J. Edgar: Καλοφτιαγμένος και βαρετός Ίστγουντ

Ο Κλιντ Ίστγουντ κάθεται για μια ακόμα φορά πίσω από την κάμερα, για να μας παραδώσει μια καλοφτιαγμένη μεν, βαρετή και χωρίς αξιομνημόνευτες ερμηνείες δε βιογραφία του διαβόητου αρχηγού του FBI.
J. Edgar: Καλοφτιαγμένος και βαρετός Ίστγουντ
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Μετά το αποκρουστικό “The Iron Lady”, ήρθε η ώρα να δούμε ακόμη μια βιογραφική ταινία γύρω απ' τη ζωή ενός αμφιλεγόμενου προσώπου της νεότερης πολιτικής ιστορίας του αγγλόφωνου κόσμου. Το “J. Edgar” του Κλιντ Ίστγουντ αποτελεί μια κάπως αποστασιοποιημένη ματιά σε όσα γνωρίζουμε για τον διαβόητο, επί 47 ετών αρχηγό του FBI, Τζέι Έντγκαρ Χούβερ, αλλά και σε όσα όλοι υποθέτουν για εκείνον και την προσωπική του ζωή. Αν και σχετικά καλοφτιαγμένη, η νέα δουλειά του βετεράνου σκηνοθέτη βαδίζει στα χνάρια των πιο αδιάφορων απ' τις ταινίες του, αφού δε σταματά ποτέ να περιστρέφεται, έστω και διακριτικά, γύρω από το ίδιο χιλιοειπωμένο σενάριο του ομοφυλόφιλου μαμάκια.

Η υπόθεση

Ο Τζέι Έντγκαρ Χούβερ, φόβος και τρόμος κάθε πολιτικού αντιπάλου λόγω των άπλυτων που θα μπορούσε να διατηρεί ανά πάσα στιγμή στους απόρρητους φακέλους του, γερασμένος και κουρασμένος, υπαγορεύει τα απομνημονεύματά του σε νεαρούς πράκτορες που κάνουν χρέη γραμματέως του μεγάλου αφεντικού. Μέσα από τις αφηγήσεις και τις ζωντανές αναμνήσεις του, παρακολουθούμε μια αναδρομή στα έργα και τις ημέρες του αμφιλεγόμενου υπερμπάτσου.



Η κριτική

Δε νομίζω ότι υπάρχει κανείς στο κοινό της ταινίας (ή κι έξω απ' αυτό) που θα έβαζε θετικό πρόσημο στο άκουσμα του ονόματος Τζέι Έντγκαρ Χούβερ. Ένας κεντρικός χαρακτήρας λοιπόν, χαμένος από χέρι. Ένας διαβόητος τιμητής των πάντων και τιμωρός χωρίς έλεος, που κάθε υπόνοια ελαττώματος ή διαστροφής στην, αυτοδιατυμπανιζόμενη ως αμέμπτου ηθικής, προσωπικότητά του θα χαροποιούσε και τον τελευταίο καλοπροαίρετο θεατή. Τα πράγματα εδώ είναι πολύ απλά. Κρυπτοομοφυλόφιλος και μαμόθρεφτος από κούνια και χωρίς καμία αμφιβολία, μιας και δεν παντρεύτηκε ποτέ κι έμενε με τη μαμά έως το θάνατό της, χώρια τη στενή του φιλική κι επαγγελματική σχέση με έναν αιώνιο εργένη και αντίστοιχα ύποπτο ως κρυπτοομοφυλόφιλο.

Αυτό είναι το επίκεντρο όλων οσων παρακολουθούμε κι όλα οδηγούν εκεί, μέσα από έναν φαύλο κύκλο που υποβαθμίζει σε αφήγηση ανεκπλήρωτου έρωτα μια μακροχρόνια καριέρα σε θέση ανυπολόγιστης ισχύος και μια σκιώδη όσο και ταραχώδη παρουσία στα γεγονότα που στιγμάτισαν τη σύγχρονη αμερικάνικη πολιτική, αλλά και αστυνομική, ιστορία.

Ο Ίστγουντ, όπως και στο “Changelink” και το “Invictus”, δεν παρεμβαίνει ιδιαίτερα στο περιεχόμενο και δεν διατυπώνει καμία διακριτή προσωπική άποψη, παρά μόνο τριγυρνά γύρω απ' το αντικείμενο του περιεργαστικά και ίσως με διάθεση για μία, κατά το δυνατόν, αντικειμενική προσέγγιση. Το αποτέλεσμα είναι μια καλομονταρισμένη συρραφή από προσεκτικά επιλεγμένα στιγμιότυπα που όμως, όπως και να τα συνδυάσεις, δεν παράγουν κανένα ρητό συμπέρασμα και καμία εντύπωση πιο δυνατή από εκείνη του ευφυούς μα σεξουαλικά καταπιεσμένου δημόσιου λειτουργού, που διαφθείρεται σταδιακά απ' την υπερβολική εξουσία. Μόλις το εμπεδώσει κανείς, στο 1/3 περίπου του έργου, τα υπόλοιπα μοιάζουν διαδικαστικά και εγκυκλοπαιδικής φύσης φληναφήματα.

Σα να μην έφτανε το ότι είναι απλώς βαρετή, την ταινία βαραίνει και η έλλειψη μιας αξιομνημόνευτης ερμηνείας απ' τον πρωταγωνιστή της, Λεονάρντο Ντι Κάπριο, και τους συμπρωταγωνιστές του, Άρμι Χάμερ και Ναόμι Γουότς. Η Τζούντι Ντεντς είναι στοιχειωτική ως μαμά Χούβερ, αλλά δε φτάνει να αναπληρώσει τις στεγνές εμφανίσεις των υπολοίπων, ειδικά του Ντι Κάπριο που, πέρα απ' το ότι δεν πείθει στο ελάχιστο ως γέρος (το μακιγιάζ είναι ασύλληπτα κακό), μοιάζει και εντελώς παράταιρος στα παπούτσια ενός χαρακτήρα με μηδενική γοητεία κι επικοινωνιακή ικανότητα, νευρωτική προσήλωση στους τύπους, εκνευριστικά κυριολεκτική αντίληψη των πραγμάτων και φυσικά, τα ανομολόγητα συμπλέγματα που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Το “J. Edgar” είναι μια ταινία που κερδοσκοπεί πάνω σε μια πιθανή απομυθοποίηση του διαβόητου αντικειμένου της. Δεν την επιτυγχάνει και το κουράζει πάρα πολύ προσπαθώντας.

Βγαίνουν ακόμη:
Το συμπαθητικό, αλλά κάπως ημιτελές, ψυχολογικό θρίλερ “Martha Marcy May Marlene” του πρωτάρη Σον Ντέρκιν, η καλούτσικη ταινία “για όλη την οικογένεια” του Στίβεν Σπίλμπεργκ “War Horse”, το απαράδεκτο, ισοπεδωτικά κακό και σαρωτικά νηπιακό βιογραφικό δράμα “Mao's Last Dancer” και η ταινία τρόμου σε 3D “The Darkest Hour”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v