The Beaver: Ο Μελ Γκίμπσον (θα ήθελε να) είναι ο Κάστορας

Η Τζόντι Φόστερ σκηνοθετεί και ο Μελ Γκίμπσον πρωταγωνιστεί σε ένα υπαρξιακό δράμα με θέμα την κατάθλιψη που, όταν δεν είναι αφόρητα κλισέ, είναι απλά αστείο. Για να σπάει η μονοτονία, έχει και λίγο σπλάτερ.
The Beaver: Ο Μελ Γκίμπσον (θα ήθελε να) είναι ο Κάστορας
του Λουκά Τσουκνίδα 

Φαίνεται ότι στο μετά-Apocalypto διάστημα, όταν και τον χάσαμε τελείως, ο Μελ Γκίμπσον πέρασε πολλά. Το αλκοόλ τον νίκησε και τα μίντια τον κατασπάραξαν, ενώ η βιομηχανία τον ξέρασε όταν η μεγαλεπίβολη ταινία του πάτωσε στα ταμεία. Ευτυχώς που υπάρχουν οι φίλοι, λοιπόν, αφού η Τζόντι Φόστερ τον επέλεξε για πρωταγωνιστή στη δική της μεγαλεπίβολη σκηνοθετική δουλειά, το “The Beaver”, ένα δράμα γύρω από έναν καταθλιπτικό μεσήλικα που βρίσκει το κουράγιο να ξαναζήσει μέσα από ένα κουκλάκι χειρός. Δυστυχώς, ούτε ο ειλικρινής πόνος που ο Μελ βάζει στην ερμηνεία του δε μπορεί να περισώσει τη γελοιότητα της ιδέας και να στηρίξει μια κακογραμμένη, επιφανειακή ταινία που αδυνατεί να γίνει η δική του κούκλα χειρός.

Η υπόθεση
Όπως μαθαίνουμε από την ενημερωτική αφήγηση στην αρχή, ο Γουόλτερ Μπλακ (Μελ Γκίμπσον) είναι ένας επιχειρηματίας από κληρονομιά, διευθυντής του εργοστασίου παιχνιδιών που του άφησε ο πατέρας του. Είναι παντρεμένος με την εργατική μηχανικό και καλή μητέρα Μέρεντιθ (Τζόντι Φόστερ) κι έχει δυο γιους, τον μικρούλη Χένρι που έχει ανάγκη από πατέρα και τον έφηβο Πόρτερ (Άντον Γιέλτσιν) που έχει ανάγκη να ξεχάσει ότι έχει πατέρα. Ο Γουόλτερ εδώ και πολύ καιρό είναι καταθλιπτικός, κοιμάται συνέχεια, αδιαφορεί για τα πάντα και δεν απολαμβάνει τίποτα. Μια μέρα η Μέρεντιθ δεν έχει άλλη επιλογή, τον διώχνει από το σπίτι. Έξω από ένα μοτέλ, ο Γουόλτερ βρίσκει μια κούκλα χειρός, έναν χνουδωτό κάστορα. Μέσα στο δωμάτιο, λίγο μετά τις δύο αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας του, ο κάστορας του μιλάει. Κι έτσι ξαφνικά, η ζωή του Γουόλτερ παίρνει και πάλι μπρος. Μόνο που δεν είναι πια ο Γουόλτερ, αλλά ο “Κάστορας”...
 


Η κριτική
Ομολογώ ότι το εγχείρημα της Τζόντι Φόστερ και του σεναριογράφου της Κάιλ Κίλεν φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο από την αρχή. Η κεντρική ιδέα, πέρα από το ότι προδιαθέτει για κωμωδία, δεν είναι καθόλου πειστική, ούτε στον ελάχιστο βαθμό που απαιτείται ώστε να νιώσουμε κάπως το δράμα των χαρακτήρων. Ο Γουόλτερ βρίσκει στα σκουπίδια ένα κουκλάκι και για κάποιον ανεξήγητο λόγο το παίρνει μαζί του, την ώρα που αδιαφορεί για τα πάντα. Μιλάει στον εαυτό του, μέσω της κούκλας, με μία προφορά που δεν εξηγείται από την καταγωγή ή κάποια άλλη εμπειρία του. Πείθει τους πάντες να του δώσουν σημασία με μια απλή κάρτα που λέει ότι βρίσκεται στην αρχική περίοδο μιας ιδιόμορφης θεραπείας. Ένα ολόκληρο εργοστάσιο δουλεύει υπό τις εντολές ενός κάστορα, όλοι είναι ευτυχισμένοι και οι δουλειές πάνε καλά. Ούτε σε ταινία της Ντίζνεϊ με ουρακοτάγκους...

Η γυναίκα του δέχεται μέσα σε μια μέρα, από τότε που αγανάκτησε μαζί του και τον σούταρε, να ακολουθήσει αυτό το περίεργο παιχνίδι, ο μικρός γιος του δεν καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω του, ενώ ο μεγάλος δείχνει δύσπιστος και δυσαρεστημένος αφού έχει τα δικά του εφηβικά προβλήματα. Το οικογενειακό δράμα μπλέκεται με το εφηβικό, την έλλειψη της πατρικής αγάπης, το κενό του σύγχρονου καπιταλιστόπληκτου υποκειμένου και την κρίση μέσης ηλικίας μέσα από ένα σύμπλεγμα ατελείωτων αφηγηματικών κλισέ τα οποία υπονομεύουν οποιαδήποτε ελπίδα είχε η ταινία να την πάρουμε στα σοβαρά. Πόσο μάλλον όταν κάποια στιγμή από το δράμα προκύπτει θρίλερ και η σπλατεριά έρχεται να διαλύσει κάθε ίχνος αληθοφάνειας.

Αδύναμη, επιφανειακή και ασύνδετη με το κυρίως θέμα, είναι και η υποπλοκή που θέλει τον Πόρτερ να προσπαθεί να απαλλαγεί από όποια ομοιότητα με τον πατέρα του του έχει δώσει η φύση, ενώ πουλάει εργασίες ώστε να μαζέψει χρήματα για ένα ταξίδι επανεφεύρεσης του εαυτού του πριν το κολέγιο και φλερτάρει με την πετυχημένη, δημοφιλή, όμορφη κι έξυπνη σούπερ γκόμενα του σχολείου του (Τζένιφερ Λόρενς). Χαραμίζονται δύο ανερχόμενοι ηθοποιοί, ο Γιέλτσιν με τη Λόρενς, που προσπαθούν μάταια να δώσουν σχήμα στους άτσαλους, παραφορτωμένους με κοκτέιλ δράματος, ομορφιάς και ταλέντου χαρακτήρες τους.

Η Τζόντι Φόστερ είναι η μοναδική που κρατά ένα μέτρο στην ερμηνεία της, μόνο που ο χαρακτήρας της είναι παθητικός και δεν κερδίζει την προσοχή μας όποτε κι αν εμφανιστεί στην οθόνη. Η σκηνοθεσία της είναι συγκεχυμένη και δεν σώζει το χάος του σεναρίου, ενώ ο μακρόσυρτος καυγάς με το κουκλάκι στο γεμάτο κυριλέ εστιατόριο είναι κραυγαλέο δείγμα προχειροδουλειάς.

Όσο για τον Μελ, εντάξει ο πόνος του πηγάζει πια απ' την εμπειρία του, ενώ τελευταία μαθαίνουμε ότι είναι και πατρόπληκτος ο ίδιος, άρα ταιριάζει γάντι στον χαρακτήρα. Όμως ήταν, είναι και θα είναι υπερτιμημένος όπως το 90% των ηθοποιών που γαλουχήθηκαν μέσα στο τυποποιημένο σινεμά κι ας προσπαθούν ύστερα να γίνουν ερμηνευτές ρεπερτορίου. Όταν τρελαίνεται επί την οθόνης, δεν καταφέρνει να μη θυμίζει τον αγαπημένο μας ντετέκτιβ Ριγκς (Lethal Weapon) και το βλέμμα του πριν και όσο έβγαζε μόνος του τον ώμο του.

Το “The Beaver” είναι μια κακή ταινία που θα σωζόταν, ίσως, μόνο με ένα γιαπωνέζικο ριμέικ. Η κατάθλιψη είναι η πιο διαστρεβλωμένη, μυθοποιημένη και κατά φαντασίαν ασθένεια της εποχής μας και το κακό σινεμά κάνει, μέχρι στιγμής, τα πράγματα ακόμη χειρότερα.

Βγαίνουν ακόμη:
- Η μέτρια καφρίλα “Horrible Bosses” και, σε επανέκδοση, “Τα 400 Χτυπήματα (1959)” του Φρανσουά Τριφό, “Οι Ομπρέλες του Χερβούργου (1964)” του Ζακ Ντεμί και τα “Μοντέρνα Τέρατα (1977)” των Έτορε Σκόλα, Μάριο Μονιτσέλι και Ντίνο Ρίζι.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v