Taken: Όταν οι τύψεις παίρνουν την εκδίκησή τους

Καλογυρισμένη, καλοπαιγμένη και απλοϊκή, η νέα ταινία των Λικ Μπεσόν και Πιερ Μορέλ απευθύνεται σε αυτούς που δεν χρειάζεται να δικαιολογήσουν τις κινηματογραφικές τους επιλογές, ενώ σφραγίζει τα στόματα με έναν εξαιρετικό Λίαμ Νίσον.
Taken: Όταν οι τύψεις παίρνουν την εκδίκησή τους
του Λουκά Τσουκνίδα

Ένας πατέρας σαν όλους τους άλλους, ο Μπράιαν Μιλς, βγαίνει στη σύνταξη απ' τη δουλειά του σε μυστικό κυβερνητικό πόστο κι αποφασίζει να ξαναμπεί στη ζωή της 17χρονης κορούλας του που, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, είχε παραμελήσει μέχρι σήμερα. Όμως η μονάκριβή του θέλει να κάνει καλοκαιρινό ταξιδάκι στην Ευρώπη, κάτι ιδιαιτέρως επικίνδυνο για αμερικανίδες έφηβες, όπως πολύ καλά γνωρίζει ο, ψημμένος σε παρανοϊκές σκέψεις, Μπράιαν. Τη στέλνει λοιπόν με την προϋπόθεση να του τηλεφωνεί συνέχεια για να γνωρίζει ότι είναι καλά. Φυσικά, ο παλιός έχει πάντα δίκιο κι έτσι η μικρή Κιμ με τη φίλη της, δεν προλαβαίνουν να πατήσουν Παρίσι, όταν κάποιοι τις απαγάγουν απ' το διαμέρισμά τους. Την ώρα όμως της απαγωγής, η Κιμ μιλά με τον πατέρα της στο τηλέφωνο, εκείνος της ζητά όσες πληροφορίες προλαβαίνει να του δώσει και όταν ο ένας κακός παίρνει το κινητό στα χέρια του, τον προειδοποιεί ότι θα τους βρει και θα τους σκοτώσει. Η απάντηση που παίρνει; «Καλή τύχη!» Αλλά αυτοί που θα τη χρειαστούν είναι οι απαγωγείς, αφού απ' ό,τι φαίνεται, τσάντισαν τον λάθος άνθρωπο...

Αν σκέφτεστε ότι από εκεί και πέρα ακολουθεί μια περιπετειώδης διάσωση κι ένας χείμμαρος βίαιας και δίκαιης εκδίκησης, έχετε δίκιο. Αν σκέφτεστε ότι ο εκδικητής και διασώστης στο «Taken» του Πιερ Μορέλ είναι ο Στίβεν Σιγκάλ, την πατήσατε. Είναι ο εξαιρετικός Λίαμ Νίσον, πειστικός όσο ο Τσαρλς Μπρόνσον, αποτελεσματικός όσο ο Στίβεν Σιγκάλ και άθραυστος όσο ο Ντολφ Λούντγκρεν σε μια ταινία που διακατέχεται μεν απ' το αυτοϋπονομευτικό πνεύμα του «Shoot 'em Up» και του «Crank», με τελείως διαφορετικό όμως περιτύλιγμα, παλιομοδίτικο και σοβαροφανές, πιο κοντά στην αξέχαστη σειρά «Death Wish» και στις B ταινίες ξύλου κι εκδίκησης που βγαίνουν σωρηδόν στα ντιβιντάδικα κάθε βδομάδα. Κοινό τους χαρακτηριστικό; Το απλοϊκό σενάριο, που αποτελεί απλώς το πρόσχημα για ν' αρχίσει ο ήρωας να δέρνει ανελέητα τον έναν κακό μετά τον άλλο, με το ύφος εκείνο του Τζον Μακλέιν που έμοιαζε να λέει: «Εγώ δεν ήθελα να μπλεχτώ μαζί σας, αλλά εσείς έπρεπε να με τσαντίσετε!»

Ο Μπράιαν Μιλς πάλι, έχει μάθει απ' την επαγγελματική εμπειρία του να μην τσαντίζεται, αλλά να είναι μόνιμα σε εγρήγορση, έτοιμος να εξαπολύσει όλη του την ενέργεια πάνω στην καρωτίδα εκείνου που, δευτερόλεπτα πριν, έχει κρίνει με απόλυτη αυτοπεποίθηση ως υπεύθυνο κάποιας επιλήψιμης πράξης. Κι ο Νίσον αποδεικνύει ότι ακόμη κι ένας τέτοιος στερεοτυπικός, εξωφρενικός ρόλος, χρειάζεται κάποιον που μπορεί να τον κάνει να μοιάζει, τηρουμένων των αναλογιών φυσικά, ανθρώπινος. Το στοιχείο του πατέρα που πρέπει να σώσει την κόρη του και να εξιλεωθεί για τα χρόνια που την παραμέλησε βοηθά σ' αυτό και διευκολύνει την προσέγγιση του, καλοπροαίρετου πάντα, θεατή. Οι υπόλοιποι θα βρουν πολλά απίθανα να ειρωνευτούν, αλλά θα διασκεδάσουν σίγουρα με τη δράση και το ξύλο. Κάποιοι πάλι, ίσως σοκαριστούν απ' την καλά κρυμμένη καπιταλιστική προπαγάνδα στο μοτίβο «αμερικάνος σώζει παρθένα από αλβανούς και άραβες κάτω απ' τη μύτη των ανίκανων γάλλων»...

[Δείτε το trailer της ταινίας]

Γιατί, λοιπόν, να δει κανείς κάτι τέτοιο; Μάλλον δεν υπάρχει απάντηση, αφού οι άνθρωποι που τα απολαμβάνουν συνειδητά (κι ομολογώ ότι είμαι ένας απ' αυτούς) δεν ασχολούνται με την ψυχανάλυση ούτε επιδίδονται σε άσκοπες ενδοσκοπήσεις σχετικά με τις κινηματογραφικές τους προτιμήσεις. Ίσως εδώ το δόλωμα να είναι ο «σοβαρός» ηθοποιός, αλλά αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα την επιφανειακότητα της ιστορίας, μ' όλα τα κλισέ στο πακέτο: απ' τη χρηματιζόμενη ντόπια αστυνομία που δίνει έξτρα δίκιο στο μοναχικό εκδικητή έως τον αισχρά ζάμπλουτο, έκφυλα χοντρομπαλά, σαουδάραβα πλοιοκτήτη που ψάχνει παρθένες για το χαρέμι του, βάζοντας στον αντίποδα μια χλιδάτη διαφθορά που δεν μπορούμε παρά να μισήσουμε θανάσιμα (όπως έκανε κι ο Ροθ στο πρώτο Hostel).

Ο Μορέλ, ένοχος μέχρι σήμερα για το θρίλερ «District 13», ξέρει πολύ καλά πώς να κινηματογραφεί τη δράση, τα κυνηγητά με τ' αυτοκίνητα, το ξύλο και το πιστολίδι χωρίς να πέφτει σε υπερβολές, όπως οι παράξενες γωνίες λήψης ή τα πλάνα που κουνιούνται πάνω-κάτω. Δίνει στην προβλέψιμη ιστορία του καταιγιστικό ρυθμό (υπάρχει κι ένα ντεντλάιν 96 ωρών που λειτουργεί προσχηματικά), αλλά και ισορροπημένη κλιμάκωση, μέχρι την αναμενόμενη διάσωση και τιμωρία. Η παραγωγή και το σενάριο φέρουν την υπογραφή του Λικ Μπεσόν, που κανείς αναρωτιέται αν κοιμάται ποτέ με τόσα που ανακατεύεται —ως παραγωγός κυρίως.

Το «Taken» είναι μια καλογυρισμένη και καλοπαιγμένη, απλοϊκή ταινία δράσης. Απολαμβάνεται με την ανάλογη διάθεση και τις ανάλογες προσδοκίες.

Βγαίνουν ακόμη:
- Το μέτριο αστυνομικό θρίλερ «The Horsemen» με τον Ντένις Κουέιντ, το κουραστικό σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γκιγιέρμο Αριάγκα «The Burning Plain», οι επανεκδόσεις «Vertigo» και «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» και το «Hannah Montana: The Movie».
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v