The Killer Inside Me: Και δε σου παν' τα νουάρ, Μάικλ

Ατμοσφαιρική πλην επιφανειακή αφήγηση, εξαιρετικές ερμηνείες αλλά αδύναμο σενάριο, καλή φωτογραφία αλλά απουσία των σκιών που δίνουν στο φιλμ νουάρ την γοητεία του. Η ζυγαριά για τη νέα ταινία του Μ. Γουιντερμπότομ γέρνει επικίνδυνα προς τη μετριότητα.
The Killer Inside Me: Και δε σου παν τα νουάρ, Μάικλ
του Λουκά Τσουκνίδα

Το φιλμ-νουάρ είναι ένα απ' τα είδη που κάθε σκηνοθέτης θα ήθελε να δοκιμάσει για μία φορά τουλάχιστον στην καριέρα του. Ο Μάικλ Γουιντερμπότομ είναι ο πιο πρόσφατος της λίστας και, επειδή τα υλικά κάνουν τον μάστορα, διαλέγει την πρώτη ύλη του απ' τη μάντρα του άριστου νουαρίστα Τζιμ Τόμσον, επιχειρώντας να μεταφέρει στην οθόνη το “The Killer Inside Me”. Με τον Κέισι Άφλεκ στον κεντρικό ρόλο έχει τον τέλειο ψυχάκια στα χέρια του. Δυστυχώς, δεν ξέρει τι ακριβώς να τον κάνει σε μια ατμοσφαιρική, αλλά επιφανειακή αφήγηση που καταλήγει σ' ένα μέτριο αποτέλεσμα.

Πρωταγωνιστής και αφηγητής της ιστορίας μας είναι ο Λου Φορντ (Κέισι Άφλεκ), ένας βοηθός Σερίφη σε μια μικρή αμερικάνικη κωμόπολη, ο οποίος καλείται μια μέρα να δώσει στη νεοφερμένη πόρνη Τζόις (Τζέσικα Άλμπα) ένα τελεσίγραφο: Αν θέλει να μην έχει άσχημα ξεμπερδέματα με το νόμο θα πρέπει να φύγει απ' την πόλη το συντομότερο. Εκείνη, όμως, δεν δέχεται έτσι απλά την ευγενή παραίνεση του αστυνομικού και τον προσβάλλει κατάμουτρα, πυροδοτώντας έτσι μια βίαιη συμπεριφορά από μέρους του που ποτέ δεν γίνεται κατανοητό αν είχε εκδηλωθεί ξανά πριν από αυτή την ημέρα. Ούτως ή άλλως, η σύγκρουσή τους καταλήγει σε ερωτική συνεύρεση κι η ένταση μετατρέπεται σε πάθος, το οποίο μοιάζει να συνεπαίρνει τον Λου, όπως μας αφηγείται εξάλου κι ο ίδιος.

Μέχρι εδώ, έχουμε αντιληφθεί ότι έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο ιδιόρρυθμο, αλλά όχι και διαταραγμένο, αφού η σχέση του με την Τζόις φαίνεται να διέπεται από αμοιβαιότητα, αλληλεξάρτηση και, στο βαθμό που είναι εφικτό, εμπιστοσύνη.

Όμως, ο Λου έχει κάτι παλιούς λογαριασμούς με τον λεφτά της πόλης, τον Τσέστερ Κόνγουεϊ (Νεντ Μπίτι), του οποίου ο γιος Έλμερ ονειρεύεται να κλεφτεί με την πόρνη της καρδιάς του, δηλαδή την Τζόις. Έτσι, με χαρακτηριστική άνεση και μηδέν δισταγμούς, ο Λου αποφασίζει ν' αφήσει τον πανούργο εαυτό του ανεξέλεγκτο προς μια πλεκτάνη εκδίκησης, η οποία τον φέρνει μόνο εναντίον όλων σε ένα φαύλο κύκλο βίας και ψευδορκίας με εμπλεκόμενους ακόμη κι όσους αγαπά ειλικρινά. Απ' την αφήγησή του, γίνεται αντιληπτό ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα είναι παρόμοιος με τον δικό μας, μείον συγκεκριμένους φραγμούς που ο Λου έχει απωλέσει. Είναι ένα τέρας, δηλαδή, με μορφή ανθρώπου. Το τέρας που έκρυβε μέσα του.


Η βία που ο Γουιντερμπότομ εικονογραφεί με αφοσίωση, υποτίθεται, στο αρχικό κείμενο είναι σαφώς απρόκλητη και συχνά καρτουνίστικη με την Κοενική έννοια, αφού ο θύτης (και αφηγητής μην ξεχνάμε) χτυπά το θύμα σα να πιστεύει κι ο ίδιος ότι δεν παθαίνει τίποτα. Σα ν' αντιλαμβάνεται το θάνατο ως εργαλείο παρά ως το τέλος της ζωής του αποδέκτη της φονικής του βίας.

Ο Λου Φορντ, χωρίς αμφιβολία, είναι διαταραγμένος κι αργά ή γρήγορα, όσους κι αν σκοτώσει, κάποιο ίχνος θα οδηγήσει σ' αυτόν. Αυτό είναι και το μοναδικό μυστήριο που μπορεί να κρατά το ενδιαφέρον μας ζωντανό, αφού η ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή δεν είναι ούτε ελκυστική ούτε ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη. Δεν ξέρω πώς σκιαγραφείται στο βιβλίο του Τόμσον, στο σενάριο όμως του Γουιντερμπότομ και του Τζον Κάραν, είναι ένας κακός με την παραδοσιακή έννοια, επιφανειακός και αναλώσιμος, όσο κι αν προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του απ' τη θέση ισχύος του αφηγητή.

Με λίγα λόγια, παρά τις εξαιρετικές ερμηνείες απ' όλο το καστ και την αναμενόμενα πληθωρική παρουσία του Κέισι Άφλεκ, το νουάρ του Γουιντερμπότομ δεν έχει καθόλου σκιές, αλλά ξεκάθαρα άσπρα και μαύρα, ενώ το εντυπωσιακό τέλος δεν κάνει την ταινία πιο ενδιαφέρουσα, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Παρ' όλ' αυτά, η φωτογραφία, η μουσική κι η όλη ατμόσφαιρα είναι σχετικά ανταποδοτικά για όποιον μειώσει κάπως τις προσδοκίες του στο επίπεδο του ψυχαναλυτικού δράματος ή του εκλεπτυσμένου νεο-νουάρ.

Τελικά, το “The Killer Inside Me” είναι μια μέτρια ταινία που δε θα φέρει κανέναν νέο φαν στο κατώφλι του Μάικλ Γουιντερμπότομ.

Βγαίνουν ακόμη:
- Το θλιβερό σίκουελ “Wall Street 2” του Όλιβερ Στόουν, το αχρείαστο αμερικάνικο ριμέικ του “13”, το βαρετό γαλλικό δράμα “La Refuge”, η διασκεδαστική ταινία φαντασίας του Λικ Μπεσόν “The Extraordinary Adventures of Adele Blanc-Sec”, η καλτιά του Φωκίωνα Μπόγρη “Κάθαρση”, η ταινία κινουμένων σχεδίων “Cats & Dogs: The Revenge of Kitty Galore” και σε επανέκδοση (λόγω των ημερών) το “Thank You for Smoking (2005)”.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v