Public Enemies: Δύσκολη εποχή για gangsters

Παρά το ενδιαφέρον σεναριακά υλικό που έχει στα χέρια του, ο "πολύς" Μάικλ Μαν καταλήγει να κάνει μια μέτρια γκανγκστερική ταινία που ακολουθεί ηδονοβλεπτικά τον Τζόνι Ντεπ, από τον οποίο όμως η Μαριόν Κοτιγιάρ κλέβει, τελικά, την παράσταση.
Public Enemies: Δύσκολη εποχή για gangsters
του Λουκά Τσουκνίδα

Ο σεσημασμένος ληστής μπαίνει με τη συμμορία του στη μεγάλη επιβλητική τράπεζα κι αρχίζει την απαλλοτρίωση. Την ώρα που φεύγει για να επιδοθεί στο συνηθισμένο πιστολίδι με τους αστυνομικούς που έχουν καταφτάσει, ένας πελάτης του δίνει όσα λεφτά κουβαλούσε επάνω του, σε χαρτονομίσματα, αλλά και... ψιλά. Ο Τζον Ντίλινγκερ του τα δίνει πίσω χαμογελώντας όλο νόημα, «Δεν ήρθα για τα χρήματά σου, αλλά για της τράπεζας.» Φυσικά, αν αργούσε 10 λεπτά, τα χρήματα που αρνήθηκε θα ήταν της τράπεζας. Όμως, στο «Public Enemies» του Μάικλ Μαν, ένας απ' τους δύο αρνείται ν' αντιληφθεί την ειρωνεία, είτε ειν' ο ήρωας είτε ο σκηνοθέτης.

Βρισκόμαστε στο 1933 κι ενώ η Αμερική προσπαθεί να συνέλθει απ' το οικονομικό κραχ, ο Έντγκαρ Χούβερ (Μπίλι Κράνταπ) επιχειρεί να εδραιώσει τη θέση του FBI ως προστάτη της εθνικής ασφάλειας και τάξης και να εξαπλώσει την επιρροή του. Στόχος του γίνονται ο σωρός των ληστών τραπεζών που δρουν ανεξέλεγκτα σε όλη τη χώρα κι έχουν συχνά γλαφυρά ονόματα όπως Μπέιμπι Φέις Νέλσον ή Πρίτι Μπόι Φλόιντ. Αρχηγός σ' αυτό το κυνηγητό, ορίζεται ο πράκτωρας Μέλβιν Πέρβις (Κρίστιαν Μπέιλ) και αντίπαλον δέος, ο συγκροτημένος και συνειδητοποιημένος Τζον Ντίλινγκερ (Τζόνι Ντεπ), που ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα ανάμεσα στους πολεμοχαρείς και ψυχάκηδες συναδέλφους του.
 
Εντωμεταξύ, το οργανωμένο έγκλημα συνέρχεται αργά αργά απ' τη δική του κρίση και την πτώση του Αλ Καπόνε κι οι φασαριόζοι, μπελαλήδες λήσταρχοι δεν κάνουν καλό στις καινούργιες, ημινόμιμες, μπίζνες. Σ' όλο αυτό το αρρωστημένο σκηνικό, ο Τζον Ντίλινγκερ αυτοπροσδιορίζεται είτε ως παράνομος αλά φαρ ουεστ είτε ως λαϊκός ήρωας αλά Ρομπέν των Δασών είτε ως κάποιος που παίρνει αυτό που θέλει όταν το θέλει. Είναι πιστός στους φίλους του, μάχεται με τόλμη και μυαλό, παίζει με την εικόνα του, ερωτεύεται και προδίδεται...

[Το trailer της ταινίας]

Το σενάριο της νέας ταινίας του «στυλίστα» Μάικλ Μαν βασίστηκε στο βιβλίο του Μπράιαν Μπάροου «Public Enemies: America's Greatest Crime Wave and the Birth of the FBI», μια δημοσιογραφική αναδρομή στη διετία '33-'34, που εκθειάστηκε για την ακρίβειά της. Φαίνεται όμως, ότι οι σεναριογράφοι κράτησαν μόνο ότι τους βόλευε στην εικόνα που ήθελαν να χτίσουν εξ αρχής, αυτήν ενός ρομαντικού ήρωα, γοητευτικού όχι μόνο επειδή είναι ωραίος και τόσο σίγουρος για τον εαυτό του, αλλά κυρίως, επειδή είναι καταδικασμένος. Ακόμη και η επιλογή του πρωταγωνιστή παραπέμπει σε απροκάλυπτη επιτήδευση, αφού ο Τζόνι Ντεπ δε μοιάζει ιδιαιτέρως με τον αληθινό Ντίλινγκερ, κουβαλά όμως στο ίματζ του την ικανότητα να μετατρέπει αμφιλεγόμενους χαρακτήρες σε γοητευτικές ρομαντικές φιγούρες.

Σε πιο πρόσφατα κινηματογραφικά παραδείγματα αντίστοιχοι ήρωες σκιαγραφούνται τελείως διαφορετικά. Στο «The Assassination of Jesse James...» ο Τζέσε του Μπραντ Πιτ πέθανε χωρίς καμία σιγουριά για το αν η ζωή του είχε σημασία για κάποιον αλλον εκτός του φονιά του. Στο «Public Enemy No1» ο Ζακ Μερίν του Βενσάν Κασέλ πεθαίνει ως παρωδία της εικόνας που ο ίδιος είχε φτιάξει με την αυτοβιογραφία του (που ήταν το πρώτο μέρος της διλογίας). Και οι τρεις γνωρίζουν (και το γνωρίζουμε κι εμείς φυσικά) ότι ο θάνατος αποτελεί μεγαλύτερη πιθανότητα για 'κείνους απ' ότι για τον μέσο άνθρωπο, όμως ο Ντίλινγκερ του Μαν, θέτει τον εαυτό του υπεράνω, εννοεί τις ατάκες που ξεστομίζει και δε λυγίζει ούτε μια στιγμή απ' το υπαρξιακό βάρος. Αν παρακολουθούμε μια απόπειρα ερμηνείας μιας υπαρκτής ζωής, τότε μου μοιάζει σχηματική και αδιάφορη, αν πάλι παρακολουθούμε μια γκανγκστερική περιπέτεια με κουλ ήρωες και καταιγιστική δράση, τότε οι δημιουργοί πέτυχαν ένα μέτριο αποτέλεσμα, με πολύ προφανείς αδυναμίες.

Πέρα απ' τον Τζόνι Ντεπ και τη Μαριόν Κοτιγιάρ που κλέβει ίσως την παράσταση απ' όλους στο ρόλο της αιώνιας αγαπημένης του, ο χαρακτήρας που καλείται να ενσαρκώσει ο Κρίστιαν Μπέιλ παραμένει αδύναμος μέχρι το τέλος όταν και τον υποσκελίζει χαρακτηριστικά ο Στίβεν Λανγκ, στην μικρή του εμφάνιση, αλλά συγχρόνως την πιο στιβαρή και πειστική σε όλη την ταινία. Αντίθετα, ο Μπίλι Κράνταπ κάνει καρικατούρα τον Χούβερ, εκείνον που δίνει δηλαδή όλο το σημειολογικό βάρος στην αποστολή του Πέρβις. Κι όπως ο ρόλος του FBI περιορίζεται σε επιφανειακές ατομικές φιλοδοξίες, έτσι και το κραχ απουσιάζει απ' την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, παρ' ότι σημαδεύει την εποχή.

Κι ο ρόλος του οργανωμένου εγκλήματος περιορίζεται σε κάποιες σκηνές που υποννοούν ότι κάτι «πολύ μεγάλο» κρύβεται πίσω από ένα πατάρι γεμάτο τηλεφωνήτριες. Μια επιχείρηση που ο τυχοδιώκτης, ρομαντικός ήρωας δεν μπορεί να καταλάβει. Με λίγα λόγια, ο Μαν ανοίγει πολύ προφανώς τρία ενδιαφέροντα μέτωπα που θα μπορούσαν να δώσουν ειδικό βάρος σε όσα συμβαίνουν και ακόμη μεγαλύτερη εγκυρότητα στην καταδικασμένη πορεία του ήρωά του, όμως επιδεικνύει παρόμοια αφέλεια μ' εκείνη που αποδίδει στον Ντίλινγκερ και τ' αφήνει ημιτελή προτιμώντας ν' ακολουθεί ηδονοβλεπτικά τον Τζόνι Ντεπ.

Όσο για την αισθητική του επιλογή να γυρίσει με High Definition ψηφιακές κάμερες, αυτή αποτελούσε έτσι κι αλλιώς δίκοπο μαχαίρι και η δική μου γνώμη είναι ότι δε λειτουργεί καθόλου. Οι φυσικοί φωτισμοί που εξαφανίζουν τους τόνους και εκθέτουν επιλεκτικά τις ατέλειες των προσώπων, δίνουν την αίσθηση ότι μια χολιγουντιανή παραγωγή προσπαθεί να μασκαρευτεί σε καλλιτεχνική ταινία ή να επιτύχει ένα δήθεν ρεαλισμό που δεν είναι ορατός στο τελικό αποτέλεσμα. Τα στοιχεία της σκηνοθεσίας του Μαν είναι όλα παρόντα αλλά με το νέο τους περιτύλιγμα δεν είναι το ίδιο εντυπωσιακά.

Το «Public Enemies» είναι μια μέτρια γκανγκστερική ταινία, που, αν και θα μπορούσε, τελικά δεν αντλεί τίποτα απ' την ενασχόλησή της μ' ένα υπαρκτό πρόσωπο, μια συναρπαστική εποχή και δυο οντότητες, τη μαφία και το FBI, που η κόντρα τους σημάδεψε για χρόνια τη χώρα.



Βγαίνουν ακόμη:
- Η προτελευταία ταινία του Τζόνι Το πριν απ' το πολυαναμενόμενο «Vengeance», το «Sparrow», η γαλλική κομεντί «The Girl from Monaco», το τρίτο μέρος του «Ice Age» με τον ηχηρό υπότιτλο «Dawn of the Dinosaurs» και σε επανέκδοση, ο «Πρωτάρης», το «Αντρέι Ρουμπλιόφ» και το «Αλάτι της Γης».
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v