Gran Torino: Παλιός, καλός Clint Eastwood

Μπορεί το σενάριο να είναι απλοϊκό, οι συμβολισμοί πομπώδεις και το φινάλε προβλέψιμο, ο Clint Eastwood έχει, όμως, ακόμα το χάρισμα που είχε από παλιά. Και γι'αυτό, του τα συγχωρούμε όλα.
Gran Torino: Παλιός, καλός Clint Eastwood
του Λουκά Τσουκνίδα

Κάποτε ο Λένι Μπρους, ο πρωτοποριακός κωμικός που κυνηγήθηκε κι οδηγήθηκε τελικά στην αυτοκαταστροφή, ξεστόμισε αλλεπάλληλες φορές τη λέξη νέγρος σ' ένα απ' τα σκετς του —μιλάμε για τη δεκαετία του '50 που η λέξη είχε βαριά αρνητική σημασία. Όταν επαναλαμβάνεις πολλές φορές μια λέξη έλεγε, χάνει εντελώς τη σημασία της, καταντά μια γραφικότητα. Όπως κι όλες οι φραστικές εκφράσεις ρατσισμού, αλλά και οι προσπάθειες να τον κρύψουμε κάτω απ' το χαλάκι με απαγορευμένα λεξιλόγια. Κάποιος που καταλήγει ρατσιστής με όλους παύει να είναι ρατσιστής, δε φοβάται τις φυλές αλλά τους ανθρώπους και την ανυπόφορη, αδύναμη και κτητική τους φύση.

Ο Γουόλτ Κοβάλσκι (Κλιντ Ίστγουντ) είναι ένας βετεράνος της Κορέας, πρώην εργάτης στη γραμμή συναρμολόγησης ενός εργοστασίου της Ford στο Ντιτρόιτ. Όταν η γυναίκα του πεθαίνει κι εφόσον οι σχέσεις του με τα παιδιά του δεν είναι καλές, μένει πλέον μόνος του με τις παλιομοδίτικες απόψεις και τη γραφική ρατσιστική φρασεολογία του. Ο κόσμος γύρω του έχει αλλάξει κι η γειτονιά έχει αρχίσει να κατοικείται από ασιάτες της φυλής των χμονγκ, πρόσφυγες κάποτε απ' το Λάος λόγω συμμαχίας τους με τους Αμερικάνους. Όταν ένας νεαρός χμονγκ γείτονας, ο Τάο, παροτρύνεται από μια συμμορία ομοεθνών του να κλέψει το πολύτιμο Γκραν Τορίνο του 1972 απ' το γκαράζ του Γουόλτ, ως αποστολή μύησης, η ώρα έρχεται ώστε ο ξεροκέφαλος γερο-πολωνός ν' ανοιχτεί και να δώσει τη σκυτάλη των αξιών του σ' έναν αμούστακο σχιστομάτη...

[Το trailer της ταινίας]

Κεντρικό πρόσωπο σ' αυτή την καθόλου πρωτότυπη ιστορία, είναι φυσικά ο ίδιος ο Κλιντ Ίστγουντ, ο τελευταίος της κλάσης του που παίζει και δημιουργεί με τόσο πάθος, ένας παλιομοδίτης που μένει όρθιος κι αποτελεί σημείο αναφοράς σ' έναν κόσμο που, αναπόφευκτα, έχει αλλάξει. «Πολύ γέρος για ν' ασχοληθεί με κάτι που δεν τον παθιάζει», όπως απάντησε σε κάποιον δημοσιογράφο πέρυσι, σκηνοθετεί εδώ πέρα τον θάνατό του αναγνωρίζοντας την αδυναμία μπροστά στον ερχομό του, επιλέγοντας όμως τον τρόπο που θά 'ρθει και τον αντίκτυπο που μπορεί να επιφέρει.

Ογδοντάρης πια, με τρεμάμενο βάδισμα και δάχτυλα ελαφρώς παραμορφωμένα απ' τα γεράματα, δεν έχει χάσει ίχνος απ' τη σιγουριά που εκπέμπει το βλέμμα του και την αυτοπαρωδούμενη αίσθηση ανδρικού μεγαλείου που αναδύεται απ' τις κινήσεις και το λόγο του. Είναι ο ίδιος ο Γουόλτ Κοβάλσκι κι ίσως να μην υποκρίνεται καν όταν σχηματίζει με τα δάχτυλά του την κάνη και τον κόκκορα ενός πιστολιού και λέει σε τρία μαύρα μαγκάκια που παρενοχλούν τον μοναδικό άνθρωπο πού 'χει κερδίσει αβίαστα το σεβασμό του, τη γειτόνισσά του: «Έχετε παρατηρήσει ότι καμιά φορά συναντάς κάποιον με τον οποίο δεν έπρεπε να μπλέξεις ποτέ; Αυτός είμαι εγώ.»

Το «Gran Torino» πού 'χει στο γκαράζ είναι ένα σύμβολο μιας παλιάς εποχής και μιας συμβολικής υποτιθέμενης αμερικάνικης κυριαρχίας στον ανταγωνιστικό χώρο των σπορ αυτοκινήτων. Το γυαλίζει και το συντηρεί όπως και τις απόψεις και τη συμπεριφορά του, αρνούμενος να δεχτεί τη συναίνεση που του προτείνουν οι γιοι του ως πρόσχημα τρυφερότητας ή ο νεαρός ιερέας ως πρόσχημα καθήκοντος. Όταν η αγενής εγγονή του τον ρωτά τι θα το κάνει όταν πεθάνει, εκείνος γρυλίζει και φτύνει στο έδαφος με απέχθεια. Δεν της αξίζει, δεν αξίζει σε κανέναν απ' τους επιγόνους του, που βρήκαν έναν κόσμο έτοιμο από δουλευταράδες και πατριώτες σαν κι αυτόν. Ποιοι όμως είναι εκείνοι που βρίσκονται στη θέση αυτή σήμερα; Ποιοι είναι αναγκασμένοι να κοπιάσουν για να διεκδικήσουν ένα σπίτι με γρασίδι κι αμερικάνικη σημαία; Ίσως και νά 'ναι οι νέοι του γείτονες, που βλέπει με μισό μάτι όταν πατούν το γκαζόν του και του γεμίζουν τα σκαλιά με παράξενα φαγητά.

Μπορεί το σενάριο να είναι απλοϊκό, ένας ρατσιστής βρωμόγερος που ανακαλύπτει στο πρόσωπο ενός νεαρού ασιάτη τον γιο που δεν είχε ποτέ, κάποιον που χρειάζεται πραγματικά τις συμβουλές και την προστασία του και τον κάνει να αισθάνεται σαν πραγματικός πατέρας. Μπορεί οι μηχανισμοί που ο γέρο-Κλιντ χρησιμοποιεί για να περιγράψει τα κίνητρα των χαρακτήρων του να είναι εξόφθαλμοι και παρωχημένοι και ο πομπώδης συμβολισμός του προβλέψιμου, αλλά εντυπωσιακού, τέλους να ενοχλήσει κάποιους οπαδούς των αδελφών Κοέν. Και μπορεί η ασυλία που απολαμβάνει ένας γκρινιάρης παλιόγερος σαν αυτόν να υπονομεύει την επίθεσή του στην υποκρισία και τον προστατευτισμό της πολιτικής ορθότητας. Όμως δεν μπόρεσα ν' αποφύγω ν' αποροφηθώ απ' αυτόν τον άνθρωπο, να ταυτιστώ με τον τρόπο με τον οποίο υπερασπίζεται το δικαίωμα να ζήσει με τα λάθη του χωρίς ν' απολογείται σε κάθε του βήμα και ν' απολαύσω το φινάλε παρ' ότι το είχα αντιληφθεί χάρις κυρίως σ' ένα κακό σεναριακό εύρημα του δημιουργού.

Ο Κλιντ Ίστγουντ με υπνώτισε και βρήκα την μέτρια ταινία του απολαυστική. Ποιος ξέρει τι τέλος μας επιφυλάσσει...

Βγαίνουν ακόμη: 
Το «Seven Pounds», η δεύτερη ταινία του Γκαμπριέλε Μουτσίνο με τον Γουίλ Σμιθ μετά το πολύ καλό «Pursuit of Happiness», το δανέζικο δράμα «Just another Love Story», το ιρλανδικό «Pavee Lackeen: The Traveller Girl», η ταινία επιστημονικής φαντασίας «Push», το animation «The Tales of Despereaux», η δανέζικη ιστορική ταινία «Flame & Citron» κι οι ελληνικές ταινίες «Γκίνες», «Καρουσέλ» και «Μικρές Ελευθερίες».


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v