State of Play: Δύσκολοι καιροί για ΜΜΕ

Η μεταφορά της ομώνυμης τηλεοπτικής μίνι-σειράς του BBC στην μεγάλη οθόνη είναι ένα καταιγιστικό θρίλερ με έντονους ρυθμούς, στιβαρή σκηνοθεσία, καλές ερμηνείες από το πρωταγωνιστικό δίδυμο, αλλά σχηματικούς δεύτερους χαρακτήρες και "αδύναμες" ανατροπές.
State of Play: Δύσκολοι καιροί για ΜΜΕ
του Λούκα Τσουκνίδα

Η κατάσταση των πραγμάτων έχει ως εξής: ο Τύπος περνά οικονομική κρίση και οι εφημερίδες στην Αμερική ψάχνουν σανίδα σωτηρίας. Κάποιες έφτασαν ακόμη και στο σημείο... να γραπωθούν απ' το ίντερνετ. Θεωρούν, λογικά, ότι μειώνοντας το τεράστιο κόστος με το οποίο τους επιβαρύνει η εκτύπωση θα ξεπεράσουν το σκόπελο και θα συνεχίσουν να μας προσφέρουν τις αναντικατάστατες υπηρεσίες τους. Όμως όπου υπάρχει τόσο μεγάλος ανταγωνισμός —τα ΜΜΕ είναι ήδη πάρα πολλά, πόσο μάλλον στην «ουτοπία» του ίντερνετ— δημιουργούνται νέες αγορές και νέες απαιτήσεις και το κόστος δε θ' αργήσει να μεγαλώσει ξανά. Η κρίση αυτή ταυτίζεται συχνά με την κρίση στην ίδια τη δημοσιογραφία, της οποίας ως θεματοφύλακες εμφανίζονται λόγω παράδοσης τα έντυπα μέσα. Όμως η δημοσιογραφία, επηρεάζεται μεν απ' τη φύση του μέσου, αλλά δεν τρέφεται απ' αυτό —αντίθετα, εκείνη το θρέφει— κι έτσι είναι αδύνατο να πεθάνει μαζί του.

Οι τίτλοι τέλους του «State of Play» του Κέβιν Μακντόναλντ αποτελούν, είτε μια απόπειρα να ταραχτούν οι ευαίσθητες χορδές μας είτε ένα μελοδραματικό, όσο και πρόωρο, «αντίο» στην έντυπη καθημερινή ενημέρωση. Η υπόλοιπη ταινία είναι ένας ύμνος στη δημοσιογραφία που έθρεψε αυτή την ενημέρωση και μεγάλωσε μαζί της. Α, ναι, είναι κι ένα τραβηγμένο, αλλά διασκεδαστικό πολιτικό θρίλερ.

Ο Καλ Μακάφρι (Ράσελ Κρόου) είναι ένας δημοσιογράφος παλαιάς κοπής που δουλεύει εδώ και πολλά χρόνια σε μια παραδοσιακή μεγάλη εφημερίδα. Καλείται να γράψει για δυο φόνους και σκοντάφτει πάνω στην αυτοκτονία —ή μήπως ήταν φόνος;— μιας ερευνήτριας, βοηθού του γερουσιαστή Στίβεν Κόλινς (Μπεν Άφλεκ) στην προσπάθεια να αποκαλύψει τη σκανδαλώδη επέκταση και τα σκοτεινά σχέδια ενός ομίλου εταιρειών ιδιωτικής ασφάλειας (τύπου Blackwater) ονόματι Pointcorp. Στην πρώτη ακροαματική διαδικασία χωρίς τη βοηθό του, ο Κόλινς λυγίζει και βάζει τα κλάματα αποκαλύπτοντας πως η σχέση τους ήταν κάτι περισσότερο από επαγγελματική. Η ιστορία παίρνει αμέσως «ροζ» διαστάσεις, μιας κι ο γερουσιαστής είναι παντρεμένος κι η γυναίκα του (Ρόμπιν Ράιτ Πεν) μαθαίνει την αλήθεια απ' τις ειδήσεις.

Εντωμεταξύ, ο Μακάφρι θεωρεί ότι υπάρχει κάτι που βρωμάει πίσω απ' την υποτιθέμενη αυτοκτονία και ρίχνεται στην επιτόπια έρευνα κόντρα στις παραινέσεις της αρχισυντάκτριας (Έλεν Μίρεν) η οποία θέλει μεγαλύτερη ευελιξία στην ύλη κι ελαφρότερη προσέγγιση ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των νέων ιδιοκτητών της εφημερίδας, του απρόσωπου ομίλου Mediacorp. Στη λάσπη της ερευνητικής δημοσιογραφίας θα παρασύρει και την νεαρή μπλόγκερ, σταρ της «ηλεκτρονικής» έκδοσης, Ντέλα Φράι (Ρέιτσελ Μακάνταμς) η οποία, παρά την αρχική κόντρα τους, σηκώνεται πρόθυμα απ' την ανατομική καρέκλα της για να μάθει κατιτίς δίπλα στον «παλιό». Πάνω σ' όλ' αυτά έρχεται να πέσει βαριά κι προσωπική σχέση του δημοσιογράφου με τον πολιτικό, η φιλία τους κι η ένταση λόγω του παλιότερου φλερτ του Μακάφρι με τη σύζυγο του Κόλινς. Τελικά, η αλήθεια είναι ο μόνος αυτοσκοπός και το κυνήγι της φέρνει τους δύο άντρες και πάλι αντιμέτωπους...

Δείτε το trailer της ταινίας:


Όχι ένας, αλλά τρεις σεναριογράφοι, κλήθηκαν να διασκευάσουν για τη μεγάλη οθόνη την εξάωρη πετυχημένη ομώνυμη μίνι-σειρά του BBC. Ο Μάθιου Μάικλ Κάρναχαν, ο Τόνι Γκίλροϋ κι ο Μπίλι Ρέι πήραν ένα πολυπρόσωπο πολιτικό δράμα με βρετανικές αποχρώσεις και το μετέτρεψαν σ' ένα πολυπρόσωπο καταιγιστικό θρίλερ με πιο αμερικάνικες ευαισθησίες (βλέπε Homeland Security Privatization). Επιπλέον, η νεαρή δημοσιογράφος έγινε μπλόγκερ για να τονιστεί η κόντρα παραδοσιακού και ηλεκτρονικού τύπου (υπέρ του πρώτου φυσικά) και το δράμα χαρακτήρων αντικαταστάθηκε απ' το δράμα των ανατροπών για να κρατηθεί το κοινό σε αγωνία.

Ο Κέβιν Μακντόναλντ έπρεπε να συντονίσει όλες αυτές τις πληροφορίες και όπως έχει αποδείξει —είτε στο ντοκιμαντέρ είτε στη μυθοπλασία— δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα. Η αφήγησή του δεν αφήνει κενά ούτε αμφιβολίες για το τι συμβαίνει, ενώ οι χαρακτήρες του είναι διακριτοί και οι σχέσεις τους ξεκάθαρες. Αισθητικά, επιλέγει να προσεγγίσει τα αντίστοιχα δημοσιογραφικά-πολιτικά θρίλερ του '70 (αναφέρει ακόμη και το ξενοδοχείο Watergate) και το καταφέρνει, μόνο που το διακύβευμα εδώ είναι πολύ πιο ευτελές και αόριστο κι έτσι ο στόμφος του δε δικαιολογείται απόλυτα (αυτό βέβαια είναι θέμα των σεναριογράφων).

Τι πέτυχαν όλοι αυτοί; Το σασπένς είναι δεδομένο, η ατμόσφαιρα συγκάλυψης και βρώμικων πολιτικών παιχνιδιών υπάρχει πάντα στον αέρα, ο κίνδυνος για τους κυνηγούς της αλήθειας παραφυλά μέχρι τέλους κι ο ρυθμός δε σ' αφήνει ν' αναρωτηθείς αν υπάρχουν εμφανείς τρύπες σ' αυτό το πολύπλοκο σενάριο. Τι δεν πέτυχαν; Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες μένουν σχηματικοί και χωρίς πραγματικά σημαντικό ρόλο, η τελευταία ανατροπή ίσως είναι το παραπάνω αλάτι που χαλάει τη σούπα και τα πολλαπλά μέτωπα που ανοίγει δεν αφήνουν κανένα μήνυμα να βγει ξεκάθαρο στο τέλος, πλην του καλοπροαίρετου, αλλά λαϊκίστικου, εντυπωσιασμού των τίτλων τέλους.

Στο ικανοποιητικό τελικά αποτέλεσμα συντελεί και το πολυπληθές καστ. Ο Ράσελ Κρόου είναι τέλειος στο ρόλο του ατημέλητου παλαιορεπόρτερ με το γεμάτο χαρτιά γραφείο (ευτυχώς που ο Μπραντ Πιτ αποσύρθηκε εγκαίρως), ο Μπεν Άφλεκ ταιριάζει στο προφίλ του νεαρού γερουσιαστή που θέλει να ταράξει τα νερά και η Έλεν Μίρεν με τη Ρόμπιν Ράιτ Πεν κάνουν αισθητή την παρουσία τους στους μικρούς τους ρόλους. Μόνο η Ρέιτσελ Μακάνταμς είναι κάπως άχρωμη και περνά τελικά απαρατήρητη. Ο Τζεφ Ντάνιελς δεν έχει λόγο ύπαρξης, ενώ ο Τζέισον Μπέιτμαν δίνει ένα ακόμη ατού στην ταινία στο μικρό διάστημα που εμφανίζεται.

Το «State of Play» είναι ένα καλό παλιομοδίτικο θρίλερ, που παίρνει τον εαυτό λίγο πιο σοβαρά απ' ότι τελικά του αξίζει. Αφήνεσαι λοιπόν, περνάς καλά και μελαγχολείς μαζί με τους δημιουργούς για την πιθανή απώλεια της μυρωδιάς του μελανιού την ώρα που περνά απ' την πρέσσα στο χαρτί.


Βγαίνουν ακόμη:

- Το «X-Men Origins: Wolverine» του Γκάβιν Χουντ με τους Χιου Τζάκμαν και Λιβ Σράιμπερ. Πολύ καλοί και οι δυο τους, άψογες και οι σκηνές δράσης, αλλά το ύφος είναι ανεξήγητα στομφώδες και άνευ ίχνους χιούμορ για μια ιστορία τόσο επίπεδη και προβλέψιμη. Επιπλέον ο Χουντ σκηνοθετεί σαν αρχάριος και δε φέρνει κανένα προσωπικό στοιχείο στο είδος.

- Η τουρκική δραματική ταινία με ελληνικό ενδιαφερον, «Pains of Autumn» και το γερμανικό δράμα με τούρκικο ενδιαφέρον, «Jerichow».
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v