The Wrestler: Η επιστροφή ενός ξεπεσμένου ήρωα

Ένας πρώην παλαιστής-ηθοποιός πασχίζει να επιβιώσει από την παρακμή του άλλοτε λαμπερού κόσμου του και τα προβλήματα που αυτός δημιούργησε στην υγεία του. Κλισέ σενάριο, συμπαθητική σκηνοθεσία και ένας πρωταγωνιστικός ρόλος-καθρέφτης για τον εξαιρετικό Μίκι Ρουρκ.
The Wrestler: Η επιστροφή ενός ξεπεσμένου ήρωα
του Λουκά Τσουκνίδα

Στην τελευταία Μόστρα της Βενετίας, νικητής ήταν ένας σκηνοθέτης που δεν έχει δικαιώσει ακόμα τις προσδοκίες που ο ίδιος δημιουργησε με τις δυο πρώτες δουλειές του. Ο Ντάρεν Αρονόφσκι, μετά την αποτυχημένη του προσπάθεια να κάνει μια ταινία-έπος όπως ακριβώς την ήθελε εκείνος (βλέπε «The Fountain»), κράτησε την επόμενη δουλειά του μακριά απ' τα φώτα της δημοσιότητας και των καλπαζόντων προσδοκιών μεγαλείου κι επέστρεψε στις νίκες. Το «The Wrestler» είναι μια ευχάριστη έκπληξη, μια ισορροπημένη, προσγειωμένη ταινία, αλλά και κάπως υπερτιμημένη σύμφωνα με την κατάρα που φαίνεται ν' ακολουθεί τον δημιουργό της.

Ο Ράντι «Δε Ραμ» Ρόμπινσον (Μίκι Ρουρκ) είναι ένας αθλητής-ηθοποιός της επαγγελματικής πάλης, αυτού του κατ' εξοχήν αμερικανικού θεάματος με την σκηνοθετημένη εξέλιξη και κατάληξη, όπου διοργανωτές, αθλητές και κοινό παίρνουν μέρος σε μια σιωπηλή συμφωνία να υποδυθούν ότι δεν είναι έτσι. Τη δεκαετία του '80, ο Ράντι ήταν ο κυρίαρχος του ρινγκ, έδερνε ανελέητα τους αντιπάλους του με τα γυμνά του χέρια ή με κάθε λογής σκηνικά που έκαναν την εμφάνισή τους στο καναβάτσο κατά την εκάστοτε σκηνοθεσία. Σήμερα, ακολουθώντας την παρακμή του θεσμού, είναι μια γερασμένη δευτεράντζα με ντεκαπαρισμένο μαλλί, νεανικό «ροκ» ντύσιμο και κουβάδες με φτηνιάρικα (όχι όμως κινέζικα) συμπληρώματα διατροφής στο νοικιασμένο τροχόσπιτο που τον φιλοξενεί.

Όμως το γήρας δεν έρχεται μόνο του κι η άστατη καρδιά του, τον στέλνει στο νοσοκομείο για μπάι-πας μετά από μια σκληρή περφόρμανς. Όταν ο γιατρός του λέει να κόψει το μόνο πράγμα που έχει στη ζωή, το θέαμα, ο Ράντι αποφασίζει να ενταχθεί στην καθημερινότητα, να τα ξαναβρεί με την κόρη του και να ρίξει άγκυρα στην καρδιά της Κάσιντι (Μαρίζα Τομέι), μιας καλόκαρδης στριπτιζούς που βρίσκεται κι εκείνη στα πρόθυρα της απόσυρσης...

[Δείτε το trailer της ταινίας]

Ο παρηκμασμένος παλαιστής που ζει την ψευδαίσθηση της νίκης και του μεγαλείου με όλο το πάθος που δύναται κανείς να επενδύσει σε κάτι απολύτως στημένο και προμελετημένο είναι ένας ξεπεσμένος ήρωας του μέσου αμερικάνου. Είναι περισσότερο ηθοποιός παρά αθλητής, με όλες τις ανασφάλειες και την αυταρέσκειά του, πρώην μέλος ενός μικρού Χόλιγουντ, ο οποίος έχει πλέον εξοριστεί στη στέππα της βιντεοκασέτας. Κι όμως παραμένει γαντζωμένος σ' αυτή την ψευδαίσθηση, παρ' ότι πριν από κάθε αγώνα κανονίζει με τον μέλλοντα ηττημένο τον τρόπο που θα τον νικήσει κι αρνείται ν' απομυθοποιήσει αυτό που ακόμη κι οι θεατές αναγνωρίζουν φεύγοντας απ' το πανηγύρι. Το σόου είναι μαϊμού, το ίδιο κι η ζωή του πρωταγωνιστή μας. Αντίθετα το παλιό του αντίπαλον-δέος, ένας μαύρος με το ψευδώνυμο «Αγιατολάχ» τον οποίο ο αμερικανόφρων «Ραμ» νικούσε πάντα, διάγει έναν συνήθη βίο επιχειρηματία. Του είναι πιο εύκολο, ως μόνιμα ηττημένος, ν'αντιμετωπίσει την αλήθεια.

Πάνω σ' αυτόν τον χαρακτήρα, τον πάντα γελαστό και γελασμένο που λέει και το τραγούδι, ο Αρονόφσκι χτίζει μια αφήγηση που ίσως προορίζεται και γι' αλληγορία με την τόσο γλαφυρή απεικόνιση μιας αμερικανικού τύπου παρακμής και αυτοκαταστροφικής ξεροκεφαλιάς μαζί. Η κάμερά του ακολουθεί συχνά πυκνά τον ήρωα από πίσω καθώς περιφέρεται απ' τον ένα θλιβερό χώρο στον άλλο, όλα ξεθωριασμένα και μουντά, με την παραίτηση να θριαμβεύει παντού. Γυρίζει υπέροχα τις σκηνές πάλης, το πριν και το μετά, δίνει σ' όλους μας να καταλάβουμε ότι πρόκειται για μια σκληρή δουλειά, όπου ένα 20λεπτο ισοδυναμεί μ' ένα κανονικό 8ωρο και πολύ συχνά εξασφαλίζει λιγότερα λεφτά, αλλά και λιγότερη αυτοεκτίμηση. Στο επίκεντρο του φιλμ τοποθετεί σοφά τον Μίκι Ρουρκ, που είναι απόλυτα πειστικός και δίνει ζωή στον Ράντι «Δε Ραμ», μας προκαλεί να τον νιώσουμε και να συμπάσχουμε. Από κοντά κι η Μαρίζα Τομέι, που αποδίδει τέλεια το ελλειπές συναισθηματικό αντίβαρο στον πομπώδη εγωκεντρισμό του βασικού ήρωα.

Το μόνο αδύναμο σημείο της ταινίας του Αρονόφσκι μοιάζει να είναι το σενάριο, αφού γρήγορα αντιλαμβανόμαστε ότι ο Ράντι κινείται όπως όλοι οι αντίστοιχοι αντι-ήρωες σε κάθε τέτοιου τύπου ταινία εδώ και δεκαετίες. Είναι κλισέ απ' το πρώτο λεπτό μέχρι το τελευταίο, όπως ακριβώς το θέαμα που σκιαγραφεί, κάτι που θα μπορούσε βεβαίως να θεωρηθεί ως εκμετάλλευση της φόρμας ή και ως έμφαση στη ματαιοπονία του κεντρικού χαρακτήρα. Παρ' όλ' αυτά αφαιρεί απ' το ρεαλισμό που υποδεικνύουν η φωτογραφία και οι ερμηνείες κι υπονομεύει εν μέρει το ενδιαφέρον που μας προκαλεί ο ήρωας.

Το «The Wrestler» είναι ένα καλοφτιαγμένο δράμα, με εξαιρετικές ερμηνείες. Παρά το υπερβολικά στημένο σενάριο, σε κρατά μαζί του μέχρι το τέλος κι αυτή είναι η δύναμή του.

Βγαίνουν ακόμα:
- Το «How to Lose Friends and Alienate People» είναι μια κωμωδία για δημοσιογράφους που θα μπορούσε ίσως να είναι λιγότερο προβλέψιμη και περισσότερο δηκτική. Ο Σάιμον Πεγκ πάντως είναι και πάλι απολαυστικός στον κεντρικό ρόλο.
- Το εντυπωσιακό ασιατικό γουέστερν του Μιίκε Τακάσι «Sukiyaki Western Django», το ωραιοποιημένο σε προσβλητικό βαθμό «Mongol» γύρω απ' τα πρώτα χρόνια της ζωής του Τζένγκις Καν, το λιτό γαλλικό δράμα «Stella» και η ταινία κινουμένων σχεδίων «Bolt».
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v