Lymelife: Το λυκόφως του αμερικάνικου ονείρου

Μια ενδιαφέρουσα, αν και προβλέψιμη, προσέγγιση της κατάρρευσης του αμερικανικού ονείρου, με πολύ καλές ερμηνείες.
Lymelife: Το λυκόφως του αμερικάνικου ονείρου
του Λουκά Τσουκνίδα

Εντάξει, εντάξει. Το έχουμε καταλάβει. Η ζωή στα αμερικάνικα προάστια, στην ξύλινη μεζονέτα με τη σοφίτα, τη βεράντα και τη θέα στο πάρκο δεν υπήρξε ποτέ όσο ρόδινη φαινόταν. Τα λεφτά δε φέρνουν την ευτυχία. Η οικογένεια δεν είναι κάτι που χωρά σε ένα τεράστιο 4x4. Αναρωτιέμαι αν η συγκεκριμένη μαζική αμερικάνικη ψευδαίσθηση έχει κινηματογραφηθεί περισσότερο κι απ' το Βιετνάμ. Σίγουρα, το ίδιο θα αναρωτήθηκε κι ο Ντέρικ Μαρτίνι όταν γύριζε το “Lymelife”, αλλά προχώρησε ούτως ή άλλως.

Ο Μίκι Μπάρτλετ (Άλεκ Μπάλντουιν) ζει στο Λονγκ Άιλαντ με τη γυναίκα του Μπρέντα (Τζιλ Χένεσι) και τους δυο γιους τους Τζίμι (Κίραν Κάλκιν) και Σκοτ (Ρόρι Κάλκιν). Είναι ανερχόμενος μεσίτης ακινήτων με συνεταίρο τη Μελίσα Μπραγκ (Σίνθια Νίξον), που είναι παντρεμένη με τον Τσάρλι (Τίμοθι Χάτον) κι έχουν μια κόρη, την Αντριάνα (Έμα Ρόμπερτς). Οι δύο οικογένειες επιζητούν την ευτυχία στο καταπράσινο προαστιακό τοπίο. Όταν ο Τσάρλι αρρωσταίνει με την άγνωστη ακόμη Νόσο του Λάιμ, μικρόβιο που αρπάζει από το τσίμπημα ενός εντόμου, η ζωή του αρχίζει ν' αλλάζει. Παραιτημένος και κατατονικός, παρακολουθεί τον Μίκι να κυνηγά την επαγγελματική επιτυχία, ενώ απομακρύνεται από την Μπρέντα και μπλέκει με τη Μελίσα. Εντωμεταξύ ο Σκοτ προσπαθεί ν' ανακαλύψει τον έρωτα δίπλα στην πιο ώριμη Αντριάνα κι ο Τζίμι περιμένει να κληθεί στον πόλεμο για να φύγει μακριά απ' το αρρωστημένο καταθλιπτικό σκηνικό που, ως μεγαλύτερος, έχει δει να στήνεται λίγο-λίγο. Όπως είναι φυσικό, το σκηνικό καταρρέει...
 
[Το trailer της ταινίας]

Η Νόσος του Λάιμ είναι μια μεταδοτική ασθένεια που πρωτοεμφανίστηκε το 1975 στο Λάιμ του Κονέκτικατ και, προφανώς, λειτουργεί εδώ ως παραλληλισμός για τα συμπτώματα της παρακμής του αμερικάνικου προαστιακού ονείρου που άρχισαν να γίνονται αντιληπτά την αντίστοιχη δεκαετία. Όπως ο ιός βρίσκει ξαφνικά τον Τσάρλι, από ένα τόσο δα τσιμπούρι σε μια κυνηγετική εξόρμηση, και, άγνωστος ακόμη στους γιατρούς, τον ταλαιπωρεί και τον καταβάλλει σιγά-σιγά, έτσι κι η ψευδαίσθηση ευτυχίας γίνεται δούρειος ίππος για όλους του “ιούς” που δεν μπορείς να εξαλείψεις με την οικονομική χειραφέτηση ή την αποαστικοποίηση και μόνο.

Οι χαρακτήρες του Μαρτίνι και του αδερφού του, που συνυπογράφει το σενάριο, είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι και ως τέτοιοι, εξοργίζονται, απογοητεύονται, εθελοτυφλούν αλλά το παλεύουν ακόμη, έστω και με λάθος τρόπους. Επιμένουν μάλιστα σ' αυτά τα λάθη, βαφτίζουν την αρρώστια τους ανάγκη, θυσία ή αγώνα για το καλύτερο και συνεχίζουν. Σημαιοφόρος του εγωκεντρισμού τους είναι ο Μίκι, πληθωρικός, άτρωτος και αυτοδικαιωμένος. Καθρέφτης της κατάστασης τους είναι ο Τσάρλι, ο τρόπος που τους παρατηρεί πλέον από μακριά, ο τρόπος που μιλά και κινείται σα να έχει χάσει τα πάντα, σα να έχει δει αυτό που οι άλλοι δε θέλουν. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός αναλαμβάνει να δώσει το ηλεκτροσόκ που χρειάζεται, με συνέπειες που δε θα μάθουμε ποτέ. Στους δύο αυτούς ρόλους, ο Τίμοθι Χάτον έρχεται αντιμέτωπος με τον Άλεκ Μπάλντουιν κι εμείς έχουμε την τύχη να παρακολουθήσουμε μια εξουθενωτική ισοπαλία.

Κάπου εκεί μπαίνουν τα παιδιά, το μέλλον δηλαδή των δύο οικογενειών, η μόνη τους ελπίδα για μια υγιή συμβίωση. Δυστυχώς, η ζωή τους δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη απ' αυτή των γονιών τους και συνεπώς, ούτε κι η σχέση τους. Παρ' όλ' αυτά, σε μια όμορφη τελική σκηνή παράλληλης δράσης, ο Μαρτίνι μας αφήνει να υποθέσουμε ότι, νεαροί ενήλικες πλέον, μπορούν να διαχωρίσουν τη θέση τους και να ψάξουν το δικό τους ορισμό για την ευτυχία. Άλλωστε, ο μεγαλύτερος γιος έχει ήδη καεί, μιας και μεγάλωσε μέσα στην περίοδο που ο ιός κυοφορούνταν, την περίοδο της σιωπής κι όχι του ξεσπάσματος.

Οι ερμηνείες είναι πολύ καλές (ανέφερα ότι ο Ρόρι Κάλκιν μοιάζει με τον Χατζηγεωργίου;), η φωτογραφία ακροβατεί μεταξύ της ακριβούς απεικόνισης μιας εποχής και της ειρωνείας για την κατάληξή της ως γραφική. Η μουσική είναι επίσης αμφιλεγόμενη και ανήκει στον ίδιο τον Μαρτίνι και το συγκρότημά του.

Το “Lymelife” δεν επιχειρεί μια αλλιώτικη κριτική ματιά στο κλασικό “άγιο” αμερικάνικο όνειρο απ' όσες έχουμε δει πολλές φορές μέχρι σήμερα. Απλώς, το κάνει με τρόπο ιδιόμορφο μα εύληπτο, προβλέψιμο μα ενδιαφέροντα.

Βγαίνουν ακόμη:
Η απογοητευτικά χλιαρή κωμωδία “Date Night” με τους Στιβ Κάρελ και Τίνα Φέι, το δακρύβρεχτο “Dear John”, η ρομαντική κομεντί “When in Rome” και σε επανέκδοση το “Rashomon (1950)” του Ακίρα Κουροσάβα.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v