Taking Woodstock: Χαμηλών τόνων κωμωδία για... υψηλών τόνων γεγονός

Εστιάζοντας στον πρωταγωνιστή του και αφήνοντας το μεγάλο γεγονός στο background, ο Ανγκ Λι φτιάχνει μια ταινία που μπορεί να μην είναι πολύ αστεία ούτε ιδιαίτερα διεισδυτική, αλλά βλέπεται κι ακούγεται ευχάριστα.
Taking Woodstock: Χαμηλών τόνων κωμωδία για... υψηλών τόνων γεγονός
του Λουκά Τσουκνίδα

Γούντστοκ. Τριήμερο μουσικής, ειρήνης, αγάπης κλπ. Δε νομίζω να υπάρχει κανείς που να μη γνωρίζει αυτό το όνομα, αλλά και πόσο ξεχυλώθηκε η σημασία του και ξεχυλώνεται ακόμη για να ταιριάξει σε θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες η ειρηνική συνύπαρξη ανθρώπων σ' ένα μουσικό φεστιβάλ αποδεικνύει ότι μπορούν να συνυπάρξουν ειρηνικά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Προφανώς, μια τέτοια πομπώδης θεώρηση δεν αποδεικνύεται με περιπτωσιολογίες γύρω από κερδοσκοπικά μουσικά φεστιβάλ ή τριήμερα με δωρεάν χοτ-ντογκ, όπου όλοι πηγαίνουν για να περάσουν καλά και ν' απολαύσουν τις παροχές, άρα η πιθανότητα να.σχηματίσουν συμμαχίες και να ρισκάρουν τη ζωή τους σε επιδρομές με σκοπό την επέκταση ή τη λεηλασία είναι αμελητέα. Το μόνο που, ίσως, μπορούμε να πούμε ότι «αποδεικνύεται» με το Γούντστοκ είναι ότι αν μια σειρά από μουσικές μπάντες προσφέρονταν να παίζουν τζάμπα κάθε μέρα, όλη μέρα και σε ζωντανή σύνδεση με όλον τον κόσμο οι άνθρωποι θα άραζαν στο γρασίδι και δε θα έβγαζαν πέρα καμία εργασία, είτε βλαβερή είτε ωφέλιμη, για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον. Οι μόνοι που θα δούλευαν, θα ήταν οι διοργανωτές της διαρκούς εκδήλωσης, οι τεχνικοί, οι καθαριστές και φυσικά οι μουσικοί, όπως έγινε δηλαδή και στο πραγματικό Γούντστοκ.

Μια ρομαντικοποιημένη εκδοχή των παρασκηνίων, βασισμένη στα φουσκωμένα απομνημονεύματα του ανθρώπου που κάλεσε τη διοργάνωση στο μικρό Μπέθελ, του Έλιοτ Τίμπερ ή Τάιχμπεργκ, μετέτρεψε σε μια ευχάριστη ταινία συνειδητοποίησης ο Ανγκ Λι. Το «Taking Woodstock» παίζει με τα παραπάνω στερεότυπα, αλλά προς όφελος του πρωταγωνιστή του, που τα ΄χει ανάγκη κι όχι όλου του πλανήτη, που τα 'χει γραμμένα.

Ο Έλιοτ Τίμπερ (Ντεμέτρι Μάρτιν), ένας νεαρός διακοσμητής, επιστρέφει απ' τη Νέα Υόρκη στη μικρή κωμόπολη, όπου οι γονείς του, εβραίοι μετανάστες απ' τη Ρωσία, διατηρούν ένα κακορίζικο μοτέλ και χρειάζονται άμεσα τη βοήθειά του. Ο νεαρός, αν κι έξω απ' τα νερά του, προσπαθεί να κάνει τη μικρή επιχείρηση να σταθεί στα πόδια της κι αναλαμβάνει το πόστο του προέδρου του τοπικού Εμπορικού Επιμελητηρίου. Κάποια μέρα μαθαίνει ότι στο γειτονικό Γουόλκιλ, το τοπικό συμβούλιο δε θα επιτρέψει στους διοργανωτές του πολυαναμενόμενου μουσικού φεστιβάλ να το διοργανώσουν στην περιοχή τους. Αρπάζει τότε την ευκαιρία και καλεί τους υπεύθυνους της Woodstock Ventures να το στήσουν στο κτήμα γύρω απ' το μοτέλ Μονακό.

Όμως η έκταση δεν είναι αρκετή κι ο Έλιοτ τους φέρνει σε επαφή με τον κτηνοτρόφο Μαξ Γιάσγκουρ που δέχεται να τους νοικιάσει τα καταπράσινα λιβάδια του για ένα πολύ σεβαστό ποσό κι η περιπέτεια ξεκινά. Τα νέα για το φεστιβάλ φτάνουν σε όλη τη χώρα κι οι θεατές καταφτάνουν κατά χιλιάδες ξεπερνώντας και τα πιο τρελά όνειρα των διοργανωτών. Μέσα σ' αυτό το ειρηνικό χάος ο Έλιοτ προσπαθεί να διαχειριστεί την ιδιόμορφη πελατεία, τις αντιδράσεις της συντηρητικής τοπικής κοινότητας, μα και να λύσει μερικά απ' τα δικά του προβλήματα...

[Το trailer της ταινίας]

Όπως κι αν έγιναν τα πράγματα που οδήγησαν στο θρυλικό τριήμερο του μισού εκατομμυρίου κατασκηνωτών, ο Λι δε μοιάζει ν' απασχολείται με τη βιογράφησή των εμπλεκομένων. Απλώς, παίρνει τον χαρακτήρα που ο Τίμπερ έφτιαξε με βάση τον εαυτό του και περνά όλο το γεγονός μέσα απ' το δικό του φίλτρο, εξετάζει με χιούμορ κι ελαφρότητα το πώς αυτό επηρέασε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Δεν τραβά, μάλιστα, ούτε μια φορά την κάμερα απ' αυτόν για να κερδοσκοπήσει πάνω στο ενδιαφέρον μας για λίγη γεύση από Γούντστοκ, που είναι εύλογα μεγαλύτερο από 'κείνο για έναν μυταρά επαρχιώτη επιχειρηματία με καταπιεσμένη σεξουαλικότητα. Και καλά κάνει, αφού όλοι γνωρίζουν τι γίνεται εκτός πλάνου κι όλοι έχουν ακούσει τη μουσική ξανά και ξανά, κάτι που δίνει στο δημιουργό ένα ατόφιο μπακγκράουντ, μια κοινή βάση για να αφηγηθεί την υποκειμενική ιστορία.

Ο Έλιοτ καταλαβαίνει ότι αναλαμβάνει κάτι πέρα απ' τις δυνατότητές του, αλλά η μόνη άλλη του επιλογή είναι ένα παρηκμασμένο μοτέλ σ' ένα μίζερο χωριό, που διοικεί μαζί με δυο ανθρώπους εκτός πραγματικότητας, τους ταλαιπωρημένους απ' τη ζωή γονείς του, Τζέικ (Χένρι Γκούντμαν) και Σόνια (Ιμέλντα Στόντον). Με κίνητρο την πολύ καλή προοπτική κέρδους, που μπορεί να σώσει τους χρεωκοπημένους γονείς του και να φέρει τον ίδιο πίσω στην προηγούμενη ζωή του, βουτά στην περιπέτεια του φεστιβάλ χωρίς δεύτερη σκέψη. Άλλωστε, είναι σα να καλεί τη Νέα Υόρκη νά 'ρθει σ' αυτόν για τρεις μέρες, ώστε να θυμηθεί το λόγο που ζούσε εκεί πριν αναγκαστεί να επιστρέψει. Ακόμη κι όταν ο φακός εστιάζει στους γλαφυρούς δευτερεύοντες χαρακτήρες (ενδιαφέρουσα η εμφάνιση του Λιβ Σράιμπερ σαν τραβεστί πρώην πεζοναύτης) ή αναπαράγει κάποιες απ' τις πιο διάσημες εικόνες του αληθινού γεγονότος, ο Έλιοτ Τίμπερ είναι πάντα παρόν και μας θυμίζει ότι αυτή είναι η δική του εκδοχή. Ο κωμικός Ντεμέτρι Μάρτιν, μια άγνωστη σε μας φάτσα, φέρνει εις πέρας τον πρωταγωνιστικό ρόλο ικανοποιητικά και λόγω Ανγκ Λι, μάλλον πυροδοτεί και την καριέρα του.

Το «Taking Woodstock» είναι μια χαμηλών τόνων κωμωδία για ένα υψηλών τόνων γεγονός. Δεν είναι πολύ αστεία ούτε ιδιαίτερα διεισδυτική, αλλά βλέπεται κι ακούγεται ευχάριστα.

Βγαίνουν ακόμη:
- Η καλή ιδιόμορφη κωμωδία του Αλβάρο Μπρέκερ «Bad Day to Go Fishing», η μετριότατη «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου, η ταινία τρόμου «Carriers», η ολλανδική παιδική ταινία φαντασίας «Minoes», η ταινία κινουμένων σχεδίων «Tinker Bell and the Lost Treasure» και σε επανέκδοση το «Ran» του Ακίρα Κουροσάβα και το «Fanny and Alexander» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

Απόρρητο
v