The Hurt Locker: H - υπερεκτιμημένη - οσκαρική "βόμβα"

Η ταινία - έκπληξη που κυριάρχησε στην φετινή απονομή των βραβείων Όσκαρ, είναι μια ανθρωποκεντρική και ρεαλιστική ταινία, χωρίς ηθικολογικές υπερβολές, η οποία όμως δεν διεκδικεί  τον τίτλο της καλύτερης ταινίας της χρονιάς.
The Hurt Locker: H - υπερεκτιμημένη - οσκαρική βόμβα
του Λουκά Τσουκνίδα

Ο μεγάλος νικητής των βραβείων Όσκαρ για φέτος είναι το “The Hurt Locker” της Κάθριν Μπίγκελοου, η ανθρωποκεντρική, ρεαλιστική ταινία για τον κατ' ευφημισμό πόλεμο στο Ιράκ που αποφεύγει τις, από εκατέρωθεν του πολιτικού φάσματος, ηθικολογικές κορώνες, κρίσεις ή αιτιάσεις. Όλα αυτά είναι πολύ καλά και σίγουρα έλειπαν απ' τις μέχρι τώρα φορτισμένες ή προκατειλημμένες κινηματογραφικές εκδοχές της συγκεκριμένης πραγματικότητας, αυτής που έγινε συνήθεια ώστε ο μέσος αμερικάνος κινδυνεύει πια να ξεχάσει από που προέκυψε. Μήπως όμως η ταινία δεν είναι και τόσο καλή όσο ακούγεται;

Η ιστορία μας μεταφέρει στο Ιράκ, εκεί που μια ομάδα (τριών ατόμων) εξουδετέρωσης εκρηκτικών μηχανισμών χάνει το πιο σημαντικό μέλος της, αυτόν που τις εξουδετερώνει, στο πεδίο του καθήκοντος. Ο αντικαταστάτης του, Επιλοχίας Γουίλιαμ Τζέιμς (Τζέρεμι Ρένερ), αποδεικνύεται λίγο ριψοκίνδυνος για τα γούστα του Λοχία Τζέι Τι Σάνμπορν (Άντονι Μάκι) και του Στρατιώτη Όουεν Έλντριτζ (Μπράιαν Γκεράτι), των δύο φαντάρων που είδαν τον σύντροφό τους να τινάζεται στον αέρα. Όμως είναι έμπειρος και ιδιαίτερα ικανός στις λεπτομέρειες που μετράν, κάτι που γίνεται σιγά-σιγά αντιληπτό και στους νέους συνεργάτες του, βελτιώνοντας σταδιακά τις τεταμένες αρχικά σχέσεις τους.

Παρ' όλ' αυτά, αποστολή με αποστολή και περιστατικό με περιστατικό, η ατίθαση φύση του θέτει σε κίνδυνο και τους άλλους. Όταν ο Έλντριτζ επιβιβάζεται στο ελικόπτερο της πρόωρης επιστροφής με πολλαπλά κατάγματα στο μηρό, αν και ευτυχής που η θητεία του έληξε, φροντίζει να του το υπενθυμίσει, διαολοστέλνοντάς τον με ηχηρό τρόπο. Ο καιρός περνά και μετά απ' όλ' αυτά ο Τζέιμς θα πρέπει ν' αποφασίσει ποιος είναι και τι επιζητά πλέον...

Ο ρεαλισμός μοιάζει πια να είναι μονόδρομος στην απεικόνιση καταστάσεων πολέμου. Αυτό το ύφος (ντοκιμαντερίστικο που λέμε καμιά φορά) επιλέγει και η Μπίγκελοου για να μας βάλει όσο γίνεται πιο βαθιά στην ατμόσφαιρα μιας αποστολής, σαν κι αυτές που αναλαμβάνουν ο Τζέιμς και η ομάδα του. Η αγωνία είναι κάτι που προκύπτει απ' το ίδιο το θέμα κι έτσι δε χρειάζεται περιττές σεναριακές ανακαλύψεις. Ένας άνθρωπος αντιμέτωπος με μια βόμβα, σε μια μικρή γωνιά ενός τόπου που αποτελεί ολόκληρος έναν εκρηκτικό μηχανισμό.



Η σκηνή που ο Τζέιμς ξεθάβει λίγο-λίγο μια συστοιχία καλωδίων για ν' ανακαλύψει ότι είναι περικυκλωμένος από ρουκέτες, τα λέει όλα για το πώς νιώθει όποιος βρίσκεται εκεί. Νεκρός, όπως λέει και κάποια στιγμή ο Έλντριτζ (αν θυμάμαι καλά). Όμως, αυτό που ο Έλντριτζ λέει κόλαση, ο Τζέιμς το λέει σπίτι του. Όντας λοιπόν ζωντανός-νεκρός, είναι και μουδιασμένος απέναντι στον κίνδυνο, όχι μόνο για τη δική του ζωή αλλά και των άλλων. Μαθαίνουμε ότι έχει γυναίκα και παιδί, από συγκυρία περισσότερο παρά από κάτι δυνατό, ακόμη ένας λόγος να φλερτάρει τόσο αναίσθητα με το ρίσκο. Αυτές οι λεπτομέρειες τελικά είναι που υποβιβάζουν το χαρακτήρα του Τζέιμς σε εργαλείο και μάλιστα προβλέψιμο. Είναι φτιαγμένος για να θυσιαστεί, ως μη-ρεαλιστής τελικά, στο βωμό του ρεαλισμού. Είναι όμως ακόμη μια αναίμακτη θυσία, αφού δεν του δίνεται τίποτε για να χάσει κι ούτε ο ίδιος προσπαθεί να το βρει.

Μακράν πιο αληθινοί του Τζέιμς είναι οι άλλοι δύο χαρακτήρες, ερμηνευμένοι πολύ πιο μετριοπαθώς απ' τον αυτοκαταστροφικό ρομαντικό πολεμιστή του Ρένερ, απ' τους Άντονι Μάκι και Μπράιαν Γκεράτι. Ο Λοχίας Σάνμπορν ξέρει καλά τι πρέπει να κάνει για να φύγουν από κει ζωντανοί κι απαιτεί απ' τον Τζέιμς να κάνει το ίδιο. Δε θα δίσταζε ίσως να τον σκοτώσει πριν τους σκοτώσει εκείνος με τα καμώματά του. Ίσως ζηλεύει λίγο την ηρωική του πόζα, αλλά όχι τον τρόπο με τον οποίο έχει απομυθοποιήσει την οικογένειά του. Όσο για τον Έλντριτζ, μάλλον είναι ο πιο προσγειωμένος απ' όλους, αφού ζωντανός τελικά, είναι εκείνος που μάχεται για να μείνει έτσι.

Η ταινία της Μπίγκελοου, σε σενάριο του έμπειρου από πεδία μάχης Μαρκ Μπόουλ, δε μοιάζει τελικά να καταλήγει πουθενά. Επιχειρεί να γίνει ίσως παραβολή για κάτι μεγαλύτερο ή να εντρυφήσει στον ψυχισμό ενός ανθρώπου που δίνεται στη μάχη γιατί δεν έχει που αλλού να δοθεί. Σε μένα τουλάχιστον δεν έγινε ξεκάθαρο, ενώ ο κεντρικός της χαρακτήρας που μοιάζει τόσο δυνατός κι ελκυστικός, είναι τελικά κι η μεγαλύτερη αδυναμία της. Είναι προμελετημένος και καταλήγει ψεύτικος, όσο κι η εντύπωσή του ότι δικαιούται να περιφέρεται ως άτρωτος-νεκρός και να υποθέτει το ίδιο και για τους άλλους.

Καλύτερη ταινία της χρονιάς; Σίγουρα όχι. Αλλά σίγουρα ενδιαφέρουσα, σε περίπτωση που νοιαστεί κανείς για την τύχη του εν λόγω Επιλοχία.

Βγαίνουν ακόμη:
Το συμπαθητικό, αλλά υπερφίαλο τελικά, ρομαντικό δράμα “Remember me”, το βαρετό μεταφυσικό θρίλερ “The Lovely Bones” του Πίτερ Τζάκσον, το μακρόσυρτο “Thirst” του Τσαν-γουκ Παρκ, το πολύ κακό “Desert Flower”, μεταφορά του ομώνυμου μπεστ-σέλερ και η κωμωδία “The Spy Next Door” με τον Τζάκι Τσαν.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v