Conan the Barbarian: "Βάρβαρο" και χορταστικό blockbuster

Καταιγιστικά βίαιη, απλοϊκή και "βρώμικη", η νέα εκδοχή της κινηματογραφικής ιστορίας του Κόναν του Κιμέριου θα ικανοποιήσει και με το παραπάνω τους οπαδούς του κόμικ ήρωα, αλλά και τους φανς του εντυπωσιακού blockbuster.
Conan the Barbarian: Βάρβαρο και χορταστικό blockbuster
του Λουκά Τσουκνίδα

Ο Κόναν του Ρόμπερτ Χάουαρντ, ένας ακόμη αγαπημένος ήρωας των περιπετειών φαντασίας, ξαναζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη μετά τα 80s, αυτή τη φορά δια χειρός Μάρκους Νίσπελ και με τον Τζέισον Μομόα να φορά τα παπούτσια του Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ στον ομώνυμο ρόλο. Παρ' ότι οι προοπτικές δε γέμιζαν με ελπίδα τους οπαδούς, έχω την εντύπωση ότι η νέα εκδοχή της ιστορίας του Κιμέριου πολεμιστή είναι επαρκώς βίαια, βρώμικη και απλοϊκή, ενώ ο νέος Κόναν είναι λιγότερο βάρβαρος μεν, αλλά πολύ πιο πειστικός απ' τον αυστριακό μπόντι-μπίλντερ Άρνι.

Η υπόθεση

Βρισκόμαστε εντός μια μάχης στο πολύπαθο χωριό των Κιμερίων, του οποίου ηγείται ο γενναίος Κορίν (Ρον Πέρλμαν). Η γυναίκα του, προχωρημένα έγκυος στο πρωτότοκό τους, λαβώνεται θανάσιμα και λίγο πριν ξεψυχήσει, ο πατέρας σκίζει την κοιλιά της και βγάζει στο φως τον γιο τους, Κόναν. Μερικά χρόνια μετά, ο Κόναν, παιδί ακόμα, δείχνει στον πατέρα και τους συντοπίτες του τις αμίμητες ικανότητές του στη μάχη σώμα με σώμα και την παντελή αναισθησία του στην ωμή βία. Μια νέα επίθεση, αυτή τη φορά απ' τον πολέμαρχο Καλάρ Ζιμ και τους υποταγμένους συμμάχους του, αφήνει το χωριό διαλυμένο, τους ανθρώπους του ξεκληρισμένους και τον Κορίν νεκρό μπροστά στα μάτια του μικρού που γλιτώνει κι ορκίζεται εκδίκηση. Λίγα χρόνια αργότερα, ο νεαρός Κόναν, ένας περιπλανώμενος βάρβαρος πια, θα έχει για πρώτη φορά την ευκαιρία να πλησιάσει τον φονιά του πατέρα του. Την αρπάζει χωρίς σκέψη και η πιο επικίνδυνη περιπέτεια της ζωής του ξεκινά...



Η κριτική

Αυτό που με χαλά συνήθως σε τέτοιου είδους φιλμ είναι η διστακτικότητα των δημιουργών στο να δείξουν τη βία που περιγράφουν με τρόπο που να μη μοιάζει ανώδυνη. Ο Νίσπελ, με πρόσφατη θητεία στο είδος των ταινιών τρόμου, παίρνει τον αντίθετο δρόμο και προσπαθεί σε κάθε ευκαιρία να δικαιολογήσει το “Βάρβαρος” του τίτλου. Ο Κόναν, όπως και ο κόσμος γύρω του, έχει ελάχιστη ευαισθησία στον πόνο και υποθέτει το ίδιο και για όσους βρεθούν στο δρόμο του. Το αίμα χύνεται μπόλικο και με διάφορους εντυπωσιακούς, όσο κι αποτελεσματικούς τρόπους, ενώ η σεξιστικών αποχρώσεων εικονογραφία που έχει συνδεθεί με τη λογοτεχνία αυτού του είδους διατηρείται και τονίζεται στο έπακρο με αποκορύφωμα τη σκηνή σεξ που σε κάποιες χώρες κόπηκε —αντίθετα με τους γλαφυρούς αποκεφαλισμούς. Η φωτογραφία και τα σκηνικά, πιστά κι αυτά στο είδος της μυθολογικής φαντασίας, βγάζουν μια ατμόσφαιρα παλιομοδίτικη, όμοια μ' εκείνη των ταινιών του '70 και του '80.

Ο Νίσπελ φρόντισε, επίσης, να φουλάρει τα 112 λεπτά της ταινίας με αλεπάλληλες σκηνές δράσης, μην αφήνοντας τις πιθανές κοιλιές να εκθέσουν τις αδυναμίες του σεναρίου που έχει στα χέρια του. Το καταφέρνει εν μέρει, αν και είναι πολύ δύσκολο να μην προσέξεις πόσο μικρή φαίνεται η περιοχή στην οποία κινούνται οι πρωταγωνιστές, διανύοντας τεράστιες αποστάσεις αστραπιαία και πέφτοντας διαρκώς ο ένας επάνω στον άλλον. Κι όμως, ο Κόναν δεν μπορεί εδώ και τόσα χρόνια να βρει τον Καλάρ Ζιμ, κάποιον που η φήμη του έχει τρομοκρατήσει και τον τελευταίο ποντικό στα καταγώγια που συχνάζει. Τελικά, με γνώμονα ότι γνωρίζουμε κι εμείς τι ακριβώς βλέπουμε, ο σκηνοθέτης τραβά την προσοχή μας στο βίαιο πανηγύρι του και φτάνει σε ένα διασκεδαστικό, από ηδονοβλεπτικής άποψης, αποτέλεσμα.

Όσο για τον Τζέισον Μομόα, είναι πολύ πιο εξευγενισμένος απ' τον προκάτοχό του με λιγότερο όγκο αλλά σαφώς πιο ρεαλιστική γράμμωση για κάποιον που εκπαιδεύτηκε στα δάση και τα κατσάβραχα. Παράλληλα, είναι και πολύ πιο χαρισματικός, μια πιο λαμπερή φυσιογνωμία που μπορείς να συμπαθήσεις και να υποστηρίξεις την ώρα που, πλημμυρισμένος από τη δίψα της εκδίκησης, διαλύει τα κεφάλια των αντιπάλων του πάνω στην πέτρα ή μπήγει το δάχτυλο στις πληγές τους για να εκμαιεύσει πληροφορίες.

Ο Στίβεν Λανγκ εμπλουτίζει με γλαφυρό τρόπο την καριέρα του ως “κακός” (αυτή που πυροδότησε με το “Avatar”), αν και ο Καλάρ Ζιμ παραείναι καρικατούρα —δυστυχώς κανείς σεναριογράφος δεν παιδεύεται αρκετά ώστε να δώσει στον “κακό” καλύτερη αιτιολόγηση για να θέλει να φέρει το χάος παντού— και η, επίσης “κακιά”, Ρόουζ Μαγκάουαν κερδίζει τις εντυπώσεις έναντι της “καλής” θηλυκής παρουσίας που ενσαρκώνει η μετριότατη Ρέιτσελ Νίκολς.

Το νέο “Conan”, παρά τους στερεοτυπικούς διαλόγους και το παραγεμισμένο σενάριο, είναι μια ικανοποιητική περιπέτεια φαντασίας, χωρίς το σύνηθες κραυγαλέο έλλειμα ωμής βίας και γυμνής σάρκας που χαρακτηρίζει, τελευταία, τα μπλοκμπάστερ του είδους.

Βγαίνουν ακόμη:

- Το αναμενόμενα μέτριο “Green Lantern”, απ' το ομώνυμο κόμικ, το γαλλικό δράμα “Happy Few”, το “Habemus Papam” του Νάνι Μορέτι, η ρώσικη ταινία κινουμένων σχεδίων “Space Dogs 3D” και, σε επανέκδοση, το “Viridiana (1961)” του Λουίς Μπουνιουέλ και το “the 39 Steps (1935)” του Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v