Turn Me On, Dammit: Το σκανδιναβικό χιούμορ στα καλύτερά του

Η πρωτοεμφανιζόμενη Νορβηγίδα Γιάνικε Σίσταντ Γιάκομπσεν σκηνοθετεί μια τρυφερή και αστεία κομεντί για την εφηβεία και τα προβλήματά της –σεξουαλικά και μη– μακριά από κλισέ και εύκολες προκλήσεις. Υπέροχη η επίσης πρωτοεμφανιζόμενη πρωταγωνίστρια.
Turn Me On, Dammit: Το σκανδιναβικό χιούμορ στα καλύτερά του
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Ο προκλητικός αυτός τίτλος ανήκει σε μια νορβηγική κομεντί με θέμα την γυναικεία εφηβική σεξουαλικότητα και τα προβλήματα που προκύπτουν όταν, υπό την πίεση των ορμονών της, μια κοπέλα αποφασίζει να είναι σοκαριστικά ειλικρινής με τον εαυτό της και τους γύρω της. Χωρίς ευτέλειες, φτηνή πλάκα ή χιλιοειπωμένα κλισέ, η Γιάνικε Σίσταντ Γιάκομπσεν καταφέρνει να μας δώσει μια ζεστή ταινία με αναπάντεχο χιούμορ που δεν προσπαθεί να βρει απαντήσεις για όλα, παρά μόνο για το πρόβλημα της ηρωίδας της. Άψογο ντεμπούτο για τη δημιουργό (στη μυθοπλασία μεγάλου μήκους), όσο και για τη νεαρή πρωταγωνίστρια, Έλεν Μπέργκσολμ.

Η υπόθεση

Η 15χρονη Άλμα ζει σ' ένα χωριό της Νορβηγίας όπου δε συμβαίνει τίποτε. Σα να μην έφτανε αυτό, η σεξουαλική της αφύπνιση έρχεται με τρόπο επιτακτικό κι η διαρκής επιθυμία της για σεξ τη βάζει σ' ένα σωρό μπελάδες με τη μαμά της και τον κοινωνικό της περίγυρο. Τα χειρότερα έρχονται όταν ο συμμαθητής της Άρτουρ, με τον οποίο είναι ερωτευμένη, της δείχνει το δικό του ενδιαφέρον με τρόπο άσεμνο όσο και αδέξιο. Όντας πιωμένη, το αποκαλύπτει αμέσως στις φίλες της, αλλά ο Άρτουρ το αρνείται κατηγορηματικά μετατρέποντας την Άλμα εν μία νυκτί σε περίγελο του σχολείου και απόκληρο της τοπικής κοινωνίας των συνομήλικών της...



Η κριτική

Η πρώτη σκηνή της ταινίας είναι φτιαγμένη για να κερδίσει την προσοχή οποιουδήποτε μέλους του κοινού έχει μεγαλώσει στην επαρχία, σε μέρη σαν το χωριό της Άλμα, όπου όσα συμβαίνουν μπορούν να συνοψιστούν σε λίγες μονο λέξεις. Τρακτέρ, πρόβατα, λιβάδια, οι ίδιες εικόνες ξανά και ξανά... Κάθε μέρα η νεαρή και οι δύο κολλητές της περνούν με το σχολικό μπροστά από την πινακίδα με το όνομα του χωριού και κάθε μέρα προτείνουν το μεσαίο τους δάχτυλο δηλώνοντας την επιθυμία τους να φύγουν μια και καλή από εκεί.

Όμως είναι ακόμη μικρές και οι φιλοδοξίες τους δεν είναι πραγματοποιήσιμες, θα πρέπει να βρουν τα πρώτα τους ερεθίσματα για να καταλάβουν τον κόσμο μέσα στο ίδιο το χωριό που έχουν μάθει να μισούν. Η Άλμα πάλι, περνά κι από μια άλλη, πιο δύσκολη φάση, αφού οι σεξουαλικές ορμές της χτυπούν κόκκινο προκαλώντας της διαρκείς φαντασιώσεις, σενάρια στα οποία καταλήγει στο κρεβάτι με κάποιον και κυρίως τον κιθαρίστα της χορωδίας, τον Άρτουρ. Ο Άρτουρ δεν είναι όσο κουλ νομίζουν όλοι, τα κάνει μούσκεμα, όμως με την πρώτη ευκαιρία φορτώνει το μπλέξιμο στην συγχισμένη θαυμάστριά του.

Η Γιάκομπσεν σκηνοθετεί με γνώμονα το χιούμορ και την εφηβική τάση για υπερβολική δραματοποίηση κι έτσι, είτε ενσωματώνει τις φαντασιώσεις της Άλμα στη ροή της αφήγησης ξυπνώντας μας κατόπιν μαζί με την ηρωίδα είτε τις παρουσιάζει ως μια σειρά ασπρόμαυρων φωτογραφιών, σαν αναμνήσεις στιγμών που έχουν παρέλθει κι έχουν χάσει πια τη βαρύτητά τους. Οι “παράτολμες” σκηνές της δε σοκάρουν ούτε υποβαθμίζουν τα κίνητρα των χαρακτήρων της, είναι δοσμένες με την κατάλληλη ελαφρότητα, αλλά και μια τρυφερότητα που τις κάνει αρκούντως αληθοφανείς.

Επιπλέον, μας συστήνει με δεξιοτεχνία σε ένα μικρό μωσαϊκό χαρακτήρων, λίγων μεν αλλά ζωτικής σημασίας για ν' αντιληφθούμε ποιο είναι το σύμπαν της Άλμα, τα πιθανά πρότυπα και οι κίνδυνοι για τη στρεβλή εξέλιξή της ως έφηβη και ως γυναίκα. Η νεαρή κοπέλα θα ήθελε πολύ να αποκολληθεί εντελώς απ' την κοινωνία του χωριού της και οι συμμαθητές της φροντίζουν γι' αυτό, αλλά για τους λάθος λόγους. Στο τέλος όμως, κάποια μέλη αυτής της κοινωνίας είναι που βοηθούν τα πράγματα να πάρουν μια πιο φυσιολογική και αισιόδοξη τροπή.

Το “Turn Me On, Dammit!” είναι μια καλή ταινία γύρω από ένα σημαντικό εφηβικό ζήτημα, τρυφερή και αστεία και σε καμία περίπτωση όσο προκλητική δηλώνει ο τίτλος της.

Βγαίνουν ακόμη:
Το γαλλικό δράμα εποχής “House of Tolerance”, η αμερικάνικη περιπέτεια δράσης “Battleship”, το “Magic Hour” του Κώστα Καπάκα, ο “Σούπερ Δημήτριος” του Γιώργου Παπαϊωάννου, το ντοκιμαντέρ “Ανοιχτά Μικρόφωνα” του Νίκου Σκαρέντζου και, σε επανέκδοση, “Ο Άνθρωπος με την Κινηματογραφική Μηχανή (1929)” του Τζίγκα Βερτόφ.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v