Inglourious Basterds: Άδοξος Ταραντίνο

Επιστρατεύοντας όλα τα αγαπημένα του κόλπα (σινεφίλ αναφορές, γλαφυρές καρικατούρες, καλοστημένα πλάνα, καρτουνίστικη βία, φαφλατάδικους διαλόγους) ο Ταραντίνο φτιάχνει ένα pulp fiction έπος με φόντο τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που δύσκολα κρατά το ενδιαφέρον για δυόμισι ώρες ελάχιστης δράσης.
Inglourious Basterds: Άδοξος Ταραντίνο
του Λουκά Τσουκνίδα

Για τον Κουέντιν Ταραντίνο τά 'χω πει. Θεωρώ ότι είναι σαφέστατα υπερτιμημένος ως δημιουργός και πως κυκλοφορεί εδώ και κάμποσο καιρό με τ' όνομά του για brand-name, πουλώντας ύφος και πόζα σε όσους είναι διατεθειμένοι ν' αγοράσουν. Και είναι πολλοί. Το φταίξιμο, βέβαια, δεν είναι αποκλειστικά δικό του. Όταν ένα ολόκληρο σύστημα έχει ανάγκη από κάποιο «τρομερό παιδί» ή κάποιον «λαϊκό» και συνάμα οραματιστή δημιουργό, δε διστάζει να κατασκευάζει καλλιτεχνικά προσχήματα ώστε, μέσα απ' αυτά, ν' απογειώνει πέραν του δέοντος σκηνοθέτες και ταινίες.

Ο Ταραντίνο όμως είναι πάνω απ' όλα ένας σινεφίλ-οπαδός και μέσα απ' αυτό το πρίσμα, αφηγείται και οπτικοποιεί τις ιστορίες του. Προέχει γι' αυτόν η απόδοση τιμών, αλλά κι η αποθέωση του σινεμά ως ενός κόσμου ασύνδετου με την πραγματικότητα, όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή. Η ιστορία κι οι σταθερές της εκείνες που ασυναίσθητα ενσωματώνουμε στη φαντασία μας, περιορίζοντάς την, δεν έχουν καμία θέση στη δική του αφήγηση κι έτσι, ακόμη κι ο Χίτλερ αντιμετωπίζεται όπως κάθε άλλος «κακός» στην ιστορία του φανταστικού. Το νέο πόνημα του Ταραντίνο, «Inglourious Basterds», είναι, απ' την κορφή ως τα νύχια, μια απολύτως φανταστική ιστορία.

Βρισκόμαστε στις αρχές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στην κατεχόμενη Γαλλία, ο Συνταγματάρχης Χανς Λάντα (Κρίστοφ Βαλτς), γνωστός και ως «Εβραιοκυνηγός», ξετρυπώνει μια οικογένεια που κρύβεται κάπου στη γαλλική επαρχία. Απ' τη σφαγή γλιτώνει μόνο η νεαρή κόρη που χάνεται στο δάσος. Την ίδια ώρα, στις τάξεις του αμερικανικού στρατού, σχηματίζεται μια ειδικής φύσεως διμοιρία, ονόματι «The Inglourious Basterds» με αρχηγό τον Υπολοχαγό Άλντο Ρέιν (Μπραντ Πιτ). Μέλη της, είναι μια χούφτα εβραιόπουλα, που αναλαμβάνουν να κινηθούν μέσα σε εχθρικό έδαφος και ν' αντιμετωπίσουν τους γερμανούς με πρωτοφανή, ακόμη και για κείνους, αγριότητα. Ο Υλγος Ρέιν ζητά 100 σκαλπ ναζί από κάθε φαντάρο του και το εννοεί.

Μεταφερόμαστε τότε, 2 χρόνια μετά, στο 1943, όταν η νεαρή εβραιοπούλα (Μελανί Λορέν) είναι πια ιδιοκτήτρια ενός μικρού παρισινού κινηματογράφου. Η αίθουσά της επιλέγεται απ' τον Φρίντριχ Τσόλερ (Ντάνιελ Μπριλ) και τον Γιόζεφ Γκέμπελς, για την πρεμιέρα ενός πατριωτικού φιλμ, που αφηγείται τις στρατιωτικές περιπέτειες του πρώτου κι έχει τον ίδιο για πρωταγωνιστή. Η συγκεκριμένη πρεμιέρα όμως, είναι κι ο τόπος όπου θα λάβει χώρα μια μυστική αποστολή των συμμάχων που αποσκοπεί στο να τινάξουν στον αέρα όλους τους επιφανείς παρευρισκόμενους. Ο βρετανός Υπολοχαγός Άρτσι Χίκοξ (Μάικλ Φασμπέντερ), η γερμανίδα σταρ Μπρίτζετ φον Χάμερσμαρκ (Ντάιαν Κρούγκερ) κι η παρέα των «Μπάσταρδων» πρόκειται να τη φέρουν εις πέρας. Στην πορεία, όμως, κάτι πάει στραβά, ενώ ο «Εβραιοκυνηγός» Λάντα είναι κι εκείνος παρών στο πανηγύρι...
 
[Το trailer της ταινίας]

Κάποιος αθώος θεατής (αν υπάρχουν ακόμη τέτοιοι), θα υπέθετε ότι ο «μάστερ» αποφάσισε να κάνει μια συμβατική περιπέτεια, με φόντο το πάντα γοητευτικό σκηνικό του 2ου ΠΠ και της χιλιοπαιγμένης ναζιστικής υπερβολής. Όμως ο Ταραντίνο δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει στην άκρη τα τρία πράγματα που αγαπά περισσότερο, το σινεμά, το στιλ και το ατέρμονο μπλα-μπλα. Αφηγείται την ιστορία του σε κεφάλαια που μας ανακοινώνει με εμβόλιμες κάρτες, ενώ δεν καταφεύγει σε πηδήματα στο χρόνο, παρά μόνο σαν πολύ μικρές επεξηγηματικές σκηνές, όπου χρειαστεί. Στο τελευταίο κεφάλαιο συνδέει όλα τα προηγούμενα και προχωρά σχετικά γρήγορα στην πολυαναμενόμενη κλιμάκωση. Στην πορεία εφαρμόζει όλα τα γνωστά του κόλπα: τις σινεφίλ αναφορές, τις γλαφυρές καρικατούρες, τα καλοστημένα πλάνα, την καρτουνίστικη βία, τα γυναικεία κάτω άκρα, την απρόκλητη ειρωνεία και τους μακροσκελείς, φαφλατάδικους διαλόγους. Εντάξει, όλ' αυτά είναι διασκεδαστικά, αλλά μπορούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον για δυόμισι ολόκληρες ώρες ελάχιστης δράσης; Δύσκολα.

Η βία δεν φτάνει ποτέ στο επίπεδο που υπόσχεται ο εξαιρετικός Μπραντ Πιτ ως Υλγος Άλντο Ρέι στο τρέιλερ, η παρέα των «Άδοξων Μπάσταρδων» είναι μάλλον άδοξοι κομπάρσοι —ακόμη κι ο Τιλ Σβάιγκερ στον πολύ υποτιμημένο ρόλο του γερμανοκτόνου γερμανού— οι γυναίκες είναι αδιάφορες, οι Γερμανοί γελούν συνεχώς δυνατά χωρίς λόγο, οι «πνευματώδεις» διάλογοι τραβάν πολύ κι αποσπούν την προσοχή απ' την όποια πλοκή υπάρχει και το χιούμορ είναι απλώς μια σειρά από μπηχτές και ειρωνικά «κλεισίματα του ματιού» προς το θεατή, αφού, σίγουρα, δεν πρόκειται για κωμωδία. Και τότε τι είναι;

Ένα καλοφτιαγμένο pulp-fiction έπος απ' αυτά που γέμιζαν κάποτε τα ράφια των βίντεο-κλαμπ με το κιλό, αλλά με καλύτερη παραγωγή, προσεγμένη σκηνοθεσία και φυσικά, πλούσια γκάμα από σινεφίλ και fanboy αναφορές. Α, ναι! Κι έναν θάνατο ταμπού, που της εξασφαλίζει μια θέση στην ιστορία της μυθοπλασίας.

Βγαίνουν ακόμα:
- Το τελευταίο πόνημα της Nia Vardalos “I Hate Valentine’s Day”, η σκηνοθετική απόπειρα της Madonna (!) “Filth and Wisdom”, το ντοκιμαντέρ “Amando a Maradona” και σε επανέκδοση τα “The Sheltering Sky” (ΑΚΑ Τσάι στη Σαχάρα), “Un Homme et une Femme” και “La Regle du Jeu”.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v