδησης και τρυφερότητας για τους χαρακτήρες κι έναν υπέροχο πρωταγωνιστή. Κάπως έτσι έχει καταφέρει να κερδίσει το κοινό όπου έχει προβληθεί, κι ίσως κερδίσει και το ελληνικό.

Η υπόθεση

Ο Νταβίντ Βοζνιάκ είναι ένας σαραντάρης που έχει ξεχαστεί στην εφηβεία. Ζει σα ρεμάλι, χρωστάει σε τοπικούς μαφιόζους, διατηρεί μια αμφιλεγόμενη ερωτική σχέση με μια αστυνομικό και όταν θυμηθεί να δουλέψει, μεταφέρει κρέατα για την οικογενειακή επιχείρηση. Μια μέρα μαθαίνει ότι η καλή του περιμένει το παιδί τους, αλλά και ότι οι δωρεές σπέρματος που έκανε αφειδώς προ εικοσαετίας με το ψευδώνυμο Στάρμπακ υπήρξαν πολύ δημοφιλείς και τώρα είναι ο βιολογικός πατέρας 533 παιδιών. Τα 142 απ' αυτά δε, έχουν ήδη αιτηθεί μέσω δικαστηρίου να μάθουν την ταυτότητα του μπαμπά τους. Πελαγωμένος αρχικά, όπως στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ο Νταβίντ αποφασίζει να ικανοποιήσει την περιέργειά του και να δει από διακριτική απόσταση τους καρπούς της νεανικής του αφραγκίας...



Η κριτική

Μιας και το σενάριο θα ήταν αδύνατο να ξεφύγει απ' τη σφαίρα της απιθανότητας, ο Κεν Σκοτ και ο Μάρτιν Πέτιτ, που το συνυπογράφουν, δεν κάνουν καμία προσπάθεια να μας πείσουν για την αληθοφάνειά του. Μας εισάγουν γρήγορα στον κεντρικό χαρακτήρα, έναν σαραντάρη που τον έχει ξεχάσει ο χρόνος, μια φιγούρα καθόλου ανοίκεια στην εποχή μας, τόσο χαρακτηριστική που το σινεμά έχει καταχραστεί το κωμικό δυναμικό της στο μέγιστο βαθμό. Ο Νταβίντ Βοζνιάκ έχει βολευτεί στη ζώνη ασυλίας που του έχει δοθεί απ' το περιβάλλον του και αρνείται οποιαδήποτε ευθύνη ή ανάληψη καθήκοντος. Σε μια στιγμή όμως, οι ευθύνες καταρρέουν επάνω του όλες μαζί, και θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη θέση του στον κόσμο. Όπως του λέει ο πατέρας του, μόνο εκείνος θα μπορούσε να διαχειριστεί μια τόσο ανώμαλη κατάσταση όσο αυτή στην οποία τον ρίχνουν οι δημιουργοί του.

Παρ' ότι οι τρύπες είναι αρκετές και συχνά εμφανείς, με κάποιο τρόπο ο Σκοτ, που σκηνοθετεί με πολύ καλή αίσθηση του πιθανού χάους που έχει συγγράψει, καταφέρνει να αποσπά την προσοχή μας από αυτές και να την εστιάζει στον Νταβίντ και τα ποιοτικά του εκείνα χαρακτηριστικά που εγγυώνται ότι τα πράγματα θα πάνε καλά. Προσεγγίζει τη σχέση του με την οικογένεια, τον κολλητό, την κοπέλα του και τα “παιδιά” του με τρυφερότητα και αισιοδοξία, με χιούμορ αλλά και την αίσθηση του δράματος να μη λείπει ποτέ απ' το πλάνο του. Στο μπλέξιμο όλων αυτών ίσως είναι που χάνει λίγο την ισορροπία, αλλά όπως είπα και πιο πάνω, η αληθοφάνεια είναι το τελευταίο μέλημα των δημιουργών. Ο τρόπος πάντως με τον οποίο μας παρουσιάζει δειγματοληπτικά τα φυντάνια του Νταβίντ μέχρι τη στιγμή που βλέπουμε μαζί και τους 142 είναι εξαιρετικός, και δημιουργεί αποτελεσματικά την εντύπωση ότι τους έχουμε γνωρίσει όλους.

Στο επίκεντρο όλων, βεβαίως, βρίσκεται ο εξαιρετικός Πατρίκ Ουάρντ, που αποδίδει έναν Νταβίντ αστείο, οικείο και αξιαγάπητο, που παρ' όλα τα εμφανή ελαττώματά του δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις γιατί δεν μπορεί παρά, στο τέλος, να γυρίσει την κατάσταση υπέρ του. Ατσούμπαλος, επιπόλαιος, μαύρο πρόβατο της οικογένειάς του, ανεπαρκής για τις απαιτήσεις μιας σοβαρής σχέσης και δίχως καμία συνείδηση της ηλικίας του, μοιάζει καταδικασμένος να αντιμετωπίζει τη ζωή με ανορθόδοξα μέσα. Ο Ουάρντ καταφέρνει να τον κάνει ανθρώπινο και πιστευτό, μέσα σε όλα τα απίστευτα που του συμβαίνουν.

Το “Starbuck” είναι εν τέλει μια καλή κωμωδία μ' έναν υπέροχο πρωταγωνιστή, ό,τι πρέπει για μια καλοκαιρινή νύχτα σε θερινό.

Βγαίνουν ακόμη:
- Η αδιάφορη κομεντί εποχής “Hysteria” και, σε επανέκδοση, το “The Awful Truth (1937)” του Λίο Μακάρεϊ και “Ο Εραστής της Κομμώτριας (1990)” του Πατρίς Λεκόντ.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v