5 cult ταινίες που μας κάνουν (εθνικά) υπερήφανους

5 ελληνικές κινηματογραφικές δημιουργίες που κάνουν τους εθνικά ρομαντικούς να δακρύζουν από υπερηφάνεια, τους λάτρεις του cult να (χαμο)γελούν για τις επικές δημιουργίες της ελληνικής ένατης τέχνης και τους κριτικούς κινηματογράφου… Τούρκους!
5 cult ταινίες που μας κάνουν (εθνικά) υπερήφανους
του Γιώργου Κόκουβα

Διαβάσαμε γι’ αυτούς στο μάθημα της Ιστορίας στο Δημοτικό. Τους δοξάσαμε με ποιήματα σε σχολικές γιορτές. Περπατήσαμε μπροστά από τις προτομές τους στο Πεδίο του Άρεως. Ωστόσο, για να τους τιμήσουμε επαρκώς –σκέφτηκαν οι Έλληνες κινηματογραφιστές ή οι ιθύνοντες της χουντικής επταετίας που βρήκαν έτσι τον τρόπο να τονώσουν το πατριωτικό μας αίσθημα- έπρεπε να τους μεταφέρουμε και στην μεγάλη οθόνη.

Κάπως έτσι, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ κραδαίνει το τουφέκι του ως Παπαφλέσσας, η Τζένη Καρέζη ερωτεύεται τον Υψηλάντη στα στενά του Ναυπλίου και οι φουστανέλες κλέβουν την παράσταση από το δίδυμο Δανδουλάκη-Πολίτης που σέρνουν τον σουλιώτικο χορό. Αγωνιστική διευκρίνιση: το δημοσίευμα δεν αποτελεί σχόλιο για τους αγωνιστές του 1821, αλλά για την μεταφορά των κατορθωμάτων τους στο φιλμ, που συχνά καταλήγει σε παρωδία του επικού είδους.

Παπαφλέσσας (1971)

Ο Γρηγόριος ο Δίκαιος ή παπάς Φλέσσας ή Σεϊτάν-παπάς, όπως λένε πως τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι, σημαντική μορφή της ελληνικής επανάστασης, ενσαρκώνεται από τον γενειοφόρο Δημήτρη Παπαμιχαήλ το 1971 και αποσπά βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η μουσική επική, τα ποδοβολητά των αλόγων, οι σπάθες και τα φυσέκια δίνουν ρεσιτάλ, τα τουρμπάνια των «Τουρκαλάδων» φτάνουν στον… Αλλάχ, ενώ ο πρωταγωνιστής είναι τόσο ατρόμητος που λαβώνεται, αλλά συνεχίζει να σκαρφαλώνει στα απόκρημνα βράχια. Πρόκειται για μία από τις πιο μεγαλεπήβολες παραγωγές κατά την διάρκεια της χούντας, που ωστόσο αναπαράγει υπερτονισμένα τα κλισέ της θρησκευτικής συμμετοχής στην Επανάσταση. Στο καστ συμπεριλαμβάνεται και η πρωτοεμφανιζόμενη τότε Κάτια Δανδουλάκη και ο Αλέκος Αλεξανδράκης.

Μαντώ Μαυρογένους

«Αν δε με γελούν τα μάτια μου, βλέπω μια γυναίκα να τους διατάζει και να πέφτει πρώτη στη φωτιά». «Έχετε δίκιο. Σίγουρα θα είναι η Μαντώ Μαυρογένους». Με αυτά τα εμπνευσμένα «σεξπηρικά» λόγια, ο Φυσσούν-Δημήτρης Υψηλάντης ανάβει το φιτίλι του έρωτα που θα εκτυλιχθεί μεταξύ του ίδιου και της Καρέζη-Μαυρογένους, ειδύλλιο που μάλλον μονοπωλεί την πλοκή, αφήνοντας στην άκρη τις «επικές μάχες» - αυτές που αποτελούνται από ήχους αποκριάτικων σπαθιών να πάλλονται στην μάχη σαν σε παιδικό σκετς και την ομολογουμένως επιβλητική –α λα Lord of the Rings- μουσική του Κώστα Καπνίση. Φυσικά, το υπέροχο βλέμμα της Τζένης Καρέζη είναι το μόνο άξιο θαυμασμού στην συγκεκριμένη παραγωγή, μαζί με το τραγικό φινάλε, κατά το οποίο η γερασμένη Μαντώ πηγαίνει να λάβει την ηρωική της σύνταξη, μα δεν την αναγνωρίζει κανένας.

Οι Σουλιώτες (1972)

Ψύλλοι στ’ αυτιά του Αλή Πασά μπήκανε, επειδή «ο σάρακας που τρώει τα σωθικά της Τουρκιάς είναι οι Σουλιώτες». «Κιοτεύεις ωρέ;», ρωτά το πρωτοπαλίκαρό του που του λέει τα κακά μαντάτα για να πάρει την πληρωμένη απάντηση: «Δεν έχει γεννηθεί ακόμα αυτός που θα με πει κιοτή». Με ανάλογους διαλόγους, με φουστανέλες και προβειές, με τις ιαχές «άιντε ωρέ» και με ονόματα όπως «καπετάνισσα» και Βαγγελή, η δεκαετία του ’70 προσπαθεί να μας πείσει ότι μεταφερθήκαμε σε άλλη εποχή. Η Κάτια Δανδουλάκη και ο Χρήστος Πολίτης -δύο δεκαετίες πριν γίνουν φωσκόλειο ζευγάρι- πρωταγωνιστούν στην πρωτότυπη ιστορία ενός Σουλιώτη «που δεν λογιάζεται για άντρας» επειδή δεν θέλει να σκοτώσει, και μιας γυναίκας που αποκαλύπτει εκ των έσω τα σχέδια των Τούρκων. Βουκολισμός και εθνική υπερηφάνεια παντρεύονται και αποτυπώνουν στο σελιλόιντ τις χρυσές σελίδες του ’21.

Η Έξοδος του Μεσολογγίου (1965)

Ομολογουμένως δύσκολο το εγχείρημα του Δημήτρη Δούκα, που ανέλαβε να αποτυπώσει στο πανί τις δραματικές στιγμές των πολιορκημένων κατοίκων του Μεσολογγίου και την ηρωική έξοδό τους. Ο Μάνος Κατράκης πρωταγωνιστεί και πλαισιώνεται από φουστανελοφόρους μαχητές, όσο στο «φτωχικό» του Σουλτάνου εκτυλίσσεται φεστιβάλ ανατολίτικων χορών της κοιλιάς. Τα εξωτερικά γυρίσματα, οι ενδυματολογικές ανάγκες και το μαχόμενο πλήθος κομπάρσων φανερώνουν γιατί οι ταινίες για το ’21 είναι τόσο δύσκολο να γυριστούν – γι’ αυτό άλλωστε είναι τόσο λίγες, συγκρινόμενες με τις παραγωγές για τον πόλεμο του ’40.

1821

Δεν είναι ούτε ταινία, ούτε cult. Είναι όμως το πιο πολυσυζητημένο και αμφιλεγόμενο project του ΣΚΑΙ για την φετινή σεζόν. Μια σειρά/αναπαράσταση/ντοκιμαντέρ για την «Γέννηση ενός Έθνους» στάθηκε η αφορμή για πολλά σχόλια –τα περισσότερα από αυτά υβριστικά-, καθώς η προσεγμένη παραγωγή δεν πλέκει πάντα το εγκώμιο των ηρώων του ’21, όπως το είχαμε συνηθίσει μέχρι τώρα, αλλά φωτίζει πολλές πλευρές του Αγώνα. Επανάσταση προκλήθηκε, όμως, και ενάντια στον παρουσιαστή της σειράς και συγγραφέα Πέτρο Τατσόπουλο, όταν το όνομά του συνδέθηκε με υπονοούμενα για τον σεξουαλικό προσανατολισμό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

Ακριβείς ή όχι, προσχηματικές ή (εθνικά) συγκινητικές, οι κινηματογραφικές προσπάθειες να χωρέσει η επαναστατική μας υπερηφάνεια σε μερικές μπομπίνες φιλμ μας κάνουν να θέσουμε το ερώτημα: Μπορεί να ξαναγραφτεί η Ιστορία; Το σίγουρο είναι ότι η τηλεόραση θα βρει μια γωνιά στα μεσημέρια αυτού του σαββατοκύριακου για να μας προσφέρει ηρωικές δόσεις, αλλά ο ελληνικός κινηματογράφος υστερεί σε πολύ βασικότερους τομείς, για να μπορέσει να διακριθεί και στις ταινίες εποχής. Με άλλα λόγια, οι ταινίες για την επανάσταση δεν είναι ταινίες-επανάσταση.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v