Salt: Βούτυρο στο ψωμί της Αντζελίνα

Προβλέψιμο, με στερεότυπους χαρακτήρες και ξεκάθαρες υπόνοιες για σίκουελ, το Salt είναι μία παραφορτωμένη ταινία δράσης, η οποία όμως δεν κουράζει, παρά βλέπεται ευχάριστα -χάρη φυσικά στην Αντζελίνα- χωρίς μεγάλες προσδοκίες.
Salt: Βούτυρο στο ψωμί της Αντζελίνα
του Λουκά Τσουκνίδα

O Φίλιπ Νόις επιστρέφει στις κατασκοπικές ταινίες δράσης με το “Salt”, επιχειρώντας να χτίσει τις βάσεις για έναν θηλυκό Τζέισον Μπουρν. Η Αντζελίνα Τζολί είναι η προφανής επιλογή, εφόσον απαιτείται μια γυναίκα ικανή να δείρει και να εξολοθρεύσει ένα κάρο άντρες... για χάρη ενός. Η δράση είναι καταιγιστική, εξωπραγματική και συχνά πρωτότυπη, όμως το παλιομοδίτικο σενάριο με την αναβίωση της ψυχροπολεμικής συνωμοσιολογίας και την προβλέψιμη ανατροπή, σε ξενερώνει όταν αντιληφθείς ότι σε στήνουν με το ζόρι στην ουρά για το σίκουελ.

Απ' τη Βόρεια Κορέα ως τη Σοβιετική Ρωσία και το Ιράν, οι σεναριογράφοι του “Salt” δε χάνουν καμία ευκαιρία να σκιαγραφήσουν την ηρωίδα τους, Έβλιν Σολτ (Αντζελίνα Τζολί), ως μια υπερκατάσκοπο των πέντε ηπείρων, με καρδιά, όμως, μιας απλής καθημερινής Aμερικανίδας, δοσμένη σε έναν άνθρωπο αφοσιωμένο στον ευγενή επιστημονικό σκοπό της αραχνολογίας (Όγκουστ Ντιλ).

Όλα παν καλά, μέχρι που εμφανίζεται ένας μυστηριώδης ρώσος (όλοι οι ρώσοι είναι μυστηριώδεις) πρώην κατάσκοπος, ο οποίος αποκαλύπτει την ύπαρξη ενός ξεχασμένου μακροπρόθεσμου σχεδίου των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, σύμφωνα με το οποίο ένας άγνωστος αριθμός αμερικανών πολιτών είναι στην ουσία ρώσοι αντικαταστάτες τους, που περιμένουν υπομονετικά, εδώ και χρόνια, το σύνθημα για να εκτελέσουν την αποστολή τους. Ένα σχέδιο που φτάνει πίσω στη δολοφονία του Κένεντι (!) και, φυσικά, δεν έχει ανακληθεί ποτέ με τρέχοντα στόχο του τον... ρώσο πρόεδρο, ο οποίος επισκέπτεται τη Νέα Υόρκη.

Η εξέλιξη αυτή, φέρνει τους εμβρόντητους πράκτορες της CIA (Λιβ Σράιμπερ, Τσιγουέτελ Εζιοφόρ) σε δύσκολη θέση και πυροδοτεί ένα μπέρδεμα που μεγαλώνει με την αιματηρή απόδραση του ρώσου μέσα απ' το κτίριο της Υπηρεσίας. Απ' ότι φαίνεται η Σολτ δεν είναι ασφαλής, αλλά το μόνο που μπορεί να σκεφτεί είναι να τρέξει με κίνδυνο της ζωής της, των διωκτών της και των μισών νεοϋορκέζων στον αγαπημένο της που, μάλλον, κινδυνεύει. Εδώ ξεκινούν τα εντυπωσιακά κυνηγητά που αψηφούν τους νόμους της φύσης, με ξεκαρδιστικό αποκορύφωμα τον τρόπο με τον οποίο η πράκτορας Σολτ καταφέρνει να... πλοηγήσει ένα περιπολικό μ' έναν αναίσθητο αστυνομικό στη θέση του οδηγού. Το τι ακριβώς θέλει να κάνει, τελικά, μ' αυτή τη ριψοκίνδυνη απόδραση δεν είναι και τόσο ξεκάθαρο.

[Δείτε το trailer της ταινίας]


Τα ζητήματα ταυτότητας, προδοσίας και προγραμματισμένων πράξεων που φέρνουν στο μυαλό τον Τζέισον Μπουρν είναι κι εδώ προφανή, αλλά με έναν τρόπο διαφορετικό που δεν τολμά να πειράξει τις διαχωριστικές γραμμές καλού και κακού. Αν προδώσεις τους κακούς, τότε δεν είναι προδοσία, ειδικά αν το κάνεις για την αγάπη κι αν πρέπει να σώσεις τον κόσμο από έναν προσχεδιασμένο πυρηνικό όλεθρο. Αυτό γίνεται ακόμη πιο εμφανές όταν πέφτουν οι μάσκες και το καλό με το κακό ξεκαθαρίζουν ακόμη και μέσα στους κόλπους της Αγίας Υπηρεσίας που μένει για ακόμη μια φορά εμβρόντητη. Το κακό βλέπετε, είναι προμελετημένη υπόθεση και προγραμματίζεται, ενώ το καλό είναι έμφυτο και ζητά μόνο ν' ακολουθείς τα ένστικτά σου. Αυτή η έλλειψη ισορροπίας, μαζί με την απουσία πραγματικού τέλους για χάρη ενός άτσαλου “συνεχίζεται...” κάνει το “Salt” να μοιάζει ημιτελές και υπερφορτωμένο με ιδέες που η μία υπονομεύει την άλλη.

Κατά τ' άλλα, η Αντζελίνα είναι υπέροχη και μαθημένη πλέον σε τέτοιους ρόλους, μια γυναίκα action-hero που στέκεται επάξια δίπλα στους άντρες. Η σκηνοθεσία του Νόις έχει ρυθμό, δεν αφήνει κοιλιές και δεν κουράζει, ακόμη κι όποιον είναι αλλεργικός στις σύγχρονες τεχνικές απεικόνισης της δράσης, ενώ ο Τσιγουέτελ Εζιοφόρ μαζί με τον Λιβ Σράιμπερ ερμηνεύουν τους ρόλους τους επαρκώς, χωρίς πολύ προσπάθεια.

Τελικά, το “Salt” είναι μια διασκεδαστική ταινία δράσης που βλέπεται εύκολα, αν δεν περιμένει κανείς πολλά σε επίπεδο πλοκής.

Βγαίνουν ακόμη:
- Η τυποποιημένη ταινία τρόμου “Devil”, η “Τρυφερότητα” του Παναγιώτη Καραμήτσου και σε επανέκδοση το "The American Friend" (1977) του Βιμ Βέντερς, το "Casablanca" (1942) του Μάικλ Κέρτεζ και το "Last Year at Marienbad" (1961) του Αλέν Ρενέ. 
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v