Watchmen: Όταν τα κόμιξ γίνονται (καλές) ταινίες

To κλασσικό και ρηξικέλευθο δημιούργημα του Άλαν Μουρ (V for Vendetta) μεταφέρεται για πρώτη φορά στην μεγάλη οθόνη και το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Η ταινία στέκεται αντάξια των προσδοκιών, περικλείοντας σε 163 γεμάτα λεπτά, όλη την ατμόσφαιρα του  κόμικ.
Watchmen: Όταν τα κόμιξ γίνονται (καλές) ταινίες
του Λουκά Τσουκνίδα

Το «Watchmen» του Άλαν Μουρ είναι το κόμικ που, κατά πολλούς, άλλαξε το μέσο, τον τρόπο που οι κομίστες θ' αφηγούνταν τις ιστορίες τους από τότε, αλλά και τον τρόπο που θα το έβλεπαν οι απ' έξω, οι σνομπ. Ξαναδιαβάζοντάς το, εν αναμονή της ταινίας του φιλόδοξου Ζακ Σνάιντερ, έκανα μερικές σκέψεις όσον αφορά στο γιατί τόσος ντόρος μ' αυτό το συγκεκριμένο μίκι-μάου.

Ο Μουρ λοιπόν, εν έτει 1986, αντί να σνομπάρει τους υπερήρωες, τους μασκοφόρους δηλαδή εκδικητές που είχαν ταυτιστεί με ότι πιο εμπορικό, απλοϊκό και συνταγογραφημένο είχε γίνει στ' αμερικάνικα κόμικς μέχρι τότε, αποφάσισε να τους χρησιμοποιήσει για να πει αυτά που είχε στο μυαλό του. Με την κοινή σε όλους τους αναγνώστες γλώσσα των υπερηρωικών κλισέ, θα προσπαθούσε να πει μια ιστορία διαφορετική απ' τις συνηθισμένες αναμετρήσεις καλού-κακού, με τα υπόγεια, αθώα λαβ-στόρι και τα σατανικά σχέδια για την κατάκτηση του κόσμου. Καρπός αυτής της προσπάθειας, από κοινού με τον σχεδιαστή Ντέιβ Γκίμπονς, ήταν μια σειρά 12 επεισοδίων, που πέτυχε εμπορικά και τράβηξε παράλληλα την προσοχή του ελιτίστικου κοινού στο μέσο των κόμικς.

Οι ήρωες του Μουρ, διαθέτουν φυσικά περσόνες και στολές όπως ορίζει το στερεότυπο. Οι περσόνες τους όμως, αντί να καθορίζουν εκείνες τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τον κόσμο οι φορείς τους, είναι αυτές που καθορίζονται απ' την προσωπικότητα και την κοσμοθεώρησή των ηρώων του σύμπαντος των Watchmen. Είναι ένας συνδυασμός μοίρας κι επιλογής, απόδειξη ότι δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει απ' τον εαυτό του και συνεπώς δεν μπορεί να σώσει και τους άλλους απ' τον ίδιο τους τον εαυτό. Κάθε χαρακτήρας αντιπροσωπεύει μια κοσμοθεωρία κι είναι αυτές που συγκρούονται εν τέλει κάνοντας τα νοήματα της ιστορίας διαχρονικά, παρ' ότι οι ιστορικές αναφορές, είτε πραγματικές είτε φανταστικές, μιλούν για υπαρκτά πρόσωπα και φωτογραφίζουν συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές και περιόδους. Κι όλοι οι χαρακτήρες βρίσκονται αντιμέτωποι αργά ή γρήγορα με μια επιλογή, που δεν είναι καθόλου ξεκάθαρη κι έχει αναπόφευκτες συνέπειες που πρέπει να ζυγίσουν καλά αφού η απόφασή τους αφορά τους υπόλοιπους, αλλά και τον κόσμο.

[Δείτε το trailer της ταινίας]

Το βιβλίο είναι πυκνογραμμένο, με πολύ όμορφο σχέδιο απ' τον Γκίμπονς
κι επιπλέον κείμενα ενδιάμεσα που δίνουν πληροφορίες για το παρελθόν, το παρόν και τους χαρακτήρες και βοηθούν στο χτίσιμο της ψυχροπολεμικής ατμόσφαιρας. Ένα πειρατικό κόμικ που ξεφυλλίζει λαθραία ένας πιτσιρικάς σ' ένα περίπτερο τρέχει παράλληλα μ' αυτό που διαβάζουμε, τονίζοντας την απομυθοποίηση των υπερηρώων μας και πυροδοτώντας μυθολογικούς παραλληλισμούς με τα γεγονότα που τους παρακολουθούμε να βιώνουν. Το σύνολο, είναι ένα ανάγνωσμα που σε απορροφά και σε προκαλεί να το ξαναδιαβάσεις για ν' ανακαλύψεις πράγματα που δεν είδες με την πρώτη. Αν κάποιος, θέλει να καταλάβει τι εστί «Watchmen» ας αφήσει την ταινία για μια άλλη φορά.

Ο Ζακ Σνάιντερ λοιπόν, ανέλαβε το δύσκολο έργο να μεταφέρει στην οθόνη ένα βιβλίο που ο δημιουργός του ονόμασε κάποτε «μη-κινηματογραφήσιμο» (unfilmable), ένα ιερό τοτέμ για τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς, τους πρώτους που αποθεώνουν τέτοιες πρωτοβουλίες για να τις κατακεραυνώσουν όταν ολοκληρωθούν, βρίζοντας τους «ιερόσυλους» του χόλιγουντ που τόλμησαν να τις αγγίξουν με τα άπληστα χέρια τους. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, αλλά η πρόκληση τεράστια κι ο νεαρός σκηνοθέτης δεν κόλωσε ούτε όταν η εταιρεία του ζήτησε να κόψει συγκεκριμένες σκηνές. Δήλωσε πλήρη άρνηση και έκανε ότι μπορούσε για να κρατήσει τον δημιουργικό έλεγχο στα χέρια του. Το αποτέλεσμα; Ίσως το καλύτερο δυνατό δεδομένου ότι το πρωτότυπο είναι αδύνατο, όχι να ξεπεραστεί, αλλά και να αναπαραχθεί από ένα τρίωρο κινηματογραφικό προϊόν με τόσους εκφραστικούς και δομικούς περιορισμούς.

Μέσα σε 163 γεμάτα λεπτά, παρακολουθούμε μια σειρά από πολύ καλά επιλεγμένες σκηνές του κόμικ, σχεδόν αυτούσιες όσον αφορά στην εξέλιξη και τους διαλόγους. Μόνο τα απολύτως απαραίτητα επεξηγηματικά φλας-μπακ έχουν κρατηθεί κι έχω την εντύπωση ότι παρεμβάλλονται αρμονικά στη χρονική ροή χωρίς να μπερδεύουν. Αν και λείπουν μεγάλα τμήματα της αφήγησης, η αναπαραγωγή των χαρακτήρων είναι τελικά ικανοποιητική κι η αίσθηση που μένει είναι η σωστή παρά το κάπως αλλαγμένο τέλος.

Η σκηνοθεσία είναι στα υψηλά στάνταρ του Σνάιντερ, ο οποίος έχει τρομερό «μάτι» για το στήσιμο της δράσης και το στυλιζάρισμα των λεπτομερειών, δεν φλυαρεί καθόλου (δεν είχε την πολυτέλεια του χρόνου έτσι κι αλλιώς) και διατηρεί έναν άψογο ρυθμό από κορύφωση σε κορύφωση, από χαρακτήρα σε χαρακτήρα. Πολύ καλή κι η επιλογή της μουσικής που ελαφραίνει κάπως τη βίαιη ατμόσφαιρα στις πιο κατάλληλες στιγμές. Όσο για το καστ; Ο Τζάκι Ερλ Χέιλι δεν παίζει απλώς, αλλά είναι ο Ρόρσαχ, ο Πάτρικ Γουίλσον (Νάιτ Όουλ ΙΙ), ο Μάθιου Γκουντ (Οζιμάντιας) κι η Μαλίν Έικερμαν (Σιλκ Σπέκτερ ΙΙ) είναι άψογοι δίπλα του, ενώ ο Μπίλι Κράνταπ τα καταφέρνει μια χαρά στον πιο περιοριστικό ρόλο, εκείνο του ανέκφραστου, φωσφορίζοντος μπλε Δόκτωρ Μανχάταν. Τον κάπως υποτιμημένο, αλλά πολύ σημαντικό ρόλο του Κωμικού φέρνει εις πέρας ο Τζέφρι Ντιν Μόργκαν.

Το μοναδικό ερώτημα για μένα είναι αν η ταινία αυτή αφορά κάποιον που δεν την περίμενε, αν στέκεται από μόνη της στα μάτια του άσχετου με το πρωτότυπο θεατή. Απ' τη σκοπιά του σχετικού λοιπόν και με την ανάλογη επιφύλαξη, νομίζω ότι στέκεται άνετα με μόνο μειονέκτημα τη χρονική διάρκεια και το ότι στη σύγκριση, μοιάζει επιφανειακή. Σίγουρα όμως, σαν κινηματογραφική εμπειρία, είναι άκρως διασκεδαστική χωρίς να είναι στερεοτυπικό μπλοκμπάστερ.

Βγαίνουν ακόμη:
- Το πολύ καλό ιαπωνικό «οσκαρικό» δράμα «Departures», το έτερο «οσκαρικό» (λόγω Μελίσα Λίο), το λιτό και συγκινητικό «Frozen River», το ρομαντικό δράμα «Two Lovers» με τον αποτρελαμένο προσφάτως Ζόακιν Φίνιξ, η καλή κωμωδία του Μπάρι Λέβινσον για τον κόσμο του σινεμά «What just happened?» και το βραβευμένο ντοκιμαντέρ «Τη Νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη».
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v