Home: Μαύρο χιούμορ για (ένα) σπίτι

Ξεκινώντας από μία πρωτότυπη ιδέα, και χωρίς να γίνεται φλύαρη, η ταινία της Ούρσουλα Μερ τραβά την προσοχή στους χαρακτήρες και το (αλληγορικό) θέμα της, στηριζόμενη στο μαύρο χιούμορ, την ιδιαίτερη κινηματογραφική αφήγηση και τις ερμηνείες της.
Home: Μαύρο χιούμορ για (ένα) σπίτι
του Λουκά Τσουκνίδα

Αν και διανύουμε την εβδομάδα του «Bruno» δε νομίζω ότι χρειάζεται να γράψω τίποτε ιδιαίτερο γι' αυτό. Όποιος γούσταρε το «Borat» θα γουστάρει και πάλι, μείον βέβαια το οποιοδήποτε στοιχείο αιφνιδιασμού, αφού η εξουθενωτική διαφήμιση φρόντισε να το εξαλείψει. Παρ' όλ' αυτά, δεν πρόκειται τόσο για μια κινηματογραφική προσπάθεια, αλλά για μια καταιγιστική κωμική περφόρμανς που μπλέκει το σενάριο με την πραγματικότητα κι είναι τελείως άσχετη με το μέσο. Για όσους ήξεραν τον Bruno απ' το τηλεοπτικό σόου του Σάσα Μπάρον Κοέν, η ταινία είναι ένα χορταστικό, εκτεταμένο επεισόδιο, μια ευχάριστη υπερβολική δόση από κάτι που τους αρέσει ούτως ή άλλως. Για τους αθώους (ναι, υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν δει ακόμη το «Borat») είναι δίκοπο μαχαίρι και για τους φίλους της ακραίας κωμωδίας, μια γνωριμία με κάτι πραγματικά τραβηγμένο απ' τα μαλλιά, αλλά κι απερίγραπτα αστείο. Ο Κοέν είναι ένας κωμικός που, αυτόν τον καιρό, γράφει ιστορία στο είδος και οι δουλειές του, αν και αδικαιολόγητα πολυδιαφημισμένες μιας και το κοινό τους ειναι αναπόφευκτα πεπερασμένο, αξίζουν προσοχής.

Παράλληλα, βγαίνει στις αίθουσες και μια ενδιαφέρουσα γαλλική ταινία, το «Home» της Ούρσουλα Μέρ. Είναι η ιστορία μιας οικογένειας που ζει δίπλα σ' έναν εγκατελειμμένο αυτοκινητόδρομο, ο οποίος λειτουργεί σαν προέκταση της αυλής τους, ένας παιχνιδότοπος για τους γονείς και τα τρία παιδιά τους. Η μητέρα δε φεύγει ποτέ από το ερημικό τοπίο και το σπίτι μοιάζει ν' αποτελεί το καταφύγιό της από κάτι, ίσως την αγχωτική πολύβουη ζωή που λαβαίνει χώρα μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω. Ο πατέρας πηγαινοέρχεται μέσω ενός χωματόδρομου μεταξύ δουλειάς και σπιτιού, όπου διαρκώς μαστορεύει για να κάνει την, κάπως μοναχική, εμπειρία των παιδιών λίγο καλύτερη. Η μεγάλη κόρη, αργόσχολη και αδιάφορη, ακούει ολημερίς μουσική και κάνει ηλιοθεραπεία σε μια ξαπλώστρα, ενώ τα δυο μικρότερα αδερφάκια πηγαίνουν στο σχολείο και γυρίζοντας κάνουν τα ψώνια που τους σημειώνει η μαμά. Αυτή η εναλλακτική, αθόρυβη ρουτίνα θα διακοπεί όταν ένα συνεργείο ανακαινίζει τον παρηκμασμένο αυτοκινητόδρομο μέσα σε μια νύχτα και τον παραδίδει στην κυκλοφορία. Η ζωή της οικογένειας τότε θ' αλλάξει δραματικά κι η προσαρμογή δε θά 'ναι τόσο εύκολη όσο φαίνεται...

[Το trailer της ταινίας]

Η Μερ ξεκινά με μια εικόνα αλλόκοτη. Το τοπίο που οι πρωταγωνιστές της επέλεξαν για ησυχαστήριο, δεν είναι φυσικό, ούτε διαθέτει καμία ιδιαίτερη ομορφιά. Είναι σαν κάθε ξερό, επίπεδο τοπίο που βλέπει κανείς εκατέρωθεν ενός αυτοκινητόδρομου στη μέση ενός κάμπου. Όταν κάποια στιγμή η μητέρα με τα μικρά πηγαίνουν για πικ-νικ, κάθονται κάτω από το μοναδικό, σε μεγάλη ακτίνα, δέντρο. Είναι ένα τσιμεντένιο τοπίο, ένα απλό τσιμεντένιο σπίτι πάνω σ' έναν τσιμεντένιο δρόμο που, όμως, είναι ξεχωριστό κι είν' όλο δικό τους, τους εξασφαλίζει, μάλιστα, μια ανεκτίμητη απομόνωση. Γι' αυτούς όμως, είναι σα μια πολυτελής βίλα στο δάσος, έχουν ήλιο και καθαρό αέρα, μια στέρνα που ο μπαμπάς μετατρέπει σιγά-σιγά σε πισίνα κι ένα απέραντο ασφάλτινο γήπεδο του χόκεϊ ή ποδηλατοδρόμιο, ανάλογα με την όρεξή τους.

Η σκηνοθέτης μας βάζει σ' αυτό το κλίμα της εσωστρέφειας και της αυτάρκειας απ' την αρχή, μας δείχνει πώς όλες οι δραστηριότητες της οικογένειας, πλην δουλειάς και σχολείου, περιορίζονται σ' αυτόν τον ιδιότυπο, από σπόντα ιδιωτικό, παράδεισο. Είναι πολύ καλό για νά 'ναι αληθινό —ή και υγιές ακόμη για νά 'μαι ειλικρινής— κι η επιστροφή στην ανελέητη πραγματικότητα έρχεται απότομα, καταιγιστικά κι αμετάκλητα με το, αναμενόμενο, άνοιγμα του αυτοκινητόδρομου. Παραδίδεται στην κυκλοφορία στις 3 τα ξημερώματα κι ο μπαμπάς κοιμάται στην αυλή περιμένοντας να δει το πρώτο αμάξι με τα μάτια του, αφού είχε πιστέψει ότι ο παράδεισος που έφτιαξαν στο περιθώριο της αργόσυρτης πολεοδομικής και δημοσιονομικής γραφειοκρατίας, θα διαρκούσε για πάντα. Τελικά, ο πρώτος οδηγός ανακοινώνεται απ' το ραδιόφωνο —τη μοναδική επαφή με τον έξω κόσμο για την, μάλλον αγοραφοβική, μητέρα— νωρίς το πρωί κι αφού περνά δίνεται το σύνθημα κι η ζωή τους αλλάζει.

Η σύμπτωση δε με την περίοδο των διακοπών και τ' ατελείωτα μποτιλιαρίσματα μπροστά στην κουζίνα τους κάνει ακόμη πιο κωμικοτραγική την κατάρρευση του οικοδομήματος της οικογενειακής τους ευτυχίας. Ένας ένας αποσυνδέονται απ' την πραγματικότητα και μεταξύ τους —η μεγάλη κόρη απλώς φεύγει με το πρώτο ωραίο αμάξι με ωραίο οδηγό που περνά— κι η λύση που δίνουν είναι απελπιστικά προσκολλημένη στην πανάκεια της απομόνωσης, σε βαθμό που γίνεται παρωδία της.

Το μαύρο χιούμορ κι ο παραλογισμός, μαζί με την κινηματογραφική της αφήγηση, είναι αυτά που διασώζουν το φιλμ της Μερ απ' το να γίνει κουραστικό. Η αλληγορία μοιάζει κάπως επιφανειακή, αλλά νομίζω ότι, μετά και την εξουθενωτική κατρακύλα των χαρακτήρων προς την παράνοια, είναι αρκετά συζητήσιμη. Στα μεγάλα συν κι οι ερμηνείες της Ιζαμπέλ Ιπέρ και του Ολιβιέ Γκουρμέ, που χωρίς να γίνουν καρικατούρες, αποδίδουν την αγωνία τους να κρατήσουν ακέραιο το οικοδόμημά τους, μπροστά στο μηδενικό χρονικό περιθώριο που τους δόθηκε να προσαρμοστούν, έστω, ψυχολογικά.

Το «Home» είναι μια απλή ταινία που ξεκινά από μια πρωτότυπη ιδέα και χωρίς να φλυαρεί, τραβά την προσοχή στους χαρακτήρες και το θέμα της.

Βγαίνουν ακόμη:
- Δυο ακόμη, λιγότερο σουρεαλιστικά, οικογενειακά δράματα, το ήπιων τόνων ιταλικό «Συννεφιές με Λιακάδα» και το απαράδεκτο αμερικάνικο «My Sister's Keeper». Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο Νικ Κασαβέτης, κινηματογραφεί τις στιγμές της οικογένειας ανάμεσα στην τραγωδία σα να πρόκειτα για διαφήμιση καφέ ή, χειρότερα, μαργαρίνης με χαμηλά λιπαρά. Σε προκαλεί να συγκινηθείς κι αμέσως σε πιάνει απ' το λαιμό και σου λέει ότι η ζωή είναι υπέροχη. Θέλω να το αποφασίω μόνος μου; Μπορώ;;;
- Η κωμική περιπέτεια με «έντιμους» απατεώνες, «The Code», όπου ο Μοργκαν Φρίμαν κι ο Αντόνιο Μπαντέρας κάνουν ότι μπορούν, αλλά πρόκειται για μια μέτρια, χλιαρή κι αναμενόμενη ταινία. Η απορία μου στην έξοδο ήταν: Ο Φρίμαν είναι τόσο ψηλός ή ο Μπαντέρας τόσο κοντός;
- Το «Προς το Παρόν» του Αντώνη Καλογιάννη και σε επανέκδοση, «Το Ποτάμι» του Νίκου Κούνδουρου» και (για δεύτερη φορά μέσα σε 4 καλοκαίρια) το περίφημο «Pickpocket» του Ρομπέρ Μπρεσόν (γι' αυτή την ταινία έχω γράψει κάτι παλιότερα εδώ...).

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v