The Ghost Writer: (Και η κινηματογραφική) ετυμηγορία κατά του Πολάνσκι

Παρά την ατμόσφαιρά του, το πολιτικό θρίλερ του Πολάνσκι αναλώνεται σε ευκολίες και απλοϊκότητες, καταλήγοντας να είναι μία κακή ταινία που ποζάρει ως κάτι πολύ σπουδαιότερο. Οι αδύναμες ερμηνείες του καστ, πλην των δύο πρωταγωνιστών, δίνουν απλώς το τελειωτικό χτύπημα.
The Ghost Writer: (Και η κινηματογραφική) ετυμηγορία κατά του Πολάνσκι
του Λουκά Τσουκνίδα

Ο Ρομάν Πολάνσκι, που αυτόν τον καιρό είναι απασχολημένος με παλιότερα νομικά ζητήματα τα οποία πήραν για λίγο αγωνιώδη τροπή, επέστρεψε πρόσφατα στο Φεστιβάλ του Βερολίνου με μια νέα ταινία. Το “Ghost Writer” είναι ένα πολιτικό θρίλερ που αντλεί έμπνευση από γνωστές υποθέσεις και πρόσωπα, τοποθετώντας στο επίκεντρο έναν άνθρωπο που συχνά παραβλέπεται απ' όλους, αλλά κι απ' την ιστορία, τον συγγραφέα-φάντασμα που αναλαμβάνει να βυθιστεί στις ζωές των άλλων και να γράψει τις αυτοβιογραφίες τους.

Ένας βιογράφος χωρίς όνομα (Γιούαν Μαγκρέγκορ) καταφτάνει στο εξοχικό του πρώην πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας, Άνταμ Λανγκ (Πιρς Μπρόσναν), για να αναλάβει από εκεί που σταμάτησε ο προκάτοχός του λίγο πριν το κύμα τον ξεβράσει νεκρό στην ακτή. Η γραμματέας του Λανγκ, Αμέλια (Κιμ Κάτραλ), και η σύζυγός του, Ρουθ (Ολίβια Γουίλιαμς), του δείχνουν τα κατατόπια που δεν αρέσουν καθόλου στο νέο “φάντασμα”, όπως τον αποκαλούν.

Σύντομα γνωρίζει και τον ίδιο τον Λανγκ, τον άνθρωπο του οποίου τη ζωή θα πρέπει να αποτυπώσει στο χαρτί, κάνοντάς την να μοιάζει εντυπωσιακή, γοητευτική, αλλά και απλή, ικανή να “πουλήσει” στο κοινό. Η αρχή της συνεργασίας τον βρίσκει εν μέσω ενός επικείμενου σκανδάλου. Ο πρώην Υπουργός της κυβέρνησης Λανγκ, Ρόμπερτ Ράικαρτ, αποφασίζει να τον καταγγείλλει για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να ζητήσει την έκδοσή του στο Δικαστήριο της Χάγης, με βάση την απόφασή του να στείλει Βρετανούς ύποπτους στα βασανιστήρια των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.

Παραμελημένος, εν μέσω κρίσης, και δυσαρεστημένος που έμπλεξε σ' αυτήν την υπόθεση, ο βιογράφος-φάντασμα ακολουθεί τα χνάρια που έχει αφήσει εδώ κι εκεί ο προκάτοχός του. Με κίνδυνο και της ζωής του ακόμη, φτάνει σε κάποιες άκρες που τον κάνουν καχύποπτο όσον αφορά το θάνατο του ανθρώπου που κλήθηκε να αντικαταστήσει, αλλά και το ρόλο του Λανγκ στη διεθνή πολιτική σκηνή. Σαστισμένος και φοβισμένος, επικοινωνεί με τον Ράικαρτ. Μπαίνει έτσι ακόμη πιο βαθιά σε μια υπόθεση που δεν είναι καθόλου απλή...
 
[Το trailer της ταινίας]


Είναι προφανές απ' την πρώτη στιγμή, ότι ο Πολάνσκι θα “παίξει” με την έννοια του βιογράφου-φάντασμα, του οποίου το όνομα δεν μπαίνει ποτέ κάτω απ' τα βιβλία που γράφει, για να ενισχύσει την ατμόσφαιρα του θρίλερ του. Ο κεντρικός χαρακτήρας δεν έχει όνομα, αποκαλείται πότε “Ghost” και πότε “Man”, κι είναι βέβαιο ότι ακροβατεί ανάμεσα στα δύο χωρίς να το ξέρει. Ακολουθώντας τα ίχνη του προκατόχου του, είναι σα ν' ακολουθεί το φάντασμά του. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στη σκηνή όπου αφήνεται στην τελευταία καταγεγραμμένη πορεία απ' το GPS στο αυτοκίνητο των φιλοξενούμενων, την πορεία που είχε ακολουθήσει εκείνος πριν πεθάνει. Η μαεστρία του Πολάνσκι δένει σ' αυτό το κομμάτι με την εξαιρετική φωτογραφία και την απλότητα στο παίξιμο του Μαγκρέγκορ, που ξεκινά με τρομερή αυτοπεποίθηση και υπεροψία πριν αντιληφθεί ότι αυτά που συμβαίνουν υπερβαίνουν κατά πολύ όσα μπορεί να χειριστεί και νιώσει στο πετσί του την ανασφάλεια και τον κίνδυνο.

Το σενάριο όμως του Πολάνσκι και του Ρόμπερτ Χάρις, συγγραφέα του αρχικού μυθιστορήματος, είναι γεμάτο απλοϊκότητες και τρύπες, ενώ δε βοηθά το ότι κερδοσκοπεί αδέξια κι επιδερμικά πάνω σε οικεία πολιτικά σενάρια και πρόσωπα. Η συνειρμική ταύτιση των τεκταινόμενων με τη σχετικά πρόσφατη πολιτική επικαιρότητα, αλλά και η συνωμοσιολογία που ξεδιπλώνεται μπροστά μας και τρομάζει τόσο τον ήρωα, υποβιβάζουν τους χαρακτήρες σε πιόνια και τον κεντρικό ρόλο σε υποψήφια παράπλευρη απώλεια. Η κατρακύλα αυτή προς την ευκολία του παραλογισμού σφραγίζεται με ένα τέλος που, παρά το υπέροχο μονόπλανο, δε βγάζει κανένα απολύτως νόημα. Πέρα απ' τον Μαγκρέγκορ και τον εξαιρετικό Πιρς Μπρόσναν, οι υπόλοιποι θα μπορούσαν να παίζουν σε οποιαδήποτε ταινία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Περιττό να αναφέρω ότι η Κιμ Κάτραλ δεν παίζει την Αμέλια, αλλά την Σαμάνθα.

Δυστυχώς, το θρίλερ του Πολάνσκι, αν και διαθέτει την κατάλληλη ατμόσφαιρα, προκαλεί την αγωνία μέσω αυθυποβολής και όχι της ταύτισης με τον ήρωα και τα μπλεξίματά του. Είναι μια κακή ταινία που ποζάρει, απλώς, ως κάτι πολύ σπουδαιότερο.

Βγαίνουν ακόμη:
- Η δραματική ταινία “Everybody's Fine” με τον Ρόμπερτ Ντενίρο, το ισπανικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας “Timecrimes”, η κωμωδία “Holy Water” και το “180 Μοίρες” του Νικόλα Δημητρόπουλου.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v