Haywire: Προβλέψιμο... καράτε διά χειρός Soderbergh

O Steven Soderbergh μάλλον έχει βαρεθεί την έβδομη τέχνη. Και το δείχνει μέσα από ένα karate b-movie, όπου ο θηλυκός Στίβεν Σιγκάλ πασχίζει να παίξει ξύλο αλλά δεν καταφέρνει παρά να βάλει υποψηφιότητα για την μεταμεσονύκτια ζώνη του Star Channel.
Haywire: Προβλέψιμο... καράτε διά χειρός Soderbergh
του Λουκά Τσουκνίδα

Όπως διάβασα κάπου, φαίνεται ότι ο Στίβεν Σόντεμπεργκ έχει στο μυαλό του ν' αποσυρθεί απ' το σινεμά μιας και αυτό που τον ενδιέφερε, οι δυνατότητες της φόρμας, δεν δείχνει να μπορεί να του προσφέρει περισσότερα, ενώ το να αφηγείται απλώς ιστορίες δεν είναι κάτι που τον συγκινεί. Η βαρεμάρα που του προκαλεί η 7η τέχνη πλέον προσυπογράφεται πιο έντονα με την τελευταία του ταινία, το “Haywire”, ένα κατασκοπικό καράτε μπι-μούβι που αποτυγχάνει πλήρως σε δύο επίπεδα, φόρμας και περιεχομένου.

Η υπόθεση

Μια ιδιωτική μυστική πράκτορας, γνωστή με το όνομα Μάλορι Κέιν, προσλαμβάνεται για την απελευθέρωση ενός απαχθέντος Κινέζου δημοσιογράφου που κρατείται κάπου στη Βαρκελώνη. Στη μέση της δουλειάς κάτι πάει λάθος και σύντομα, κατά την επόμενη αποστολή που της ανατίθεται, η σκληροτράχηλη πράκτορας θ' ανακαλύψει ότι από σκοπευτής έχει γίνει πλέον ο στόχος. Η απόλυτη επικράτησή της και η τιμωρία των υπεύθυνων είναι πια μονόδρομος...



Η κριτική

Έχοντας ξαναβαδίσει στα μονοπάτια της κατασκοπικής δράσης, αλλά και του στιλάτου θρίλερ, ο Σόντεμπεργκ επιλέγει για κάποιο λόγο να γυρίσει μια ταινία που παραπέμπει σε βιντεοκασέτα του '80, με τρόπο όμως ψευδοαρτιστίκ και χωρίς ίχνος αυθυπονόμευσης.

Η κυνηγημένη πράκτορας βρίσκεται να έχει απαγάγει έναν άσχετο νεαρό για να διαφύγει με το αυτοκίνητο του κι έτσι νιώθει ότι πρέπει να του αφηγηθεί την ιστορία της, άρα και σε εμάς. Η μέθοδος του φλας-μπακ που δε δίνει όμως όλες τις εξηγήσεις παρά μόνο στην τελική φάση είναι δοκιμασμένη και θα έχτιζε ένα στοιχειώδες σασπένς, αν το σενάριο δεν ήταν τόσο ψεύτικο και ασύνδετο, σαν συρραφή από προσχήματα ώστε να δούμε την πρωταγωνίστρια να ξυλοφορτώνει ακόμη έναν αντίπαλό της.

Κάτι που, βεβαίως, είναι απόλυτα συνεπές με τη φόρμα οποιασδήποτε από τις υπέροχες, πρώτες ταινίες του Στίβεν Σιγκάλ μόνο που εδώ το ξύλο δε ρέει φυσικά, με τη χορευτική απλότητα και την ακαριαία αποτελεσματικότητα του αϊκίντο του Σιγκάλ, αλλά μοιάζει σαν η ηρωίδα να βρίσκεται σε ρινγκ κι όχι σε φυσικούς χώρους. Ευτυχώς που η Τζίνα Καράνο, πρωταθλήτρια πολεμικών τεχνών και μέλος των “Αμερικάνων Μονομάχων” για ένα φεγγάρι, πείθει για τις ικανότητές της στην κλωτσοπατινάδα, όσο και για τη θηλυκότητά της στις σκηνές όπου αυτό απαιτείται. Θηλυκός Στίβεν Σιγκάλ; Χμμ! Βαρύ φορτίο στις πλάτες της...

Το απλοϊκό, προβλέψιμο σενάριο και η μάταιη απόπειρα του Σόντεμπεργκ να το εμπλουτίσει με στιλ χωρίς να του αφαιρέσει από τραχύτητα, αλλά και η εμμονή του να κινηματογραφεί μακρόσυρτες σκηνές χωρίς προφανή σκοπό πέρα απ' το να φτάσει η διάρκεια στην επιθυμητή μιάμιση ώρα, οδηγούν σ' ένα κουραστικό αποτέλεσμα. Αυτό που το κάνει να φαίνεται και κάπως γελοίο είναι οι εμφανίσεις πλήθους γνωστών ηθοποιών σε ρόλους που θ' απέρριπτε ακόμη κι ο Έρικ Ρόμπερτς (λέμε τώρα...), καρικατούρες κατασκόπων με μηδενική συνδρομή στην βελτίωση του θεάματος επί της οθόνης.

Το “Haywire” είναι μια επαρκής ταινία καράτε για οποιαδήποτε μεταμεσονύχτια προβολή του σταρ τσάνελ και τίποτε παραπάνω.

Βγαίνουν ακόμη:
- Το σπινταριστό αλλά κακογραμμένο σίκουελ του Ghost Rider, “Ghost Rider: Spirit of Vengeance” των μάστερ του γρήγορου στιλ Τέιλορ και Νέβελνταϊν, το “Fish n' Chips” του Ηλία Δημητρίου και, σε επανέκδοση, το “The Lady Vanishes (1938)” του Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v