The Best Exotic Marigold Hotel: Βρετανικό φλέγμα με φόντο την Ινδία

Κινούμενος μεταξύ κωμωδίας και δράματος, ο Τζον Μάντεν σκηνοθετεί ένα βρετανικό all-star cast, σε μια συμπαθητική ταινία που ξεχωρίζει για τις υπέροχες ερμηνείες και τους χαρακτήρες της.
The Best Exotic Marigold Hotel: Βρετανικό φλέγμα με φόντο την Ινδία
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Φαίνεται ότι οι Βρετανοί συνταξιούχοι έχουν αρχίσει να ψάχνουν άλλους τόπους διαμονής για τα χρόνια της δύσης τους, δεδομένου ότι τα χρήματα που έχουν βγάλει δεν τους εξασφαλίζουν πλέον κάτι καλύτερο στην υγρή και κρύα πατρίδα τους. Το “The Best Marigold Hotel” του Τζον Μάντεν ασχολείται με ένα τέτοιο τσούρμο ανθρώπων με έναν τόνο, όχι τόσο κοινωνιολογικό, πολιτικολογικό ή ταξιδιωτικό, όσο βασισμένο στον καθένα ξεχωριστά, ποιος ήταν και ποιος θα 'θελε να είναι από εδώ και πέρα, αλλά και τις διαπροσωπικές σχέσεις μέσα στο παράταιρο γκρουπ τους. Το αποτέλεσμα είναι περισσότερο ελκυστικό απ' ό,τι φαντάζεται κανείς όταν δει την αρχή.

Η υπόθεση

Επτά βρετανοί συνταξιούχοι, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, αποφασίζουν να μετοικήσουν σ' ένα ξενοδοχείο για “ηλικιωμένους και όμορφους”, όπως διαφημίζεται, στην πόλη Τζαϊπούρ στην Ινδία. Παρά το θερμό καλωσόρισμα του ενθουσιώδους νεαρού ξενοδόχου όμως, οι εγκαταστάσεις δε μοιάζουν μ' εκείνες που είχαν θαυμάσει στο φυλλάδιο κι αυτό είναι μόνο το ξεκίνημα μιας σχετικά επεισοδιακής διαμονής...



Η κριτική

Εκ πρώτης όψεως, η ταινία του Τζον Μάντεν μοιάζει αρκετά παρωχημένη και το σενάριο, που έχει μεταφερθεί από το αντίστοιχο μυθιστόρημα, έτοιμο να εκμεταλλευτεί κάθε διαθέσιμη ευκολία για να προκαλέσει το γέλιο ή το δάκρυ. Οι ηλικιωμένοι Βρετανοί, εμφανώς έξω απ' τα νερά τους και με το άγχος μιας επικείμενης μόνιμης εγκατάστασής τους στο καινούργιο, ανοίκειο —αλλά μακράν οικονομικότερο απ' την πατρίδα— περιβάλλον τους, μοιάζουν αρχικά με καρικατούρες, που αναρωτιέται κανείς τι θα γίνουν όταν τα μετααποικιοκρατικά αστεία εξαντληθούν, ενώ όλη η υπόθεση αποπνέει μια αίσθηση ότι “το έργο το 'χουμε ξαναδεί”.

Σιγά σιγά όμως, παρά την προβλέψιμη και στερεοτυπική απεικόνιση της τοπικής ατμόσφαιρας, αλλά και των ντόπιων, με χειρότερο παράδειγμα αυτό του χαζοχαρούμενου, υπερβολικού και καθόλου αστείου ξενοδόχου, οι επτά πρωταγωνιστές παίρνουν σάρκα και οστά. Όσο μπλέκονται με το περιβάλλον και μεταξύ τους, οι ιστορίες τους αποκτούν ενδιαφέρον, έστω και αν κάποιες απ' αυτές αποδίδονται με λιγότερη προσοχή στη λεπτομέρεια απ' ό,τι άλλες, ή συντελούν πολύ λιγότερο στο δραματικό κομμάτι της συνολικής αφήγησης.

Χωρίς εντυπωσιασμούς και με όμορφη χρήση του χαοτικού ινδικού αστικού τοπίου, ο Μάντεν περνά απ' τον ένα χαρακτήρα στον άλλον με τρόπο ομαλό και κατανοητό, αφήνοντας την πλοκή να εξελιχθεί φυσικά και κάνοντας χώρο για το πολυπληθές και ταλαντούχο καστ του, ώστε να παίξει όπως ξέρει. Η Τζούντι Ντεντς, ο Πολ Γουίλκινσον, ο Μπιλ Νίγκι, η Μάγκι Σμιθ, η Πενέλοπι Γουίλτον, ο Ρόναλντ Πίκαπ και η Σίλια Ίμρι, κορυφαίοι ηθοποιοί όλοι τους, συντελούν σημαντικά στην ανατροπή της κακής πρώτης εντύπωσης, δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους και συνεργάζονται άψογα για να κάνουν τους χαρακτήρες τους εξαιρετικά οικείους και ανθρώπινους. 

Το “The Best Exotic Marigold Hotel” είναι μια συμπαθητική ταινία, λίγο δραματική και λίγο κωμική, αλλά κυρίως εξαιρετικά καλοπαιγμένη.

Βγαίνουν ακόμη:
- Η επίσης συμπαθητική και καλοπαιγμένη γαλλική κομεντί “Intouchables”, το σίκουελ “Wrath of the Titans 3D”, η αδιάφορη ταινία μυστηρίου “The Woman in the Fifth” του Πάβελ Παβλικόφσκι και τα ντοκιμαντέρ “No More Fear” του Μουράντ Μπεν Σεΐκ και “100 (Αλεξάνδρας 173, Αθήνα)” του Γεράσιμου Ρήγα.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v